Ο Εβραίοι αποτελούν γένος του Αρμενοειδούς ή Προσωασιατικού φύλου. Τα αρχαιότερα ίχνη τους ανάγονται στην εποχή του 1800 πΧ (Αβραάμ κ.λπ.), αργότερα δε τους βρίσκουμε διασκορπισμένους μέσα στην αρχαία Αίγυπτο, από όπου εκδιώκονται (1580 πΧ), αλλά υπό την ηγεσία των διαδόχων του Μωυσή κατακτούν την Παλαιστίνη. Ακολουθούν περίοδοι πολέμων και αιχμαλωσιών με Ασσυρίους, Βαβυλωνίους και Πέρσες. Το 587 πΧ, ο βασιλιάς της Περσίας Κύρος επιτρέπει σε μια ομάδα της εβραϊκής αριστοκρατίας να επιστρέψει στην Παλαιστίνη επιδιώκοντας τον έλεγχο της περιοχής από μια νομιμόφρονα άρχουσα τάξη.
Στο παρελθόν, οι εβραίοι προφήτες είχαν καταφερθεί ματαίως εναντίον των πλαστών ειδώλων. Αλλά τώρα, ο καταπιεσμένος εθνικισμός της εξόριστης ελίτ έβρισκε τρόπους έκφρασης στις απαιτήσεις του Γιαχβέ για παγκόσμια κυριαρχία. Η πολιτική αδυναμία έβρισκε το θρησκευτικό της alter-ego στη θεϊκή μεγαλομανία.
Αν αντί για ένα πάνθεον αντιμαχόμενων θεοτήτων υπήρχε μόνο ένας πανίσχυρος θεός, τότε η ιστορία κινούνταν προς ένα και μοναδικό θεϊκό σκοπό, και αυτοί που επιλέχτηκαν από τον Θεό ως εκλεκτοί του, αν παρέμειναν πιστοί και υπάκουοι, ήταν προορισμένοι να επικρατήσουν στο τέλος της ιστορίας.
Αλλά αυτή ήταν η άποψη μόνο μιας περιθωριακής φατρίας, μια μικρής εξόριστης ομάδας της οποίας η φιλοδοξία για αποκατάσταση πήρε τη μορφή θρησκευτικής φαντασίωσης. Από μόνοι τους δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτε πέρα από το να προσεύχονται και να ελπίζουν. Ήταν ο περσικός ιμπεριαλισμός που τους έβγαλε από την ιστορική αφάνεια και τους έβαλε στο προσκήνιο της παγκόσμιας ιστορίας. Ήταν ο βασιλιάς Κύρος αυτός που έσπειρε το Νέο Ιουδαϊσμό στην Παλαιστίνη και τον επέτρεψε να ανθίσει.
Αποδείχτηκε ότι ήταν ένα πολύπλοκο υβρίδιο. Οι εβραίοι ήταν μια μικρή μειοψηφία, επισκιασμένη από μεγαλύτερους λαούς – τους πέρσες, τους έλληνες και τους ρωμαίους. Η Παλαιστίνη ήταν μια μικρή χώρα, κατά καιρούς μόνο ανεξάρτητη και τον περισσότερο καιρό υπόδουλη σε ξένες αυτοκρατορίες.
Η εβραϊκή αριστοκρατία ήταν διασπασμένη μεταξύ του αγώνα για ανεξαρτησία και της συνεργασίας με τον ιμπεριαλισμό. Τα ρίσκα του αγώνα ήταν μεγάλα. Μια ήττα μπορεί να σήμαινε απώλεια των πάντων. Αλλά το ίδιο μπορεί να σήμαινε και μια νίκη – αν η μαζική κινητοποίηση για αγώνα για ανεξαρτησία οδηγούσε και ένα επαναστατικό κίνημα από τα κάτω.
Η εβραϊκή αγροτιά ήταν επίσης διασπασμένη – μεταξύ του φόβου προς την εξουσία και ενός ανελέητου μίσους για τους εκμεταλλευτές.
Έτσι ο Ιουδαϊσμός διασπάστηκε σε ανταγωνιζόμενες φατρίες: άλλες αριστοκρατικές άλλες συνεργατικές, άλλες λαϊκές, άλλες ριζοσπαστικές και άλλες που καθαρά καλούσαν το λαό σε αντίσταση.
Ο Ιουδαϊσμός συνένωσε τις εβραϊκές μάζες σε ισχυρή επαναστατική δύναμη τουλάχιστον τέσσερις φορές. Όταν ένας έλληνας βασιλιάς της δυναστείας των Σελευκιδών προσπάθησε να αντικαταστήσει τη λατρεία του Γιαχβέ με τη λατρεία του Δία, προκάλεσε γενική αντίσταση. Η Επανάσταση των Μακκαβαίων (167-142 πΧ) έδωσε τέλος στη διαδικασία εξελληνισμού των ιουδαϊκών κοινοτήτων και εξασφάλισε την ανεξαρτησία του εβραϊκού κράτους.
Καθώς η ρωμαϊκή κυριαρχία γινόταν πιο καταπιεστική, οι εβραίοι εξεγέρθηκαν τρεις φορές: το 66-73, το 115-117 και το 132-136 μΧ. Κάθε φορά επρόκειτο για μακρόχρονο, σκληρό και αιματηρό αγώνα. Κάθε φορά, δεκάδες χιλιάδες σκοτώνονταν και εκατοντάδες χιλιάδες εξορίζονταν, Η τελευταία εξέγερση καταπνίγηκε στο αίμα με τέτοια σφοδρότητα που ο εβραϊκός πληθυσμός μειώθηκε σε ένα πολύ μικρό ποσοστό αυτού που ήταν. Από τότε, τα 10 εκατομμύρια εβραίων του αρχαίου κόσμου ήταν, σχεδόν εξ ολοκλήρου, ένας λαός της διασποράς που ζούσε σε γκέτο της ανατολικής Μεσογείου.
Ένας από τους εβραίους που συμμετείχε στα αντι-ιμπεριαλιστικά κινήματα ήταν ένας ιεροκήρυκας από τη Ναζαρέτ ονόματι Ιησούς. Ήταν ένας χαρισματικός ριζοσπάστης που δημιούργησε μια σημαντική ομάδα ακόλουθων του μεταξύ των φτωχών χωρικών και γι΄ αυτό συνελήφθη και εκτελέστηκε. Η ομάδα που είχε δημιουργήσει επέζησε ως μια ασήμαντη αίρεση. Η οποία, σύντομα, διασπάστηκε σε δυο διαφορικές τάσεις.
Η μια τάση παρέμεινε πιστή στο εβραϊκό εθνικο-απελευθερωτικό κίνημα. Διαλύθηκε κατά την εξέγερση του 66-73 μΧ. Η άλλη τάση, καθοδηγούμενη από τον Παύλο από την Ταρσό, έναν εξελληνισμένο εβραίο έμπορο και ρωμαίο πολίτη, αποχώρησε από το εθνικο-απελευθερωτικό κίνημα και υιοθέτησε μια συντηρητική ιδεολογία πνευματικής – και όχι υλικής – εξιλέωσης. Και αυτό, υποστήριζαν οι παύλειοι χριστιανοί, ήταν ένα μήνυμα όχι μόνο για τους εβραίους αλλά για ολόκληρη την ανθρωπότητα.
Η Καινή Διαθήκη – η οποία καταγράφει τη διδασκαλία του Ιησού και την ιστορία των πρώτων εκκλησιών – είναι ένα αναθεωρητικό έργο, γραμμένο από παύλειους χριστιανιούς της διασποράς μέσα στα συντρίμμια της εξέγερσης του 66-73 μΧ. Παρουσιάζει τον Ιησού να είναι και άνθρωπος και θεός, ως βασιλιά του οποίου η βασιλεία δεν είναι στη γη αλλά στους ουρανούς και με ένα μήνυμα γενικό και πνευματικό μάλλον παρά επαναστατικό.
Οι συγγραφείς των ευαγγελίων δημιούργησαν ένα απολιτικό και χωρίς εθνική ταυτότητα Ιησού που μπόρεσε να επιβιώσει της τρομοκρατίας που είχε εξαπολύσει η ρωμαϊκή αυτοκρατορία λόγω των εξεγέρσεων.
Αλλά παρέμειναν κάποια στοιχεία γνησιότητας. Με έναν τρόπο που οι τρομεροί θεοί του παγανιστικού πανθέου δεν μπορούσαν, ο πανίσχυρος και καλοπροαίρετος χριστιανικός θεός έδωσε «καρδιά σε έναν άκαρδο κόσμο» και είχε μεγάλη επιρροή σε όλους τους φτωχούς και καταπιεσμένους της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Ο παύλειος χριστιανισμός είχε εξαιρετικό δυναμικό σύνθεσης. Ήταν μια σύνθεση εβραϊκών προφητειών και δημοφιλών κηρυγμάτων με την ελληνική παράδοση της σωτήριας λατρείας. Ο Ιησούς, από εβραίος προφήτης μεταμορφώθηκε σε πανανθρώπινο θεό – σωτήρα.
Σε αυτά προστέθηκαν και δυο ιδιαιτέρως χριστιανικά στοιχεία τα οποία προέρχονταν από τις θρησκευτικές ρίζες του εβραϊκού επαναστατικού κινήματος: στη θέση της αυστηρά ταξικά δομημένης ρωμαϊκής κοινωνίας, το ιδανικό της εξισωτικής και δημοκρατικής κοινότητας. Και στη θέση εγωισμού, της απληστίας και της βίας που αναγνώριζε ο επίσημος παγανισμός, η φροντίδα, η συμπόνια και η σύμπραξη.
Η εκμετάλλευση και η καταπίεση από τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία σήμαινε μιζέρια για τις μάζες αλλά η κρατική βία απέτρεπε την αποτελεσματική αντίσταση. Αυτή η αντίφαση ήταν που επέτρεψε στην χριστιανική εκκλησία να μεγεθυνθεί. Αφού στρατολογούσε τα μέλη της από τους σκλάβους, τις γυναίκες και τους φτωχούς, η εκκλησία προκαλούσε πολλές υποψίες και κυνηγήθηκε πολλές φορές. Αλλά η τρομοκρατία δε δούλεψε. Οι γυναίκες και οι άνδρες που παραδίδονταν στις φλόγες, στα δόντια λιονταριών και σταυρώνονταν, προσέφεραν ένα κατάλογο μαρτύρων τόσο εντυπωσιακό όσο και ο κάθε κατάλογος μαρτύρων στην ιστορία.
Πολλοί στρατιωτικοί, κρατικοί αξιωματούχοι και πλούσιοι γαιοκτήμονες είχαν προσηλυτιστεί στο χριστιανισμό. Το 312 μΧ, ο αυτοκράτορας Μέγας Κωνσταντίνος αποφάσισε τη νομιμοποίηση της θρησκείας και την υιοθέτηση της ως επίσημης θρησκείας του κράτους. Πριν το τέλος του αιώνα, ο διάδοχός του Θεοδόσιος απαγόρευσε την ειδωλολατρία και παρέδωσε όλους τους ναούς στην εκκλησία.
Ο Ιουδαιοχριστιανικός μονοθεϊσμός είχε γίνει πλέον θρησκεία και ιδεολογία της κρατικής εξουσίας, της αυτοκρατορίας και του πολέμου. Ο ρωμαίος αυτοκράτορας έγινε με μιας υπερασπιστής του πολιτισμού από τους βάρβαρους, σταυροφόρος της εκκλησίας απέναντι στους άπιστους και φύλακας της ορθοδοξίας απέναντι στους αιρετικούς.
Ο Χριστιανισμός διασπάστηκε, όπως και ο Ιουδαϊσμός πιο πριν, λόγω των κοινωνικών αντιφάσεων που τον χαρακτήριζαν. Ο ανταγωνισμός μεταξύ των αντίπαλων παρατάξεων και κρατών και οι αντιθέσεις των ανταγωνιζόμενων τάξεων, κατέστρεψαν το ιδανικό της μιας ενιαίας και αδιαίρετης εκκλησίας.
Η διαίρεση της αυτοκρατορίας σε ανατολική και δυτική (μετά το 395 μΧ) εκφράστηκε αργότερα και με το σχίσμα των δυο εκκλησιών – της ανατολικής ορθόδοξης και της δυτικής καθολικής.
Και τα δυο μέρη, το καθένα για διαφορετικούς και συγκρουόμενους μεταξύ τους λόγους, επικαλούνταν τον ένα και μοναδικό θεό ως σύμμαχό τους. Στις πιο ακραίες μορφές του, ο ιδεολογικός αυτός αναβρασμός μπορούσε να γεννήσει νέους επιγόνους, όπως ακριβώς ο Ιουδαϊσμός γέννησε τον Χριστιανισμό. Ήταν προδιαγεγραμμένο μια τέτοια κατάσταση να παραγάγει μια άλλη παγκόσμια θρησκεία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου