-----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
H φαινομενικά παράδοξη ανάδυση χιλίων και τόσων μαρξισμών δεν είναι και τόσο παράδοξη.
Οφείλεται στη δυναμική του παγκόσμιου καπιταλισμού και στην ανάδυση νέων αντιφάσεων από τη μια μεριά και στην απαράμιλλη δύναμη της σκέψης του Μαρξ από την άλλη.
Ας ξεκινήσουμε από το δεύτερο σημείο.
Η μοίρα της σκέψης αυτής, που για να υιοθετήσουμε την έκφραση του Ανρί Λεφέµπρ έγινε ένας ολόκληρος κόσμος, δεν είναι συγκρίσιμη με τη μοίρα καμιάς άλλης σκέψης και φιλοσοφίας. Κατά τη διάρκεια ενός αιώνα, υπέστη τροποποιήσεις ανάλογες της έκτασης του ανθρώπινου είδους και πριν από την τελευταία της κρίση, στη λενινιστική της εκδοχή, επηρέαζε το ένα τρίτο της ανθρωπότητας.
Αν οι ελπίδες χειραφέτησης που απελευθέρωσε ήταν τόσο μεγάλες και τόσο επηρμένες όσο και η απογοήτευση από τη μεγάλη ήττα της μπολσεβίκικης επανάστασης και αν δεν συγχέουμε τον Μαρξ με τον Λένιν, τον Λένιν με τον Στάλιν και τον Στάλιν με τον Μάο, η σκέψη αυτή παραμένει ανοιχτή σε πολλές αναγνώσεις.
Ανάμεσα σ’ αυτές, η ιδέα ότι είναι δυνατό το τέλος της κυριαρχίας και της εκμετάλλευσης που χαρακτηρίζουν το καπιταλιστικό σύστημα παραγωγής και ταλαιπωρούν την ανθρωπότητα ή η ιδέα ότι η καπιταλιστική κοινωνική οντότητα, σε όλες της τις μορφές (οικονομική, κοινωνική, πολιτική και πολιτισμική) μπορεί να υποστεί μια ριζοσπαστική κριτική η οποία και θα παύσει μόνο με το τελείωμα της οντότητας αυτής.
Αυτή η σκέψη, που είναι συνάμα και ένα σύνολο πρακτικών που προκύπτουν από τον ίδιο τον Μαρξ, αναπτύχθηκε μέσα σε ένα πλαίσιο εντονότατων εσωτερικών αντιθέσεων και γέννησε μια σειρά αντικρουόμενων ορθοδοξιών (Κάουτσκι/Λένιν, μαρξιστικές αιρέσεις, Τίτο/Μάο, κ.λπ.).
Η ανάπτυξη της σκέψης αυτής, ήταν πάντα ασυνεχής, όπως και η σχέση με τον Μαρξ, του οποίου το ημιτελές έργο ήταν αποσπασματικά μόνο γνωστό. Κάθε γενιά έπρεπε να ανακαλύψει το δικό της Μαρξ και έπρεπε να σχεδιάσει βασιζόμενη σε ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο σώμα ιδεών.
Αρκεί να σκεφτούμε ότι ο δεύτερος και τρίτος τόμος του «Κεφαλαίου» διαβάστηκαν μόνο στο τέλος του 19ου αιώνα, ότι τα «Οικονομικά και φιλοσοφικά χειρόγραφα 1844» και η «Γερμανική Ιδεολογία» έγιναν γνωστά στη δεκαετία του 1930 και ότι τα κείμενα των ετών 1858-63, συμπεριλαμβανομένων των «Βάσεων της Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας» (Grundrisse) ήταν διαθέσιμα μόνο από το 1945 και μετά.
Το καθεστώς ασυνεχούς ανάπτυξης και παράλληλης κρίσης είναι λοιπόν ο de facto κανόνας ύπαρξης μιας σκέψης που είχε αλλάξει την κοινωνικο-ιστορική πορεία του κόσμου.
Δεν μπορεί να υπάρξει κάτι που να μας εμποδίσει να κάνουμε την υπόθεση ότι οι βαθιές, εσωτερικές κρίσεις που πλήττουν τον Μαρξισμό, πηγάζουν από τον τρόπο ύπαρξης και νεκρανάστασης του ίδιου του Μαρξισμού.
Αλλά το να συμπεράνουμε ότι ο Μαρξισμός απέτυχε να μετασχηματιστεί, υπάρχει μόνο σε μια σειρά παραλλαγών του και έχει ουσιαστικά τελειώσει είναι πολύ βιαστικό.
Η ασυνεχής ύπαρξη του Μαρξισμού οφείλεται σε δική του ιδιαιτερότητα και πριν το 1914 αλλά και μετά το 1917: στην αναζήτηση ενός πραγματικού κινήματος στο οποίο θα προσδεθεί.
Το κίνημα αυτό, δημιουργημένο από τις καπιταλιστικές αντιφάσεις, μπορεί να παραμείνει ζωντανό μόνο εμπλεκόμενο σε ένα επαναστατικό μετασχηματισμό της κατεστημένης τάξης και ενσωματωμένο στις μορφές πολιτικής αντίστασης που προβάλλουν οι κοινωνικές δυνάμεις που υφίστανται την καπιταλιστική καταπίεση.
Αν η πλανητική του επέκταση έως το 1991 – τη χρονιά της διάλυσης της ΕΣΣΔ – του έδινε έναν χαρακτήρα κοσμικής θρησκείας, με τις ορθοδοξίες της και τις αιρέσεις της, με το αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ ουτοπικής υπόσχεσης και πρακτικής εφαρμογής, δεν έπαυσε να είναι με έναν ιδιαίτερο τρόπο, περισσότερο διεθνής από τις περισσότερες παγκόσμιες θρησκείες.
Είχε γεννηθεί μέσα στα πλαίσια, τις αντιφάσεις και τις αναποτελεσματικότητες της φιλελεύθερης τάξης – της άλλης κοσμικής θρησκείας. Και μπορεί, η νίκη που κατήγαγε το 1991 η φιλελεύθερη κουλτούρα στη νεοφιλελεύθερη της εκδοχή, να ήταν πύρρειος. Το σίγουρο είναι ότι την χρονιά αυτή κλείνει ένας ιστορικός κύκλος που ξεκίνησε το 1848 με την ανάδυση του κοινωνικού και του εθνικού ζητήματος.
Ο Μαρξισμός της 3ης Διεθνούς δεν αλλοιώθηκε μόνο από το δημοκρατικό του έλλειμμα, που ακύρωσε την προοπτική μιας επαναστατικής απάντησης στο κοινωνικό ζήτημα και την εκτόπιση των κρίσεων του φιλελευθερισμού. Αλλοιώθηκε κι από την αδυναμία του να διαχειριστεί το εθνικό ζήτημα στον 20ο αιώνα και στα πλαίσια της παγκόσμιας οικονομίας.
Πάντως, γίνεται ολοένα και πιο ξεκάθαρο ότι η νίκη του παγκοσμιοποιημένου και εξορθολογισμένου καπιταλισμού, θεωρητικά επικυρωμένη και προετοιμασμένη από την ηγεμονία του φιλελευθερισμού, οδήγησε σε μια νέα και πρωτοφανή κρίση της νέας τάξης πραγμάτων.
Η παγκοσμιοποιημένη οικονομία βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα καινούργιο κοινωνικό ερώτημα, το οποίο προαναγγέλλει μαζική φτώχεια και προλεταριοποίηση στα καπιταλιστικά κέντρα και μείωση (σίγουρα διαφοροποιημένη) του επιπέδου ζωής πολλών ανθρώπων. Και όλα αυτά μαζί με μια ανεπανάληπτη μεταφορά πλούτου προς την άρχουσα τάξη, η οποία είναι όσο ποτέ άλλοτε συγκεντρωμένη αν και ταλαιπωρείται από τους ανηλεείς πολέμους στους οποίους εμπλέκονται διάφορα τμήματά της.
Η ίδια παγκοσμιοποιημένη οικονομία, ταυτόχρονα, βρίσκεται αντιμέτωπη και με διάφορα εθνικά ζητήματα που συχνά εμφανίζονται με τη μορφή εθνοτικών και ρατσιστικών προβλημάτων και έχουν τη ρίζα τους στη διαχείριση της διεθνούς εργατικής δύναμης και στις αντιφατικές διαφοροποιήσεις της ίδιας της αγοράς.
Το αμφιλεγόμενο ρεύμα των χιλίων τόσων Μαρξισμών είναι λοιπόν ο προάγγελος μιας άνευ προηγουμένου κρίσης της νέας φιλελεύθερης τάξης και των τρόπων σκέψης της. Τίποτε δεν είναι εγγυημένο – ούτε η ικανότητα αυτών των νεομαρξιστών να σκεφτούν και να μετασχηματίσουν τη νέα αυτή περίοδο, ούτε η ικανότητα του φιλελευθερισμού να ταυτοποιήσει την κρίση και να ελέγξει τις επιπτώσεις της με ένα τρόπο συμβατό στις συστημικές ανάγκες του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.
Οι χίλιοι τόσοι Μαρξισμοί έχουν πάρει μια επίσης άνευ προηγουμένου μορφή, η οποία πρέπει να εξεταστεί, αφού το τέλος της πιεστικής (και πάντα πρόσκαιρης) μαρξιστικής ενότητας άφησε χώρο για πλουραλιστικές ασάφειες.
Ποια είναι τα ελάχιστα συμβατικά κριτήρια με τα οποία θα κρίνεται μια ερμηνεία του κόσμου ως γνήσια μαρξιστική; Πως είναι δυνατό, η γνησιότητα αυτή να μην είναι εξαρχής «αδύναμη» λόγω του κινδύνου να μετατραπεί σε μια νέα ορθοδοξία ή αίρεση;
Όπως και να ‘χει, ένα είναι σίγουρο: η περίοδος που άρχισε το 1991 δεν είναι αυτή του τέλους του Μαρξισμού αλλά το τέλος του Μαρξισμού-Λενινισμού ως κυρίαρχης ιδεολογίας και, υπό μια άλλη σκοπιά, το τέλος των μεγάλων μαρξιστικών αιρέσεων στο βαθμό που αυτές ήταν στοιχειωμένες με την ελπίδα εύρεσης του ενός και αληθινού Μαρξισμού.
Αντιμέτωπη με την κρίση της νέας φιλελεύθερης τάξης, τη στιγμή του θριάμβου της τόσο επί του σοβιετικού κομμουνισμού όσο και επί των αντι-συστημικών κινημάτων, η μαρξική σκέψη διατηρεί ένα εξαιρετικό κριτικό δυναμικό από το οποίο και προκύπτουν οι χίλιοι τόσοι Μαρξισμοί.
Για όσο καιρό κυριαρχεί ο καπιταλισμός, απαιτείται ενδελεχής κριτική του. Ο Μαρξισμός πρέπει να είναι έτοιμος να μετασχηματιστεί, να αναδομηθεί και να επαναδουλευτεί χωρίς κανενός είδους νοσταλγία για τις παλιές βεβαιότητες (τον τελικό θάνατο του καπιταλισμού, τις μονοδιάστατες μορφές ταξικού αγώνα, τα συγκριτικά πλεονεκτήματα σχεδιασμού – αγοράς, το είδος της δημοκρατίας που απαιτείται στη μεταβατική περίοδο, το νόημα αυτής της δημοκρατίας, το χώρο και το περιεχόμενο μιας εργασίας απελευθερωμένης από την εκμετάλλευση).
Διαφοροποιημένοι από την πολιτική πρακτική των παλιών Κομμουνιστικών Κομμάτων και σε αναζήτηση ενός νέου προβληματισμού πάνω στη σχέση θεωρίας και πράξης, οι χίλιοι τόσοι Μαρξισμοί συνιστούν την εύθραυστη μορφή της διασπασμένης, ασυνεχούς συνέχειας της μαρξιστικής παράδοσης.
Όπως το έθεσε ο Χομπσμπάουμ [3], σε κάποια φάση της ανάπτυξής τους οι Μαρξισμοί αυτοί είναι ευπαθείς στην αναγέννηση ενός Μαρξιστικού φονταμενταλισμού. Ενός φονταμενταλισμού που θα εστιάζει νευρωτικά την προσοχή του στην συζήτηση (ξανά και ξανά) συγκεκριμένων θέσεων που έχουν ταυτιστεί με τον σκληρό πυρήνα της θεωρίας (στη γενετική σημασία της ταξικής πάλης και όχι στις αναλύσεις της παρούσας μορφής της, στην επίκληση της εκμετάλλευσης των εργατών χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι συζητήσεις και οι διαφωνίες πάνω στην κεντρικότητα της εργασίας που είναι σε διαδικασία αποκέντρωσης, ανεπιφύλακτη καταδίκη οποιασδήποτε άποψης φαίνεται ρεφορμιστική ή ρεβιζιονιστική, απέχθεια απέναντι στην όποια διορθωτική προσπάθεια, αφηρημένος μαξιμαλισμός, κ.λπ).
Θα είναι δύσκολο να κατανοήσουμε την ενότητα ενός καπιταλισμού που αναπαράγεται μαζί με τους μηχανισμούς εκμετάλλευσης και μετασχηματίζεται στα συστατικά του μέρη και πρακτικές. Θα επίσης δύσκολο να ανακατασκευάσουμε το δεσμό μεταξύ μιας ανάλυσης του καπιταλισμού και μιας πολιτικής με βαθιές αλλά πάντα ειδικές αλλαγές. Να αναδιαμορφώσουμε τις ελπίδες για μια καλύτερη κοινωνία χωρίς την αυταπάτη μιας τελικής τέλειας κοινωνίας.
Θα είναι ακόμη πιο δύσκολο το να φτιάξουμε μοντέλα που θα εμπεριέχουν μια αυτοκριτική της ιστορικής εμπειρίας των προηγούμενων μαρξισμών και μια κριτική των μορφών του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού.
Η κρίση του φιλελευθερισμού είναι το αντικειμενικό θεμέλιο των χιλιών τόσων Μαρξισμών. Η ίδια η κρίση δεν παρέχει εχχέγυα επιτυχίας για ταυτόχρονη αντικατάσταση των παλιών Μαρξισμών (και των απαρχαιωμένων στοιχείων του Μαρξ) και του φιλελευθερισμού. Το καθήκον αυτό είναι μπροστά μας και θα είναι μια ιστορία την οποία ο νεομαρξισμός θα κάνει με τον ίδιο τρόπο που οι άνθρωποι φτιάχνουν τη δική τους ιστορία: σε καθορισμένες συνθήκες και με απρόβλεπτους τρόπους.
Αναφορές
[3] Hobsbawm, Eric. ‘The Historians Group' of the Communist Party" from Rebels and Their Causes: Essays in Honor of A. L. Morton, London: Lawrence and Wishart, 1978.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου