Μεταγνώσεις

«Ηταν οι καλύτερες μέρες, ήταν οι χειρότερες μέρες, ήταν τα χρόνια της σοφίας, ήταν τα χρόνια της άνοιας, ήταν η εποχή της πίστης, ήταν η εποχή της ολιγοπιστίας, η εποχή του Φωτός και η εποχή του Σκότους, ήταν η άνοιξη της ελπίδας και ήταν ο χειμώνας της απελπισίας, είχαμε μπρος μας τα πάντα, είχαμε μπρος μας το τίποτε, πηγαίναμε όλοι στον Παράδεισο, πηγαίναμε όλοι στο αντίθετό του»
Ch Dickens, A Tale of Two Cities

«Εσύ κι εγώ Ζόιντ, είμαστε σαν τον Μπιγκ Φουτ. Οι καιροί περνούν, εμείς ποτέ δεν αλλάζουμε…»
Τ Πύντσον, Vineland

«Οι άνθρωποι κάνουν την ίδια τους την Ιστορία, δεν την κάνουν όμως κάτω από ελεύθερες συνθήκες, που διάλεξαν μόνοι τους, μα κάτω από συνθήκες που βρέθηκαν άμεσα, που δόθηκαν και κληρονομήθηκαν από το παρελθόν.»
K Μαρξ, Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη

«Αυτοί που ελέγχουν το Μικροσκοπικό, ελέγχουν τον κόσμο»
Τ Πύντσον,
Mason & Dixon

Τετάρτη 27 Μαρτίου 2013

Μια μαρξιστική ιστορία του κόσμου. Μέρος 12: Ινδία: Η Αυτοκρατορία των Μαούρια

του Neil Faulkner (μτφ. Proletariates)
 
Η γεωργία πρωτοεμφανίστηκε στην Ινδία 7000 χρόνια πριν στην πεδιάδα Kacchi στα δυτικά της κοιλάδας του Ινδού με την εξημέρωση του σιταριού, του κριθαριού, των βοοειδών και των αιγοπροβάτων. Οι φυσικοί αυτοί πόροι προσέφεραν διέξοδο από την οικολογική κρίση που είχε ξεσπάσει λόγω της υπερθέρμανσης και της εξοντωτικής θήρας.
Ωστόσο, ο κόσμος της κοιλάδας του Ινδού έμεινε σε μεγάλο βαθμό ανεπηρέαστος από τις εξελίξεις στον τομέα της γεωργίας για τρεις χιλιετίες. Μέχρι και το 4000 πΧ, η αφθονία των φυσικών πόρων δεν έκανε τη συστηματική εκμετάλλευση αναγκαία.
Στη συνέχεια, όμως, η εξελίξεις ήταν ταχύτητες. Κατά την 4η πΧ χιλιετία η κοιλάδα του Ινδού γέμισε με αγροτικά χωριά. Στα μέσα της 3ης χιλιετίας, τα μεγάλα πλεονάσματα που απέδιδε η καλλιέργεια των αγρών της κοιλάδας δημιούργησαν «αστικό πολιτισμό». Η κοιλάδα του Ινδού έγινε ένα από τα τέσσερα μέρη του κόσμου όπου υπήρχαν ανεξάρτητοι πολιτισμοί κατά την Εποχή του Μπρούτζου.

Περίπου το 2000 πΧ, μετά από μόνο 500 χρόνια ζωής, οι μεγάλες πόλεις της κοιλάδας (Μοχέντζο-ντάρο, Χαράπα και άλλες) εγκαταλείφθηκαν. Ο πολιτισμός της ενδότερης ινδικής χερσονήσου κατέρρευσε από το ίδιο το του βάρος. Η υπερ-συσσώρευση κεφαλαίου από τις ελίτ των πόλεων παρέλυσε την παραγωγική ικανότητα μιας αγροτικής οικονομίας που βασίζεται σε λίθινα και ξύλινα εργαλεία. 

Στο βορρά αναπτύχθηκε ένας τελείως διαφορετικός πολιτισμός μεταξύ των νομάδων ποιμένων των στεπών της κεντρικής Ασίας. Αυτή η τεράστια περιοχή που εκτείνονταν από τα Καρπάθια όρη στη δύση έως τη Μαντζουρία στην ανατολή, ήταν γεμάτη από βοσκοτόπια χιλιάδων χιλιομέτρων. Στην περιοχή αυτή, λόγω ενός συνδυασμού ψυχρών χειμώνων, θερμών καλοκαιριών και χαμηλών βροχοπτώσεων, η γεωργία αναπτύχθηκε με πολύ αργό ρυθμό.



Οι νομάδες των στεπών εξημέρωσαν το άλογο, ανακάλυψαν το ιππήλατο κάρο, ανέπτυξαν το σύνθετο τόξο και παρήγαγαν εκπληκτικά τεχνουργήματα από χαλκό, μπρούτζο, ασήμι και χρυσό. Ήταν αξιοθαύμαστοι πολεμιστές και οι καλύτεροι ιππείς στο κόσμο.

Η ζωή στις στέπες ήταν επισφαλής. Ο αριθμός των ανθρώπων, το μέγεθος των κοπαδιών και η επάρκεια των βοσκοτόπων βρίσκονταν σε λεπτή ισορροπία. Αν ένα θερμό καλοκαίρι «έκαιγε» τα βοσκοτόπια, το επακόλουθο ήταν πόλεμος, εκτοπίσεις και μαζική μετανάστευση. Και τότε οι λαοί των στεπών μπορούσαν να επηρεάζουν κατακλυσμιαία τον ευρύτερο κόσμο. Κατά περιόδους αλλά απρόβλεπτα εφορμούσαν εκτός κεντρικής Ασίας, προς δύση, νότο και ανατολή, αναζητώντας νέα βοσκοτόπια και λιβάδια, τροφή για αυτούς και για τα ζώα τους, λεία και πλούτη και νέα γη για να εγκατασταθούν. Τέτοιοι ήταν οι Μογγόλοι το 13ο μΧ αιώνα, οι Ούννοι τον 5ο μΧ αιώνα και οι Hsiung-nu .

Για να προστατευτούν από τις επιδρομές των τελευταίων, οι Κινέζοι έκτισαν το πρώτο Μεγάλο Τείχος τον 3ο πΧ αιώνα. Πολύ πριν, το 1500 πΧ περίπου, οι Άριοι άφησαν τις στέπες, πέρασαν τον ορεινό όγκο Χίντου Κους και εισέβαλαν την κοιλάδα του Ινδού στη βορειοδυτική Ινδία.

Εισέβαλαν ως νομάδες-ποιμένες, σε σχετικά μικρούς πληθυσμούς και συνέχισαν για σημαντικό διάστημα να ζουν με αυτόν τον τρόπο. Με το πέρασμα των αιώνων όμως εξαπλώθηκαν στην κοιλάδα του Γάγγη και αργότερα βορειότερα στο Ντακάν.

Διαθέτοντας πλέον το σίδηρο (έφθασε στην Ινδία το 300 πΧ περίπου), κατάφεραν αποψιλώσουν δάση και ζούγκλες και να καλύψουν την βόρεια και κεντρική Ινδία με αγρούς.

Οι Άριοι έφεραν μαζί τους το άλογο, το άρμα και την πολεμική κουλτούρα του κατακτητή. Η ινδουιστική θρησκεία ήταν συντηρητική με τρομακτικούς θεούς και ανάλογο τελετουργικό. Ο πόλεμος δημιούργησε μια νέα κοινωνική ιεραρχία, το σύστημα των καστών. Υπήρχαν οι πολεμιστές (kshatriyas), οι ιερείς (brahmans) και οι ιδιοκτήτες γης (vaishyas). Μια τέταρτη κάστα, οι shudras, γεωργοί από διαφορετικές φυλές. Οι ομάδες αυτές συνενώθηκαν στην Άριο-Ινδική κοινωνία μέσα από μια μεγάλη μάζα επιμέρους καστών.

Ο Ινδουισμός νομιμοποίησε το σύστημα των καστών. Η κοινωνικά ιεραρχία αποτελούσε φυσική τάξη και η πρόοδος ήταν ατομικό ζήτημα. Οι ενάρετοι ήταν αυτοί που αποδέχονταν στο σύστημα. Αυτοί μπορούσαν να μετενσαρκωθούν άτομα μιας ανώτερης κάστας. Από την άλλη μεριά, οι αντίθετοι στο σύστημα θα αντιμετώπιζαν την υποταγή καις την επόμενη ζωή.

Οι εισβολείς έφεραν μαζί τους και τη γλώσσα τους: τα σανσκριτικά. Μια παραλλαγή των ινδοευρωπαικών γλωσσών από την οποίες προήλθαν και οι περισσότερες σύγχρονες ευρωπαϊκές γλώσσες. Στην Ινδία, ωστόσο, το σύστημα των καστών παρεμπόδιζε την δημοκρατικοποίηση της γλώσσας και τα σανσκριτικά έγιναν η γλώσσα της εγγράμματης ελίτ.

Η τεχνολογία του σιδήρου γέμισε την κοιλάδα του Γάγγη με πλούσιους αγρούς, ισχυρές μοναρχίες και μεγάλους στρατούς. Για περισσότερους από τρεις αιώνες τα αντίπαλα κράτη μάχονταν για την κυριαρχία. Το 321 πΧ, όταν ανέλαβε το θρόνο ο Chandragupta Maurya, το βασίλειο Μαγκάντχα ήταν το ισχυρότερο από όλα τα κράτη. Ένας έλληνας συγγραφέας εκτιμούσε το στρατό του σε 200000 πεζικάριους, 20000 ιππείς, 2000 άρματα και 3000 ελέφαντες.




Μεταξύ 321 και 303 πΧ, ο Chandragupta κατέλαβε την κοιλάδα του Γάγγη, τις βόρειες πεδιάδες και την κοιλάδα του Ινδού. Οι απόγονοί του συνέχισαν τους κατακτητικούς πολέμους και κατέλαβαν κα τη νότιο Ινδία. Περί το 260 πΧ, η αυτοκρατορία των Μαούρια κατείχε το σύνολο της σημερινής Ινδίας, του Πακιστάν και του Μπαγκλαντές.

Οι κατακτήσεις των Μαούρια ήταν βίαιες. Οι Kalingans ήταν οι τελευταίοι που αντιστάθηκαν αλλά ο αυτοκράτορας Ashoka τους συνέτριψε εξορίζοντας περισσότερους από 150000 ανθρώπους, σκοτώνοντας περισσότερους από 100000 ενώ πολύ περισσότεροι ήταν αυτοί που υπέστησαν βιαιοπραγίες. Η εκμετάλλευση των κατακτημένων περιοχών ήταν συστηματική. Σκλάβοι (συνήθως αιχμάλωτοι πολέμου) στα ορυχεία, στα κατασκευαστικά έργα, στη βιομηχανία και στα σπίτια ως υπηρετικό προσωπικό. Η κυβέρνηση διαχειριζόταν φράγματα, κανάλια και αποθήκες νερού. Οι αγρότες καλλιεργούσαν τη γη για λογαριασμό των κατακτητών, πληρώνοντας ενοίκιο και φόρου επί της παραγωγής. Οι έμποροι και οι τεχνίτες πλήρωναν κι αυτοί φόρους στους κατακτητές.


Η αυτοκρατορία των Μαούρια ήταν μια στρατιωτική υπερδομή που είχε ως βάση της τους φόρου υποτελείς αγρότες και μικροέμπορους. Αυτό φαίνεται από την Arthashastra, μια πραγματεία πάνω στη διακυβέρνηση και την οικονομία της εποχής του Chandragupta. Όλη η γη ανήκε στον αυτοκράτορα και όλοι οι αγρότες πλήρωναν φόρο. Οι μόνοι ενδιάμεσοι ήταν οι κρατικοί αξιωματούχοι.

Η αυτοκρατορία ήταν διαιρεμένη σε επαρχίες, αυτές σε διαμερίσματα, τα διαμερίσματα σε ομάδες χωριών και η μικρότερη μονάδα ήταν το χωριό. Κάθε χωριό είχε ένα υπεύθυνο. Κάθε ομάδα χωριών είχε ένα λογιστή και ένα φοροεισπράκτορα. Και η ιεραρχία συνεχιζόταν κατά αυτόν τον τρόπο με κάθε υπεύθυνο να είναι υπόλογος μόνο στους ανωτέρους του. Ένα δίκτυο πληροφοριοδοτών κατασκόπευε το λαό και ενημέρωνε για κάθε κίνηση αντίστασης και ανυπακοής. Ο Ashoka (269-232 πΧ), ο αυτοκράτορας που ολοκλήρωσε την κατακτητική εκστρατεία των Μαούρια και δημιούργησε την αυτοκρατορία, προσπάθησε να επιβάλλει μια ολοκληρωτική ιδεολογική ηγεμονία προωθώντας την αρχή της Dhamma.

Η Dhamma ήταν μια συντηρητική μορφή Βουδισμού, που τόνιζε την αξία της ανεκτικότητας και της υποταγής προς το συμφέρον της κοινωνικής αρμονίας. Ήταν μια προσπάθεια «κατάψυξης» των αντιφάσεων της κοινωνίας των Μαούρια.

Αλλά δεν δούλεψε. Μέσα σε 50 χρόνια από το θάνατο του Ashoka, η αυτοκρατορία διαλύθηκε. Υπήρχαν αντιμαχόμενα συμφέροντα μεταξύ των Ινδουιστών και των Βουδιστών της άρχουσας τάξης. Τα υποταγμένα κράτη εξεγέρθηκαν. Και εξωτρικοί εχθροί απέσπασαν πολλά μέρη της αυτοκρατορίας.

Η στρατιωτική υπερδομή ήταν τεράστια. Ένας ρωμαίος συγγραφέας αναφέρει 600000 άτομα στο πεζικό, 30000 και 9000 ελέφαντες. Αλλά η αυτοκρατορία ήταν ένα άτεχνα φτιαγμένο αμάλγαμα χωρίς τις απαραίτητες συγκολλητικές ουσίες: ενιαία άρχουσα τάξη, κοινό πολιτισμό και καλές δίκτυο επικοινωνιών. Η περσική αυτοκρατορία κατέρρευσε λόγω εχθρικών επιδρομών. Η αυτοκρατορία Μαούρια κατέρρευσε λόγω ανυπαρξίας εσωτερικής συνοχής. Αντίθετα, η αυτοκρατορία του Ch’in διατηρήθηκε στη ζωή επί 2000 χρόνια. Και θα συνεχίσουμε με αυτήν για να δούμε το πώς και το γιατί.

Πηγή: counterfire

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου