Όταν διαβάζεις δηλώσεις σαν του Ριβάλντο, στην αρχή εκπλήσσεσαι θετικά. Αφού περάσει η πρώτη εντύπωση μπαίνεις σε δεύτερες σκέψεις: «για να μιλάει ενάντια στο μουντιάλ αυτός που τόσο ωφελήθηκε η ζωή του από το ποδόσφαιρο, κάποιο λάκκο θα ΄χει η φάβα». Από την άλλη, σε ενοχλεί η σιωπή αν δεν μιλήσει κανείς (που είναι και το πιο «λογικό») απ’ όλους αυτούς τους πλούσιους και διάσημους «αστέρες». Ο λαός να διαδηλώνει και να χτυπιέται σκληρά από στρατό και αστυνομία στους δρόμους και αυτοί να μην ξεμυτίζουν απ’ τον κόσμο τους... Έτσι ή αλλιώς, δηλώσεις σαν του Ριβάλντο μόνο σαν θετικές μπορούν να κριθούν, ανεξάρτητα από τα όποια κίνητρα οδηγούν τον διάσημο ποδοσφαιριστή να τις κάνει.
Για τον Πελέ τι να πούμε; Καμιά έκπληξη δεν μας προκαλούν τα όσα είπε. Μπορεί να ήταν ένας τεράστιος ποδοσφαιριστής στα νιάτα του, όμως το κοινωνικό «εκτόπισμά» του γρήγορα αποδείχτηκε εκ διαμέτρου αντίθετο με το ποδοσφαιρικό του ανάστημα. Η πορεία του έξω από τους αγωνιστικούς χώρους ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με αυτούς που σήμερα δίνουν τις εντολές στο στρατό και την αστυνομία να χτυπήσουν τους διαδηλωτές. Γρανάζι της κρατικής μηχανής, αξιωματούχος και πρεσβευτής της χώρας του στον υπόλοιπο κόσμο. Τι πιο φυσικό σήμερα να σταθεί απέναντι στο λαό, στηρίζοντας το σύστημα που τον ανέδειξε.
Η ποδοσφαιρική καριέρα και η μετέπειτα πορεία του φρόντισε να «δικαιώσει» τη θέση (και δική μας) πως οι παιχταράδες που μιλάνε στην καρδιά του θεατή (του φίλαθλου, του οπαδού, όπως θέλετε πέστε τον), είναι τα «κακά» παιδιά, οι «αλητάμπουρες», αυτοί που όχι μόνο δεν ξέχασαν από πού ξεκίνησαν, μα με τη συμπεριφορά και τις πράξεις τους απέδειχναν πως το χρήμα και η δόξα δεν θα κατάφερνε ποτέ να τους βάλει μυαλό (ή να τους το αλλάξει) φτύνοντας έτσι την ταπεινή καταγωγή τους. Προτιμούσαν να βγάζουν τη γλώσσα και (όποτε χρειάστηκε) να φτύνουν το ίδιο το σύστημα που τους θεοποίησε. Ακόμα και όταν ο χαρακτήρας τους τους παράσερνε σε μονοπάτια γεμάτα λάσπη από «σκόνες» και αλκοόλ, ακόμα και τότε που απογοήτευσαν τους θαυμαστές τους, δεν έβλαψαν κανέναν άλλον πέρα από τον εαυτό τους.
Στο ερώτημα ποιος είναι ο καλύτερος (Πελέ ή Μαραντόνα;), δεν δίνουμε απάντηση. Είναι σα να ρωτάς ένα παιδί ποιος είναι ο καλύτερος, ο μπαμπάς ή η μαμά σου. Μπορούμε όμως χωρίς δεύτερη σκέψη να πούμε ποιος είναι ο παιχταράς που αγαπάμε. Ο Ντιεγκίτο (που ποτέ δεν ήθελε, ή δεν μπόρεσε, να γίνει Ντιέγκο και γι’ αυτό μας αρέσει), ακόμα και αν κάποιες φορές η προσωπική του συμπεριφορά μας απογοήτευσε, ακόμα και αν κάποτε η ποδοσφαιρική του αξία μας πόνεσε, δεν έπαψε ακόμα και σήμερα να μιλάει στην καρδιά μας. Γι’ αυτό τον αγαπάμε και γι’ αυτό, μαζί μ’ εκείνον τον γενειοφόρο μάγο απ’ το νησί θα έχουν για πάντα μια θέση στην καρδιά μας.
Πηγή: Οικοδόμος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου