Μεταγνώσεις

«Ηταν οι καλύτερες μέρες, ήταν οι χειρότερες μέρες, ήταν τα χρόνια της σοφίας, ήταν τα χρόνια της άνοιας, ήταν η εποχή της πίστης, ήταν η εποχή της ολιγοπιστίας, η εποχή του Φωτός και η εποχή του Σκότους, ήταν η άνοιξη της ελπίδας και ήταν ο χειμώνας της απελπισίας, είχαμε μπρος μας τα πάντα, είχαμε μπρος μας το τίποτε, πηγαίναμε όλοι στον Παράδεισο, πηγαίναμε όλοι στο αντίθετό του»
Ch Dickens, A Tale of Two Cities

«Εσύ κι εγώ Ζόιντ, είμαστε σαν τον Μπιγκ Φουτ. Οι καιροί περνούν, εμείς ποτέ δεν αλλάζουμε…»
Τ Πύντσον, Vineland

«Οι άνθρωποι κάνουν την ίδια τους την Ιστορία, δεν την κάνουν όμως κάτω από ελεύθερες συνθήκες, που διάλεξαν μόνοι τους, μα κάτω από συνθήκες που βρέθηκαν άμεσα, που δόθηκαν και κληρονομήθηκαν από το παρελθόν.»
K Μαρξ, Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη

«Αυτοί που ελέγχουν το Μικροσκοπικό, ελέγχουν τον κόσμο»
Τ Πύντσον,
Mason & Dixon

Τρίτη 30 Απριλίου 2013

Για τα χθεσινά ας πω δυο παραπάνω λόγια

Όπως,

για την εντυπωσιακά ομαλή, υπερψήφιση του 4ου μνημονίου, χωρίς ν’ ακουστεί ούτε ένα κιχ, για την για μια ακόμα φορά παράσταση εντός βουλής, έστω και με τις πατροπαράδοτες ενστάσεις, εντάσεις και αντεγκλήσεις, ανέξοδες τελικά και ατελέσφορες, μιας και η όποια αντιπολίτευση στο χώρο τούτο, ουδέν δύναται να κατορθώσει, όπως να διασπάσει τις γραμμές του εχθρού και να ταρακουνήσει κάποιες αντίπαλες συνειδήσεις όπως γίνηκε κάποιες φορές στο παρελθόν, χωρίς τη συνδρομή της έξωθεν λαϊκής πίεσης,  
και χθες, όπως και προχθές και αντι-προχθές, τέτοια πίεση δεν υπήρξε, πίεση, που όσο περνάει ο καιρός όλο και λιγοστεύει, όχι γιατί έχουν εκλείψει οι λόγοι, όσο η ελπίδα, τόσο από αυτούς που καλούνται να δώσουν φωνή στους εντός, όσο κι απ’ εκείνους που είναι σε θέση και έχουν καθήκον να τους καλούν, όπως κόμματα και συνδικάτα.
Κι αυτά τα δυο είναι λίγο πολύ αλληλένδετα, από τη μια τα μεγάλα συνδικάτα, ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ λίγη πια αξιοπιστία έχουν και ακόμα πιο λίγη εκτίμηση απολαμβάνουν, οπότε ανάλογα, και τα καλέσματά τους ελάχιστη ανταπόκριση βρίσκουν, αφ’ ετέρου με τέτοια συνδικάτα, που εκ των περιστάσεων θα έπρεπε να τραβήξουν μπροστά, (τι στο διάολο, χθες για μισθούς και μαζικά πογκρόμ ψηφίζανε στη βουλή), δύσκολα κάποιος να εμπνευστεί και να στοιχηθεί από πίσω.
Όσο για την ελπίδα! Αυτή, όπως έδειξαν τα εκλογικά αποτελέσματα της προηγούμενης χρονιας, εναποτέθηκε για διαχείριση στον ΣΥΡΙΖΑ τελικά, που παρά το αρχικό momentum που απέκτησε και το φούντωμα των προσδοκιών, έχει κολλήσει στα ρηχά, τρέχοντας πίσω από γεγονότα τα οποία, φευ, βρίσκονται πάντα ένα βήμα ίσως και περισσότερα, μπροστά, αδυνατώντας όχι μόνο να τα δημιουργήσει, αλλά και να τα προλάβει. Για να προπορευτεί, όμως, ειδικά σ’ αυτές τις συνθήκες, χρειάζεται κίνημα από κάτω να τον στηρίξει για να τολμήσει. Κίνημα, όμως δεν υπάρχει. Οπότε κι ο ΣΥΡΙΖΑ ασθμαίνει. Μπορεί να φτιάξει κίνημα; Λογικά ναι. Τόσα χρόνια στο κουρμπέτι η αριστερά πρέπει να ξέρει απ’ αυτά. Αν υπάρχει κάτι στο οποίο να έχει αποκτήσει εξειδίκευση και ντοκτορά είναι αυτό: Η οργάνωση και η κινητοποίηση. 
Κι αν υποτεθεί ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει τις προϋποθέσεις, όπως κρίσιμη μάζα ψηφοφόρων, θέληση και πλατιές οργανωτικές δομές, εν τούτοις του λείπει ο συνδετικός ιστός: η μια και μοναδική δηλαδή πλατφόρμα που πάνω της θα έρθουν και θα συνταχθούν οι απογοητευμένοι και απέλπιδες της χώρας τούτης.
Και μια τέτοια πλατφόρμα, καθαρή, πειστική και διεγερτική απλά δεν υπάρχει. Και στο γιατί, υπάρχουν δυο τινά που υπαγορεύονται από την πραγματικότητα. 
Ο ΣΥΡΙΖΑ για να μπορέσει να υποστρέψει τη μνημονιακή πολιτική θα πρέπει να αυξήσει το εκλογικό του ποσοστό κατά πολύ, ώστε να αποκτήσει κοινοβουλευτική αυτοδυναμία. Στο βαθμό που τα περιθώρια συμμαχιών είναι από πολύ στενά έως ανύπαρκτα, ο ΣΥΡΙΖΑ αναγκαστικά θα πρέπει να τσαλαβουτήσει σε μια πλατειά και αδιευκρίνιστη θάλασσα ψηφοφόρων, προς τους οποίους δεν μπορεί να απευθυνθεί παρά με μια αρκετά λειασμένη και διφορούμενη, αλλά τελικά άσφαιρη γλώσσα. Μοιραία λοιπόν θα αναγκαστεί να κάνει δραστικές μετατοπίσεις προς το κέντρο ώστε να μπορέσει να δρέψει καρπούς τόσο από τα δεξιά, όσο και από τα αριστερά. Αυτό το κάνει εν μέρει, αλλά όχι σταθερά και με συνέπεια, με αποτέλεσμα, βοηθούσης και της κυβερνητικής και μιντιακής προπαγάνδας, οι εν δυνάμει ψηφοφόροι να ταλαντεύονται ανάμεσα στην εικόνα του Τζακ του αντεροβγάλτη και στην εικόνα του άπνοου και ανέραστου σοσιαλδημοκράτη.
Ο άλλος λόγος είναι η αντικειμενική δυσκολία της διαφυγής από το μνημόνιο, δεδομένης της εξάρτησης από το διεθνές περιβάλλον, τους δανειστές και της έλλειψης αξιόπιστων και δυνατών συμμάχων, στους οποίους και στη δύσκολη στιγμή θα βασιστείς να βάλουν λίγο πλάτη, είτε υλική είτε διπλωματική. Όταν ο Τσίπρας διατείνεται ότι θα διαπραγματευθεί το Μνημόνιο σκληρότερα απ’ ό,τι οι προηγούμενοι, απλώς επαναλαμβάνει τον Σαμαρά της μνημονιακής εφηβείας των αρνήσεων και των πλειοδοσιών. Κι η περίοδος αυτή είναι κοντινή ώστε να την θυμούνται όλοι. Μπορεί να βάλλει εναντίον του μνημονίου και να επιμένει στην αυθημερόν κατάργηση των διατάξεων αυτού, αλλά δεν απαντά στο βασικό ερώτημα του πώς θα κινηθεί στη δεδομένη, πέραν πάσης αμφιβολίας, άρνηση των δανειστών να υπαναχωρήσουν.
Η απάντηση φυσικά είναι μια και μοναδική: Η απειλή και η αποφασιστικότητα για αποχώρηση από την Ευρωζώνη. Είναι το μόνο δυνατό διαπραγματευτικό χαρτί που έχει η χώρα και το μόνο που μπορεί να ταράξει το Βερολίνο. 
Κατανοώ με συμπάθεια τη δυσκολία του ΣΥΡΙΖΑ και το σλάλομ που υποχρεώνεται να κάνει σε πεδίο γεμάτο μυτερά βράχια και ερεβώδεις γκρεμούς. Αν βγει και μιλήσει καθαρά για ευρώ και τα ρέστα, τα πιράνχας περιμένουν στη γωνιά να τον εξολοθρεύσουν. Όσο όμως το αποφεύγει, τόσο κινδυνεύει να θαφτεί σε κούφιες ρητορείες και εκ των πραγμάτων να χάσει την ακτινοβολία της ελπιδοφόρας δύναμης.
Φαντάζομαι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να μείνει στον αφρό και να  κερδίσει χρόνο. Όπως άλλωστε κάνουν και οι υπόλοιποι στην Ευρωζώνη. Μετά την αλητεία των ευρωπαίων στην Κύπρο, τα πράγματα στην Ευρωζώνη έχουν αρχίσει να παίρνουν μια διαφορετική τροπή με τις ανοιχτές αμφισβητήσεις στα θεσμικά όργανα των πολιτικών λιτότητας. Χωρίς αμφιβολία μπορεί να δημιουργηθεί κάποια στιγμή ένα καλύτερο περιβάλλον, δεν θα είναι όμως, τίποτε περισσότερο από ένα «Too little, Too late». 
Παρεμπιπτόντως παρακολουθώ τις ανοιχτές δημόσιες συζητήσεις που γίνονται χωρίς φόβο και πάθος στην Κύπρο για το ευρώ. Ίσως, να βοήθησε και το’ ότι παρέλαβαν ατόφια τη δική μας εμπειρία όλα αυτά τα χρόνια και να ξεκινούν από διαφορετικό επίπεδο και πιο σοφοί.  Ίσως και να είναι πιο τολμηροί και πιο ρεαλιστές από μας. Εμείς εδώ σταθεροί, παραμένουμε παραδομένοι στους εμπόρους του φόβου και των μονοδρόμων, ψοφοδεείς και αδρανείς στα υπόγεια της απελπισίας μας.

Πηγή: cynical

«Να καταστείλουμε την φοροδιαφυγή», φωνάζουν τώρα, αλλά γιατί;

Σε όλο τον κόσμο, η δυνατότητα των πολυεθνικών να εκμεταλλεύονται ρωγμές στο διεθνές φορολογικό σύστημα έχει προκαλέσει έντονη οργή στο εξαντλημένο από μια λιτότητα κοινό.
 […]
Έχει δημιουργηθεί μια σύγχυση στην ειδοποιό διαφορά μεταξύ των φορολογικών παραδείσων και των μεγαλύτερων βιομηχανικών χωρών που χρησιμοποιούν φορολογικά μέτρα ως πηγή ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος, για να εξασφαλίσουν επενδύσεις, δουλειές και έσοδα.

H μετακίνηση των κερδών σε χώρες χαμηλότερης φορολογίας υπολογίζεται να κοστίσει στις κυβερνήσεις δεκάδες δισεκατομμύρια δολάρια το χρόνο σε έσοδα, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (European Commission).
***************
Τα παραπάνω είναι απόσπασμα από άρθρο στους Financial Times.


Είναι φανερό ότι  ένας  από τους κύριους στόχους, αλλά και επίτευγμα του μονοπωλιακού κεφαλαίου στο παρόν στάδιο της παγκοσμιοποίησης του, ήταν η δημιουργία ενός διεθνούς περιβάλλοντος με τα χαρακτηριστικά του φορολογικού παράδεισου.  Η ασύστολη εξυπηρέτηση των αξιώσεων των πολυεθνικών, ξένων και ντόπιων μονοπωλίων, σε κάθε χώρα  εκλογικεύτηκε από τους πολιτικούς υπηρέτες τους με την επιχειρηματολογία  ότι η υψηλή ή χαμηλή φορολογία είναι βασικό, συχνά το βασικότερο κριτήριο με γνώμονα το οποίο αποφασίζεται αν μια χώρα θα προσελκύσει ή όχι επενδύσεις, και οι επενδύσεις με την σειρά τους κρίνουν αν θα «έχουμε ανάπτυξη»,  δημιουργία εργασιακών θέσεων, εθνικού εισοδήματος, και πάει λέγοντας. Πρόσφατο παράδειγμα, η Πορτογαλία που ανακοίνωσε τα σχέδιά της για τη μείωση των φορολογικών συντελεστών για εταιρείες «ώστε να τονώσει την οικονομία», παρότι προωθεί συνάμα μέτρα λιτότητας.


Δυο παραδείγματα του αποτελέσματος αυτής της τακτικής:


Η Google μόνο έχει χρησιμοποιήσει την Ιρλανδία και τις Κάτω Χώρες για να μεταφέρει δισεκατομμύρια δολάρια των κερδών της στον φορολογικό παράδεισο των Βερμούδων, με αποτέλεσμα έναν υπερπόντιο φορολογικό συντελεστή για την ίδια μόλις 5 τοις εκατό για το προηγούμενο έτος.
Η Dell, εταιρεία ηλεκτρονικών υπολογιστών, αντιμετώπισε  ένα φορολογικό συντελεστή της τάξης του 0,1 τοις εκατό σε μόλις δύο τρίτα των διεθνών κερδών της το 2011, λόγω της παροχής φορολογικών κινήτρων στην Σιγκαπούρη.

Είναι άξιο απορίας ότι από τα πλέον έγκυρα φερέφωνα του κεφαλαίου εγείρεται το ζήτημα και ότι, γενικότερα, σηκώνεται τώρα αυτή «η σκόνη» σχετικά με το τρομακτικού μεγέθους «χαμένο εισόδημα» των χωρών από την φοροδιαφυγή-φοροαπαλλαγή. Στο προαναφερθέν άρθρο πληροφορούμαστε επίσης ότι:
  • σε μια έκθεση της η Οργανωσης Οικονομικής Συνεργασιας και Αναπτυξης (OECD) εκφράζεται ο φόβος ότι αυτό που γίνεται διακυβεύει «την τιμιότητα» του εταιρικού φόρου εισοδήματος
  • εκφράζονται φόβοι ότι η σταθερότητας στην εταιρική φορολογία πλησιάζει το τέλος της, ως αποτέλεσμα της μείωσης των φορολογικών συντελεστών
  • η Ελβετία τον περασμένο μήνα υπέκυψε στις απαιτήσεις της ΕΕ να καταργήσει τα κίνητρα που προσφέρει σε ξένες πολυεθνικές, λέγοντας ότι θα ανακοινώσει τις μεταρρυθμίσεις στα μέσα του έτους
  • αυτό το έτος, το ολλανδικό κοινοβούλιο ψήφισε πρόταση απαιτώντας να σταματήσει να αποκαλείται «φορολογικός παράδεισος» απο διεθνείς οργανισμούς προτείνοντας έναν εταιρικό φορολογικό συντελεστή 25 τοις εκατό
  • στην σύνοδο κορυφής G20 δεσμεύθηκαν να «καταστείλουν» την φοροαποφυγή των πολυεθνικών.
Τι συμβαίνει λοιπόν;


Δεν νομίζω οτι προβληματίστηκαν τόσο πολύ επειδή ξαφνικά οι χειμαζόμενοι λαοί έμαθαν για το σκάνδαλο σε βάρος τους, ότι δηλαδή γδέρνονται οι ίδιοι με φόρους και οι πολυεθνικές, έχοντας την οικονομική νομή του πλανήτη, στην ουσία, δεν πληρώνουν φόρο εισοδήματος πουθενά. Δεν νομίζω οτι φοβούνται την αντίδραση του κόσμου για κάτι που είναι γνωστό τοις πάσι.

Αρα; Άλλαξε μήπως κάτι σε σχέση με το γεγονός ότι η φοροδιαφυγή είναι πάγια τακτική των πολυεθνικών και των κάθε εθνότητας μονοπωλίων και με το γεγονός ότι η φοροαπαλλαγή είναι θρησκευτικό δόγμα των πολιτικών υπηρετών τους; Σίγουρα όχι! Απλά, όπως είναι φυσικό, επειδη αυτό είναι το κυρίαρχο δόγμα, καταλήξαμε να έχουμε μια γελοία  κατάσταση ανταγωνισμού ως προς το ποιος θα μειώσει την φορολογία του κεφαλαίου περισσότερο. Η κατάσταση, που κυριολεκτικά έχει καταντήσει ένα αρρωστημένο αστείο, έχει φτάσει στο σημείο όπου εντείνεται ο ανταγωνισμός μεταξύ χωρών για την προσφορά χαμηλότερων φορολογικών συντελεστών στα μονοπώλια και ιδιαίτερα στις πολυεθνικές.


Και ποίο είναι το προβλημα; Αυτό τώρα αρχίζει να λειτουργεί ανασταλτικά σε σχέση με μια σταθερότητα που θεωρείται προϋπόθεση για την ανάπτυξη. Μια πτυχή του ανταγωνισμού αφορά το περιβάλλον επενδύσεων που η κάθε χώρα προσπαθεί να δημιουργήσει. Αυτό το περιβάλλον, όλο και περισσότεροι θεράποντες του συστήματος τώρα, θεωρούν ότι υπονομεύεται από την αστάθεια που δημιουργείται στο χώρο της φορολογίας εταιρικού εισοδήματος. Επιπλέον, και το κυριότερο, η παράταση της κρίσης βάζει επιτακτικότερα το ζήτημα της  εξεύρεσης εσόδων για την κάθε χώρα ξεχωριστά.


Ακούμε λοιπόν φωνές που λένε «κάτι πρέπει να κάνουμε γι αυτό». Τι ακριβώς μπορούν να κάνουν ομως είναι δύσκολο να μας πουν. Δύσκολο, όπως δύσκολο είναι να λυθεί το προβλημα της γένεσης και αναπαραγωγής αντιφάσεων σ’ ένα σύστημα που εντούτοις επιβιώνει.


Ως πότε όμως… 

Πηγή: red rock views

Δευτέρα 29 Απριλίου 2013

Το τούνελ και το φως στο τέλος του


Η φράση είναι παροιμιακή (από το 1922), την έθεσε στην ευρύτερη κυκλοφορία ο Τζ Φ Κέννεντι το 1962 και από τότε είναι η φράση σούπα όλων των πρωθυπουργών/ηγετών και υπουργών οικονομίας του πλανήτη. Με δεδομένη την εντόνως «τουνελώδη» σημερινή μας κατάσταση και την αγωνία, των μεν ηγετών μας να μας πείσουν ότι υπάρχει όντως αυτό το φως, ημών δε των υποτελών να το αντικρύσουμε, έχει ενδιαφέρον να δούμε την άποψη ενός οραματιστή καπιταλιστή.

Για τους ανθρώπους της υψηλής τεχνολογίας είναι κοινός τόπος: μέσα στις επόμενες δεκαετίες οι υπολογιστές θα προσεγγίσουν και πιθανότατα θα ξεπεράσουν την ανθρώπινη ευφυΐα. Ο Larry Page της Google, ας πούμε, σε μια ομιλία του το 2007 στο ετήσιο συνέδριο του Αμερικανικού Συνδέσμου για την Πρόοδο της Επιστήμης, είπε ότι «έχουμε μερικούς ανθρώπους στην Google, οι οποίοι προσπαθούν σκληρά και σε μεγάλη κλίμακα να κατασκευάσουν τεχνητή νοημοσύνη. Και δεν είναι τόσο μακριά από το να το πετύχουν όσο νομίζουν οι περισσότεροι άνθρωποι».

Ο πολύς Ray Kurzweil (The Singularity Is Near) είναι κατηγορηματικός: προφητεύει με ακρίβεια το έτος 2029 ως το έτος σύγκλισης ανθρώπου – υπολογιστή. Αν και μπορεί κανείς να τους θεωρήσει υπερβολικούς, δεν μπορεί ωστόσο να αμφισβητήσει το γεγονός ότι στα χρόνια που έρχονται οι υπολογιστές και τα ρομπότ θα ενισχυθούν σημαντικά (αν όχι δραματικά).

Με αυτά δεδομένα, προκύπτει ένα ερώτημα τεράστιας σημασίας: πώς θα επηρεαστεί η αγορά εργασίας;

Πριν δοκιμάσουμε κάποια απάντηση, ας φανταστούμε ότι είμαστε επιχειρηματίες και διοικούμε μια επιχείρηση. Τι μας πονοκεφαλιάζει;

Οι διακοπές των εργαζομένων, οι κανόνες ασφαλείας, οι αναρρωτικές άδειες, οι χαμηλές επιδόσεις, οι άδειες εγκυμοσύνης, κλπ. Τέτοια πράγματα.

Πώς θα μας φαινόταν αν είχαμε στη διάθεσή μας μια μηχανή που θα έκανε αδιαμαρτύρητα τη δουλειά της, δεν θα ζητούσε άδειες, δε θα αρρώσταινε, θα ήταν μονίμως αποδοτική κλπ …και όλα αυτά μόνο με λίγα έξοδα συντήρησης;

Ακόμα κι αν οι υπολογιστές δεν γίνουν τόσο ευφυείς όσο οι άνθρωποι, υπάρχει μια σειρά εργασιών ρουτίνας που κάνουν οι περισσότεροι άνθρωποι και οι οποίες δεν απαιτούν ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα νοημοσύνης, ούτε ιδιαίτερη σκέψη. Είναι ένας από τους λόγους που πολλές δουλειές είναι βαρετές.

Πολλοί θεωρούν ότι όταν η τεχνολογία φτάσει σε ένα ορισμένο επίπεδο που επηρεάζει την αγορά εργασίας και την οικονομία γενικότερα, η αόρατη χείρα της ελεύθερης αγοράς, θα κάνει τη δουλειά της.

Αυτή είναι μια υπόθεση πολύ ασταθής. Γιατί ακόμα κι κάνει τη δουλειά της η χείρα αυτή, μπορεί να την κάνει σε σημαντικά μεγάλο χρονικό διάστημα με απίστευτες κοινωνικές συνέπειες. Η οικονομία και η πολιτική, δεν λειτουργεί σαν την τεχνολογία, δυστυχώς για τους φιλελεύθερους που την φαντασιώνονται έτσι (αφού συνήθως δεν αντιμετωπίζουν προβλήματα επιβίωσης και είναι κατά κανόνα βολεμένοι).

Η ελεύθερη οικονομία δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς μια ισχυρή αγορά εργασίας. Η εργασία είναι αυτή που δημιουργεί εισόδημα – και κατά επέκταση αγοραστική δύναμη – και τροφοδοτεί την ελεύθερη οικονομία. Αν, επομένως, σε κάποια φάση οι μηχανές αντικαταστήσουν τους ανθρώπους σε σημαντικό ποσοστό, τι θα γίνει; Πώς θα τροφοδοτείται η οικονομία; Μήπως αυτό οδηγήσει τελικά στην καταστροφή του καπιταλισμού;

Με δεδομένο ότι η τεχνολογία εξελίσσεται εκθετικά και όχι γραμμικά, αυτό μπορεί να συμβεί πολύ πιο γρήγορα από όσο περιμένουμε.

Για να απαντήσει σε όλα αυτά τα ερωτήματα, ο Martin Ford, έγραψε ένα ενδιαφέρον βιβλίο με τίτλο «THE LIGHTS IN THE TUNNEL», στο οποίο, ξεκινώντας με την υπόθεση ότι σε κάποια χρόνια στο μέλλον οι μηχανές θα έχουν αντικαταστήσει ένα σημαντικό ποσοστό της ανθρώπινης εργασίας, προσπαθεί να διερευνήσει τους πιθανούς τρόπους αντιμετώπισης των προβλημάτων και επιβίωσης του συστήματος της ελεύθερης οικονομίας.

Το ενδιαφέρον είναι ότι καταλήγει σε συμπεράσματα παρόμοια με αυτά του Μαρξ περί υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου, μαζικής ανεργίας, μείωσης μισθών, μείωσης ζήτησης, μείωσης κερδών και τελικής κατάρρευσης. 

Ως επιχειρηματίας και θιασώτης της ελεύθερης αγοράς, φρίττει στην ιδέα της περαιτέρω επαλήθευσης του Μαρξ και δοκιμής πλέον των ιδεών του σε πλανητικό επίπεδο και σε ανεπτυγμένες οικονομικά χώρες, δηλ., σε εφαρμογή τους στις συνθήκες στις οποίες αναφέρονται. 

Προσπαθεί να δώσει λύσεις διεξόδου και διάσωσης από τη μεριά του επιχειρηματία και τεχνολογιστή, όπως είχε κάνει ο Κέυνς στο μεσοπόλεμο από την πλευρά του οικονομολόγου.
 
Θα τα δούμε σιγά σιγά σε επόμενα ποστ

Θρυμματισμένοι καιροί: κουλτούρα και κοινωνία στον 20ό αιώνα






Τις επόμενες μέρες κυκλοφορεί, από τις εκδόσεις Θεμέλιο, σε μετάφραση Νίκου Κούρκουλου, το βιβλίο του Έρικ Χομπσμπάουμ Θρυμματισμένοι καιροί. Η μεταθανάτια αυτή συλλογή δοκιμίων, που κυκλοφόρησε στα αγγλικά μόλις πριν ένα μήνα, καλύπτει ένα ευρύ φάσμα θεμάτων, σχετικά με την κουλτούρα και την κοινωνία του 20ού αιώνα: ο Καρλ Κράους, η αρ νουβώ, ο μύθος του καουμπόι, η ποπ, τα φεστιβάλ του 21ου αιώνα, οι σχέσεις τέχνης και επανάστασης μετά το 1917, οι δεσμοί τέχνης και εξουσίας είναι ορισμένα από τα θέματα που θίγονται με τον γνωστό συναρπαστικό τρόπο του Χομπσμπάουμ. Προδημοσιεύουμε σήμερα ένα εκτενές απόσπασμα από τον Πρόλογο και μικρά αποσπάσματα από τρεις κριτικές: του Mark Mazower (Financial Times, 29.3.2013), του Jonathan Derbyshire (The New Statesman,9.4.2013) και του Roy Foster (The Irish Time, 13.4.2013).



Λίγες σελίδες είναι πιο οικείες σήμερα από την προφητική περιγραφή του Καρλ Μαρξ για τις οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες της δυτικής καπιταλιστικής βιομηχανοποίησης. Όμως, καθώς ο ευρωπαϊκός καπιταλισμός του 19ου αιώνα εγκαθίδρυε την κυριαρχία του πάνω σ’ έναν πλανήτη τον οποίο έμελλε να μεταμορφώσει μέσω της κατάκτησης, της τεχνολογικής υπεροχής και της παγκοσμιοποίησης της οικονομίας του, κουβαλούσε μαζί του κι ένα ισχυρού γοήτρου φορτίο από δοξασίες και αξίες, που θεωρούνταν φυσιολογικά ανώτερες από άλλες. Ας τις ονομάσουμε «ευρωπαϊκό αστικό πολιτισμό», έναν πολιτισμό που δε συνήλθε ποτέ από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι τέχνες και οι επιστήμες ήταν εξίσου κεντρικές όσο και η πίστη στην πρόοδο και την εκπαίδευση γι’ αυτήν τη σίγουρη για τον εαυτό της κοσμοθεωρία, και αποτέλεσαν πράγματι τον πνευματικό πυρήνα που αντικατέστησε την παραδοσιακή θρησκεία. Γεννήθηκα και μεγάλωσα μέσα σ’ αυτόν τον «αστικό πολιτισμό», ο οποίος συμβολίζεται παραστατικά στο μεγάλο δακτύλιο από δημόσια κτίρια των μέσων του 19ου αιώνα που περιβάλλουν το παλιό μεσαιωνικό και αυτοκρατορικό κέντρο της Βιέννης: το Χρηματιστήριο, το Πανεπιστήμιο, το Burgtheater, το μνημειακό Δημαρχείο, το κλασικό Κοινοβούλιο, τα τιτάνια μουσεία της ιστορίας της τέχνης και της φυσικής ιστορίας, το ένα αντίκρυ στο άλλο, και φυσικά την καρδιά κάθε αστικής πόλης εκείνου του αιώνα που σεβόταν τον εαυτό της, τη Μεγάλη Όπερα. Αυτοί ήταν οι τόποι όπου οι «καλλιεργημένοι άνθρωποι» ασκούσαν τη λατρεία τους στους βωμούς της κουλτούρας και των τεχνών. Μια εκκλησία του 19ου αιώνα προστέθηκε στο φόντο μόνο σαν όψιμη παραχώρηση προς το δεσμό μεταξύ Εκκλησίας και αυτοκράτορα.
Όσο πρωτόφαντο κι αν ήταν, αυτό το πολιτιστικό σκηνικό είχε βαθιές ρίζες στην παλιά ηγεμονική, βασιλική και εκκλησιαστική κουλτούρα πριν τη Γαλλική Επανάσταση, δηλαδή στον κόσμο της εξουσίας και του μεγάλου πλούτου, τους κλασικούς πάτρωνες των υψηλών τεχνών και θεαμάτων. Επιβιώνει ακόμα σε σημαντικό βαθμό μέσα από τη διασύνδεση παραδοσιακού κύρους και οικονομικής δύναμης, που επιδεικνύεται σε δημόσιο θέαμα, αλλά δεν περιφράσσεται πια από την κοινωνικά αποδεχτή αύρα της γέννησης ή της πνευματικής αυθεντίας. Ίσως αυτός να είναι ένας από τους λόγους που εξηγούν γιατί επέζησε από τη σχετική παρακμή της Ευρώπης για να παραμείνει αντιπροσωπευτική έκφραση, παντού στον κόσμο, μιας κουλτούρας που συνδυάζει την εξουσία και το σπάταλο ξόδεμα με το υψηλό κοινωνικό κύρος. Κατ’ αυτή την έννοια, οι υψηλές τέχνες, όπως και η σαμπάνια, παραμένουν ευρωκεντρικές, ακόμα και σ’ έναν παγκοσμιοποιημένο πλανήτη. [...]
O συνδυασμός καινοτόμας τεχνολογίας και μαζικής κατανάλωσης δεν δημιούργησε μόνο το γενικό πολιτιστικό τοπίο μέσα στο οποίο ζούμε, αλλά γέννησε και το μεγαλύτερο και πιο πρωτότυπο καλλιτεχνικό του επίτευγμα: την κινούμενη εικόνα. Εξ ου και η ηγεμονία των εκδημοκρατισμένων ΗΠΑ στο πλανητικό μιντιακό χωριό του 20ού αιώνα, η πρωτοτυπία τους σε νέες μορφές καλλιτεχνικής δημιουργίας –σε στιλ της γραφής, της μουσικής, του θεάτρου, αναμειγνύοντας την καλλιεργημένη κουλτούρα με ζωντανές υποδεέστερες παραδόσεις– αλλά και η δύναμή τους να διαφθείρουν. Η ανάδυση κοινωνιών όπου μια τεχνο-βιομηχανοποιημένη οικονομία έχει εμποτίσει τη ζωή μας με οικουμενικές, διαρκείς και πανταχού παρούσες εμπειρίες πληροφορίας και πολιτιστικής παραγωγής –ήχου, εικόνας, λόγου, μνήμης και συμβόλων– δεν έχει ιστορικό προηγούμενο. Μεταμόρφωσε εντελώς τους τρόπους μας να κατανοούμε την πραγματικότητα και την καλλιτεχνική παραγωγή, ιδιαίτερα βάζοντας τέρμα στο παραδοσιακό προνομιακό στάτους «των τεχνών» στην παλιά αστική κοινωνία, δηλαδή στη λειτουργία τους ως μέτρα του καλού και του κακού, ως φορείς αξιών: της αλήθειας, της ομορφιάς και της καθάρσεως.

Αυτές ενδέχεται να συνεχίζουν να ισχύουν για το κοινό του Wigmore Hall, είναι όμως ασύμβατες με τη βασική παραδοχή μιας εξαρθρωμένης κοινωνίας αγοράς, ότι δηλαδή «η ικανοποίησή μου» είναι ο μόνος στόχος της εμπειρίας, όπως κι αν επιτυγχάνεται. Σύμφωνα με τη φράση του Τζέρεμι Μπένθαμ (ή μάλλον του Τζον Στιούαρτ Μιλ), «η τρίλιζα είναι το ίδιο καλή με την ποίηση».1Σίγουρα δεν είναι, αν όχι για τίποτε άλλο επειδή η ρήση αυτή υποτιμά το κατά πόσο ο σολιψισμός της καταναλωτικής κοινωνίας συγχωνεύτηκε με τις τελετουργίες συμμετοχής και αυτοεπίδειξης, επίσημες και ανεπίσημες, που κατέληξαν να χαρακτηρίζουν τα θεαματικά μας κράτη και κοινωνίες πολιτών. Μόνο που, ενώ η αστική κοινωνία πίστευε πως ήξερε σε τι αναφερόταν η κουλτούρα (όπως το είπε ο Τ. Σ. Έλιοτ, «στο δωμάτιο οι γυναίκες πηγαινοέρχονται, / Μιλώντας για τον Μιχαήλ Άγγελο»), εμείς δεν διαθέτουμε πια τις λέξεις ή τις έννοιες για τον πολύ διαφορετικό χαρακτήρα αυτής της διάστασης της εμπειρίας μας. Ακόμα και το ερώτημα «αυτό άραγε είναι τέχνη;» είναι πιθανό να τίθεται μόνο από κείνους που δεν μπορούν να αποδεχτούν ότι η κλασική αστική έννοια «των τεχνών», έστω κι αν διατηρείται με περισσή φροντίδα στα μαυσωλεία της, δεν είναι πια ζωντανή. Έφτασε στο τέρμα της διαδρομής της ήδη στο τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, με το Νταντά, το ουρητήριο του Μαρσέλ Ντυσάν και το μαύρο τετράγωνο του Μάλεβιτς. Φυσικά, η τέχνη δεν τελείωσε τότε, όπως είχε θεωρηθεί. Ούτε, δυστυχώς, η κοινωνία της οποίας «οι τέχνες» αποτελούσαν αναπόσπαστο τμήμα. Όμως, δεν καταλαβαίνουμε πια ή δεν ξέρουμε πια πώς να φερθούμε απέναντι στη σημερινή δημιουργική πλημμύρα που κατακλύζει τον πλανήτη με εικόνα, ήχο και λέξεις, και που είναι σχεδόν σίγουρο ότι γίνεται ανεξέλεγκτη, τόσο στο χώρο όσο και στον κυβερνοχώρο.
 1 «Push-pinisasgoodaspoetry». Στη φράση αυτή, που ο Μιλ τη χρέωσε στον Μπένθαμ, γίνεται αναφορά σ’ ένα παιδικό παιχνίδι της εποχής [Σ.τ.Μ.].

Πηγή: Eνθέματα 

Παρασκευή 26 Απριλίου 2013

Ευρώπη: Ολοταχώς προς τον πάτο...



Πάτο έχει πιάσει η εμπιστοσύνη προς την ΕΕ σύμφωνα με την τελευταία δημοσκόπηση (Νοέμβριος 2012) στις 6 μεγαλύτερες χώρες της ηπείρου (350 εκατομ από τα 500 εκατομ συνολικά).


Η πτώση είναι ιλιγγιώδης και σε χώρες παραδοσιακά φιλοευρωπαϊκές όπως η Ισπανία (αύξηση σκεπτικισμού από το 2007 κατά 213%), η Γερμανία (64%) και η Ιταλία (89%) εγείροντας ερωτήματα σχετικά με τη νομιμοποίησή της. 
 
Στην Ελλάδα (Metron Analysis)η κατάσταση είναι ιδιαίτερα μεταβλητή αφού μέσα σε ένα μήνα (από Ιανουάριο σε Φεβρουάριο) το ποσοστό αυτών που ζητεί διάλυση της ΕΕ αυξήθηκε κατά 56% (από 25,9% σε 40,4%) .
 

Το 40,4% των πολιτών, που ζητούν τη διάλυση της ΕΕ, μοιράζεται οριζόντια στα κόμματα, καθώς υπέρ της διάλυσης της Ε.Ε. δηλώνει το 28% των ψηφοφόρων της Ν.Δ., το 53% του ΣΥΡΙΖΑ, το 47% των Ανεξαρτήτων Ελλήνων, το 63% του ΚΚΕ, το 73% της Χρυσής Αυγής, το 27% της ΔΗΜΑΡ και το 16% του ΠΑΣΟΚ.

Παράλληλα, το 80% των ερωτηθέντων απαντούν ότι τα πράγματα στην Ευρωζώνη εξελίσσονται χειρότερα σε σύγκριση με ένα χρόνο πριν, ενώ φαίνεται ότι οι πολίτες αναζητούν διέξοδο σε θεσμικές λύσεις που θα δώσουν περισσότερη συμμετοχή στους λαούς κατά τη διαδικασία λήψης αποφάσεων, όταν το 81% τάσσεται υπέρ της απ' ευθείας εκλογής προέδρου της Ε.Ε. από τους πολίτες και το 65% τάσσεται υπέρ της προώθησης του Ευρωπαϊκού Συντάγματος σε δημοψηφίσματα.

Τη Δευτέρα ο Μπαρόζο είπε ότι οι πολιτικές λιτότητας που εφαρμόζονται υπό την πίεση του Βερολίνου έχουν φτάσει το όριο τους και δεν είναι αποδεκτές πλέον. Την Τρίτη οι Βρυξέλες ανακοίνωσαν ότι ο Μπαρόζο λέει μαλακίες.

Ο Μπαρόζο το παραδέχτηκε και είπε ότι η μόνη λύση στην κρίση είναι η εντατικοποίηση της ομοσπονδοποίησης της Ευρώπης. Η Φράου συμφώνησε μαζί του λέγοντας πως αν οι λαοί φοβούνται ηγεμόνευση της Γερμανίας δεν έχουν παρά να δώσουν περισσότερη εξουσία στις Βρυξέλες. Έτσι κι αλλιώς, Βρυξέλες και Βερολίνο απέχουν μόνο 652 km. Λίγο παραπάνω από όσο Αθήνα – Θεσσαλινίκη.

Πηγή: Guardian και Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία


Πέμπτη 25 Απριλίου 2013

Η στατιστική στην υπηρεσία της προπαγάνδας



Με τη στατιστική μπορώ να αποδείξω τα πάντα εκτός από την αλήθεια
G Canning

Υπάρχουν τριών ειδών ψέμματα: τα ψέμματα, τα γαμημένα ψέμματα και η στατιστική
 Β Disraeli

Οι δυο συντηρητικοί βρετανοί πρωθυπουργοί, το ξέραν από πρώτο χέρι



Δυο οικονομικές εκθέσεις, τη βδομάδα που μας πέρασε, ήρθαν να δείξουν, με τρόπο που πιο εύγλωττος δεν θα μπορούσε να γίνει, τον ιδεολογικό χαρακτήρα της οικονομικής επιστήμης, που εξ αιτίας αυτού του λόγου και μόνο, θα έπρεπε να διαγραφεί από τις τάξεις των επιστημών, τη γκεμπελικής έμπνευσης παραχάραξη και χειραγώγηση των υποτιθέμενων ουδέτερων αριθμών και στατιστικών στοιχείων με σκοπό την προώθηση συγκεκριμένου πολιτικού αποτελέσματος, και το βρώμικο ρόλο «ευυπόληπτων» και αντικειμενικών δημόσιων οργανισμών και επιστημόνων, ως αγωγών για τη διοχέτευση δήθεν αδιάβλητων συμπερασμάτων σε μια πολιτική εξουσία, που χρειάζεται το επιστημονικό λούστρο για να ξεπλένει τις σκληρές και άδικες πολιτικές της, και σε ένα ήδη δασκαλεμένο στη μισαλλοδοξία και τον κανιβαλισμό, κοινό, που ψάχνει για εξωτερικούς εχθρούς. Ειδικά το γερμανικό.

Η πρώτη εξ αυτών [1], προερχόμενη από το παραμάγαζο του Βερολίνου, την ΕΚΤ, βιάζοντας με ξεδιάντροπο τρόπο τη στατιστική και την κοινή εμπειρία, εμφανίζει το διάμεσο γερμανικό νοικοκυριό, από άποψη φτώχειας, στον πάτο της ευρωζώνης, με τα ισπανικά και ιταλικά στη δεύτερη και τρίτη θέση αντιστοίχως και με τα ελληνικά σε ιδιαίτερη περίοπτη θέση, τέσσερεις θέσεις πάνω από τα γερμανικά, και με διπλάσιο πλούτο στα 100,000 ευρώ. Ο στόχος φυσικά προφανής, ο εκβιασμός, δηλαδή, της γερμανικής κοινής γνώμης ενάντια στη χρηματοδότηση του Νότου, με τρόπο δανεισμένο από τα βορβορώδη δημοσιεύματα των κίτρινων φυλλάδων Bild και Focus.

Όπως ήταν φυσικό η έκθεση της ΕΚΤ αναπαράχθηκε επιλεκτικά και με κραυγές χαιρεκακίας από διατεταγμένους δημοσιογράφους των WSJ, Financial Times, Frankurter Allgemeine κ.ά, ταυτόχρονα όμως ξεσήκωσε και ένα κύμα οργής ανάμεσα σε όσους διέθεσαν αρκετή θέληση και υπομονή για να εντοπίσουν και να ξεσκεπάσουν τη λαθροχειρία. Και πίσω απ’ αυτή και τα γερμανικά άπλυτα, όπως οι πολύ χαμηλοί μισθοί, στα επίπεδα των €400 για το 19% των επισφαλώς εργαζομένων, η στασιμότητα των μισθών καθ’ όλη τη δεκαετία του ευρώ, και η εκρηκτική ανισότητα στην κατανομή του πλούτου.

Ο Wolfgang Münchau [2] σε κείμενό του στους FT (14/4), εντοπίζει τους παράγοντες από τους οποίους προκύπτει η εικόνα του Γερμανού, ως φτωχού συγγενή της ευρωζώνης, αφ’ ενός στην υπερπροβολή απ’ όλες τις μεριές μόνο του διάμεσου και όχι του μέσου πλούτου, και αφ’ ετέρου στις υπαρκτές διαφορετικές συναλλαγματικές ισοτιμίες του ευρώ εντός της ίδιας της Ευρωζώνης, και συγκεκριμένα στο υποτιμημένο γερμανικό ευρώ σε σχέση με τα υπερτιμημένα του Νότου. Προφανώς, κάτι τέτοιο δεν συνιστά νομισματική ένωση, το φάσμα διάλυσης της οποίας, τώρα και με την πραγματικότητα του «κυπριακού ευρώ», γίνεται ακόμα πιο έντονο.

Ο διάμεσος, ως στατιστικό μέγεθος έχει νόημα κυρίως για την ανάδειξη της κατανομής πλούτου στο εσωτερικό μιας χώρας, π.χ. ο πλούτος του άνω 10% σε σχέση με το κάτω 10%. Όταν πρόκειται, όμως, για συγκρίσεις μεταξύ διαφορετικών χωρών, η ποσότητα που έχει νόημα είναι η μέση τιμή. Με βάση αυτό το μέγεθος, η εικόνα για το μέσο γερμανικό νοικοκυριό γίνεται εντελώς διαφορετική, μιας και εμφανίζεται με τετραπλάσιο πλούτο, και ως εκ τούτου η ιεραρχία εντός της ΕΖ αλλάζει δραματικά.

Με την κριτική της έκθεσης της ΕΚΤ και την πολιτική της εκμετάλλευση, καταπιάνονται και οι Paul De Grauwe (LSE) και Yuemei Ji (Uni. of Leuven) [3], σε άρθρο τους στο Voxeu (16/4), από το οποίο, μέσω της μεγάλη διαφοράς ανάμεσα στο διάμεσο και μέσο πλούτο του γερμανικού νοικοκυριού, προκύπτει και η μεγάλη ανισότητα στην κατανομή του, κάτι για το οποίο, ως φαίνεται, οι απλοί Γερμανοί δεν είναι επαρκώς πληροφορημένοι. Υπάρχει πλούτος στη Γερμανία, μόνο που αυτός συνωστίζεται στα ανώτερα εισοδηματικά κλιμάκια και δεν γίνεται εύκολα ορατός από την πλειοψηφία. Για παράδειγμα, το εισοδηματικά ανώτερο 20% είναι πλουσιότερο κατά 149 φορές από το κατώτερο 20%. Τη δεύτερη θέση καταλαμβάνει η Γαλλία, με την απόσταση να μειώνεται στις 84 φορές.

Το δεύτερο γεγονός της εβδομάδας ήταν ο σάλος που ξεσηκώθηκε από την «ατίμωση» του πολυβραβευμένου και πολυδιαβασμένου βιβλίου «This Time is Different», των Reinhart & Rogoff από το Ηarvard, περί της ιστορίας των δημοσιονομικών κρίσεων, το οποίο με τα συμπεράσματά του για τον optimum λόγο εξωτερικού χρέους προς ανάπτυξη στο 90%, έδινε ουσιαστικά άλλοθι στις κυβερνήσεις για την δικαιολόγηση του μονόδρομου των πολιτικών λιτότητας. Κοντολογίς, οι Herndon, Ash and Pollin [4], (Uni of Massachusetts) (16/4), στην προσπάθειά τους να αναπαράγουν τα αποτελέσματα των R&R, αντιλήφθηκαν παράταιρη στάθμιση και επιλεκτική χρήση των δεδομένων, ώστε να ταιριάζουν με προειλημμένα συμπεράσματα, καθώς και λάθη στο υπολογιστικό τους πρόγραμμα. Είναι άλλωστε γνωστή η περιστρεφόμενη πόρτα ανάμεσα στο Harvard και τα υπόλοιπα πανεπιστήμια της Ivy League και τον Λευκό Οίκο. Ξανακάνοντας τους υπολογισμούς από την αρχή, οι ΗΑP κατέληξαν σε αντίθετο συμπέρασμα, ότι δηλαδή ένα δημόσιο χρέος που υπερβαίνει το 90% μπορεί να φέρει ανάπτυξη 2.2% και όχι ύφεση.

Οι δυο περιπτώσεις που εκθέσαμε θα λογίζονταν ως απόλυτα κοινές και τετριμμένες αν παρέμεναν εντός των ακαδημαϊκών πλαισίων, όπου και θα εντάσσονταν στις συνηθισμένες επιστημονικές διαμάχες. Όπως είδαμε όμως, δεν είναι έτσι. Το ξεσκέπασμά τους δεν έχει να κάνει με την αυτογνωσία των λαών, αλλά με την αποκάλυψη της νοθείας των υπεράνω πάσης υποψίας εργαλείων που χρησιμοποιεί η εξουσία για να χειραγωγεί.

[1] ECB, «The Eurosystem Household Finance and Consumption Survey», http://www.ecb.int/home/pdf/research/HFCS_Statistical_Tables_Wave1.pdf?93617b19d03b9491c9e7adde682e7688


[2] Wolfgang Münchau, «The riddle of Europe’s single currency with many values», http://www.ft.com/intl/cms/s/0/67f9afde-a2c5-11e2-bd45-00144feabdc0.html#axzz2QkNdJ81e


[3] Paul De Grauwe, Yuemei Ji, «Are Germans really poorer than Spaniards, Italians and Greeks?», http://www.voxeu.org/article/are-germans-really-poorer-spaniards-italians-and-greeks


[4] HAP, «Does High Public Debt Consistently Stifle Economic Growth? A Critique of Reinhart and Rogoff», http://www.peri.umass.edu/fileadmin/pdf/working_papers/working_papers_301-350/WP322.pdf

Πηγή: cynical