Οι κοινωνικοί αναβρασμοί είναι γόνιμοι σε πνευματικά προϊόντα. Όλες οι μεγάλες θρησκείες προέκυψαν σαν αποτέλεσμα τέτοιων αναβρασμών. Ο Ιουδαϊσμός προέκυψε ως αποτέλεσμα των προσπαθειών μιας άρχουσας τάξης να ηγεμονεύσει την Παλαιστίνη κατά τον 6ο πΧ αιώνα. Ο Χριστιανισμός έλκει την καταγωγή του από την πικρία των καταπιεσμένων μαζών της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας του 1ου μΧ αιώνα.
Το Ισλάμ ήταν ο τρίτος κλώνος που προέκυψε από τον ίδιο βλαστό. Πρωτοεμφανίστηκε στο ιστορικό προσκήνιο κάπου στη δεκαετία του 620 μΧ ως αποτέλεσμα συγκρούσεων τοπικής σημασίας μεταξύ φυλών σε δυο απομακρυσμένες πόλεις της ερήμου, στην περιοχή Χιτζάζ της κεντροδυτικής Αραβίας. Αλλά η βίαιη εξάπλωση του κατά τη δεκαετία του 630 μΧ έμελλε να αλλάξει για πάντα τον κόσμο.
Οι Ούννοι ήταν νομάδες της στέπας χωρίς πόλεις, εμπόριο και αστικό πολιτισμό. Αποκομμένοι από τον τρόπο ζωής της στέπας, βρέθηκαν μπροστά σε αδιέξοδο. Με την ίδια ταχύτητα που ρήμαξαν τον κόσμο μιας ετοιμοθάνατης αρχαιότητας εξαπολύοντας έναν πόλεμο-αστραπή, εξαφανίστηκαν χωρίς να αφήσουν κανένα ίχνος.
Αλλά οι Άραβες ήταν διαφορετικοί. Οι νομάδες της ερήμου ήταν βοσκοί αιγοπροβάτων και εκτροφείς αλόγων και καμήλων και κατά αυτά, είχαν ομοιότητες με τους Ούννους. Αλλά η καμήλα, εξημερωμένη από το 1000 πΧ, μπορούσε να διασχίσει μεγάλες αποστάσεις μέσα στην έρημο κουβαλώντας βαριά φορτία. Και πολλοί από τους εκτροφείς καμήλων έγιναν έμποροι.
Το εμπόριο ανάμεσα στη Μεσοποταμία και τον Κόλπο, τη νότια Αραβία και την Ερυθρά Θάλασσα ,βασιζόμενο στα μεγάλα καραβάνια με καμήλες, δημιούργησε πλούτο σε πόλεις σαν τη Μέκκα, τη Μεδίνα και άλλες.
Οι πόλεις, κτισμένες μέσα στις οάσεις των δρόμων της ερήμου, ήταν και κοινότητες τεχνητών και καλλιεργητών. Εν ολίγοις, και σε αντίθεση με τη στέπα, ήταν σύνθετες δομήσεις με κοινωνική διαστρωμάτωση και αστικό πολιτισμό. Και μεταξύ των φυλετικών συνηθειών, των προφορικών παραδόσεων και του πολυθεϊσμού των νομάδων της ερήμου, υπήρχε και η γραπτή αραβική και ιουδαιοχριστιανική θρησκεία των εμπόρων και των αστών.
Συχνά, επίσης, υπήρχαν και συγκρούσεις. Οι μεγάλες αποστάσεις ξέκοψαν τους δεσμούς συγγένειας και φυλετικής αφοσίωσης. Οι επιδρομές απέδιδαν λάφυρα στις φυλές της ερήμου αλλά στοίχιζαν στους εμπόρους. Οι φυλετικοί δεσμοί αίματος και η βεντέτα προσέφεραν ασπίδα προστασίας στις τοπικές φυλές αλλά όχι και στους εμπόρους των μακρινών πόλεων.
Σε μέρη όπως η Μέκκα και η Μεδίνα όπου νομάδες και αγρότες αντάλλασαν τα εμπορεύματα τους, φύλαρχοι ανταγωνίζονταν τους εμπόρους και συγκρούονταν οι παραδόσεις ερήμου και πόλης, άνδρες και γυναίκες συζητούσαν για το πώς λειτουργεί ο κόσμος – ή, μάλλον, για το έπρεπε να λειτουργεί. Και όταν το έκαναν, έβλεπαν τα πράγματα εντός θρησκευτικού πλαισίου. Στον πρώιμο μεσαιωνικό κόσμο, το να ασχολείται κάποιος με τέτοια πράγματα σήμαινε ότι αντιπροσώπευε τις προθέσεις του Θεού.
Το Ισλάμ πήρε πολλά από την ιουδαιοχριστιανική μυθολογία και παράδοση. Ο Αβραάμ και ο Μωυσής είναι προφήτες και των εβραίων και των χριστιανών και των μουσουλμάνων. Κοινή, επίσης, και στις τρεις θρησκείες είναι η έννοια της παγκόσμιας σωτηρίας. Το Ισλάμ έκοψε σα ξυράφι τους φυλετικούς κώδικες και τις ταξικές διαφορές.
Στη θέση των ανταγωνιζόμενων θεών των αντίπαλων φυλών υπήρχε τώρα μια υπέρτατη θεότητα. Εκεί όπου κυριαρχούσαν η πατριά και ο δεσμός αίματος, εμφανίστηκε ένας γενικός κώδικας-νόμος επικοινωνίας. Στη θέση της αδιαφορίας για την κακομεταχείριση των καταπιεσμένων – γυναικών, σκλάβων, φτωχών και περιθωριοποιημένων – η συμπόνια, η ελεημοσύνη και η προστασία έγιναν ηθικές υποχρεώσεις.
Οι μουσουλμάνοι σχημάτισαν μια κοινότητα (umma) που βασιζόταν στην επίσημη ισότητα, στα παγκόσμια δικαιώματα και σε έναν από κώδικα νόμων. Το Ισλάμ ήταν μια προσπάθεια να δημιουργηθεί τάξη μέσα στην αναρχία.
Όπως αναμενόταν, ο Μωάμεθ αντιμετώπισε μια βίαιη αντίδραση. Η πορεία του προς τη Μέκκα ξεκίνησε περίπου το 620 μΧ ενώ το 622 μΧ εξαναγκάστηκε να καταφύγει πρόσφυγας στη Μεδίνα.
Εκεί έφτιαξε ένα μικρό μαζικό κίνημα. Στο αναπτυσσόμενο πολιτικο-θρησκευτικό επιτελείο του που αποτελούνταν από ενθουσιώδεις νεαρούς άντρες και γυναίκες, προσέθεσε εμπόρους που αναζητούσαν εμπορικά πλεονεκτήματα, φύλαρχους τσακισμένους από τις λεηλασίες και αστούς και αγρότες που επιθυμούσαν τάξη και ειρήνη.
Επέστρεψε στη Μέκκα το 629 μΧ ηγούμενος ενός μεγάλου στρατού, εισέβαλε στην πόλη και την κατέλαβε αναίμακτα και πήρε τον έλεγχο της κεντρικοδυτικής Αραβίας.
Όταν πέθανε το 632 μΧ, το κίνημά του θα μπορούσε να έχει διαλυθεί λόγω των παραδοσιακών αντιθέσεων των φυλών της ερήμου. Αλλά δε διαλύθηκε γιατί τα δυο «χαλιφάτα» (διάδοχοι) - Abu Bakr και Umar – επέλεξαν να εκτονώσουν τη συσσωρευμένη βίαιη ενέργεια σε εξωτερικούς στόχους: στις αυτοκρατορίες των Περσών και των Βυζαντινών.
Και όταν οι αραβο-ισλαμικοί στρατοί τις χτύπησαν, οι παλιές αυτοκρατορίες κατέρρευσαν σαν χάρτινοι πύργοι. Οι μεγάλες πόλεις της αρχαιότητας έπεσαν η μια μετά την άλλη – η Δαμασκός το 636, η Κτησιφών (Ιράκ) το 637, η Βαβυλώνα εν Αιγύπτω – Κάιρο το 639 και η Αλεξάνδρεια το 642. Μέσα σε δέκα χρόνια από το θάνατο του Μωάμεθ, οι διάδοχοί του έκτισαν μια μεγάλη μεσανατολική αυτοκρατορία. Όπως οι Ούννοι κι οι Γότθοι είχαν διαλύσει τις παλιές αυτοκρατορίες της Ευρώπης, έτσι κι Άραβες διέλυσαν τις αυτοκρατορίες της ανατολής.
Η βυζαντινή και η περσική αυτοκρατορία είχαν εμπλακεί σε μεταξύ τους μαζικούς και αναποτελεσματικούς πολέμους για αιώνες. Ο πιο πρόσφατος, μεταξύ 613-628, είχε αφήσει και τις δυο αυτοκρατορίες εξαντλημένες, με διαλυμένα οικονομικά, αποδεκατισμένους στρατούς και πληθυσμούς απογοητευμένους και εξουθενωμένους από τη φορολογία, την επιστράτευση και τη βίαιη στρατολόγηση.
Οι αυτοκρατορίες είχαν οχυρώσεις, εξοπλισμένο στρατό και οπλισμό υψηλής τεχνολογίας. Οι Άραβες είχαν την έρημο και τις καμήλες. Η αραβική έρημος είναι μια λωρίδα γης από ξηρή άμμο και αμμοχάλικα που απλώνεται από τη Συρία στη δύση ως το Ιράκ στην ανατολή. Στη εδαφική διαμόρφωση αυτή οι καμήλες είναι ασυναγώνιστες και ο στρατός που τις διέθετε μπορούσε να κινηθεί μέσα στην έρημο όπως τα πλοία στη θάλασσα.
Οι Άραβες επιτίθεντο ξαφνικά και απρόβλεπτα σε οποιοδήποτε σημείο της ερήμου. Με ελαφρύ εξοπλισμό και μεγάλη ευκινησία κατάφερναν να επιφέρουν καίρια πλήγματα στους δυσκίνητους αυτοκρατορικούς στρατούς μέσα στη σκόνη συνεχών ελιγμών.
Οι αραβικές κατακτήσεις συνεχίστηκαν. Οι αραβικοί στρατοί κατέλαβαν τις ακτές της βόρειας Αφρικής (Λιβύη, Αλγερία και Μαρόκο) και τελικά εισέβαλαν στην Ισπανία ή οποία κατελήφθη ολοκληρωτικά το 711 μΧ.
Εν τω μεταξύ, άλλες αραβικές στρατιές προχωρούσαν προς τα ανατολικά. Η Καμπούλ στο Αφγανιστάν έπεσε στα χέρια τους το 664 μΧ.
Ήταν μια από τις πιο εκτεταμένες, ξαφνικές και μεταρρυθμιστικές εκστρατείες στην ιστορία των στρατιωτικών κατακτήσεων. Αλλάζοντας όμως τον κόσμο, άλλαζαν και οι ίδιοι οι κατακτητές – διεργασίες που είναι και αντιφατικές και ανταγωνιστικές.
Οι λαοί της ερήμου (ποιμενικοί νομάδες, έμποροι και πλιατσικολόγοι) επεκτάθηκαν κατά μήκος της Μέσης Ανατολής και της βόρειας Αφρικής. Εκεί, έχοντας κληρονομήσει τα πλούτη του αρχαίου κόσμου, άρχισε η παλιά, γνωστή και με παγκόσμια ισχύ ιστορία: εχθρότητα και ανταγωνισμός για το διαμοιρασμό του πλούτου, δολοφονίες, εμφύλιοι πόλεμοι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου