Με τον τρόπο αυτό συνεχίζεται η προσπάθεια που είχε διακοπεί με την αυτοκτονία του Νίκου Πουλαντζά (1936-80), ο οποίος είχε προσπαθήσει, με πιο αφηρημένο τρόπο, να καθορίσει τις γενικές γραμμές μιας στρουκτουραλιστικής θεωρίας της πολιτικής πράξης («Οι κοινωνικές τάξεις στον σύγχρονο καπιταλισμό», 1968) και τις λειτουργίες του κράτους («Το κράτος, η εξουσία, ο σοσιαλισμός», 1978).
Κινούμενος προς την ίδια κατεύθυνση αλλά με πιο έντονη πολεμική διάθεση προς τον Αλτουσερισμό, τον οποίο κατηγορούσε για άγνοια της πραγματικής δυναμικής και των ιδιαιτεροτήτων των παραγωγικών δυνάμεων, ο Υβ Σβάρτς προσπάθησε να δείξει ότι διατηρώντας την απόσταση μεταξύ επικαθορισμένης εργασίας (τα πρότυπα της καπιταλιστικής παραγωγικότητας και η σταθερή της προσαρμογή στην τεχνολογική και κοινωνική επανάσταση της εργασιακής διαδικασίας) και πραγματικής εργασίας, η ανθρώπινη εργατική δύναμη (ή, μάλλον, η παραγωγική δράση) κατανοείται από τους εργάτες σε πρώτο πρόσωπο, επικεντρώνοντας και ανασχηματίζοντας τις αδιερεύνητες καταστάσεις της ύπαρξης, της ιστορίας και της γλώσσας («Expιrience et connaissance du travail¨, 1988).
Η προσέγγιση αυτή οδήγησε σε μια συζήτηση με άλλους θεωρητικούς, όπως ο Jean-Marie Vincent (1934-2004), ο οποίος είχε ήδη κάνει την εμφάνισή του με τα «Fιtichisme et société» (1973) και «La Théorie critique de l’Εcole de Francfort» (1976). Στο «Abstract Labour: A Critique» (1987), ο Vincent προτείνει μια σύγκριση της μαρξικής κριτικής της πολιτικής οικονομίας και της χαϊντεγκεριανής αποδόμησης της οντολογίας της τεχνικής, οραματιζόμενος μια άποψη της δράσης πέρα από τον παραγωγισμό, επικεντρωμένης στην κατανόηση της δημοκρατίας ως μετασχηματισμό της δράσης και ως τέχνη του ζην. Τέλος μια προσπάθεια αποτίμησης των επιτευγμάτων και των προβλημάτων του ιστορικού υλισμού έγινε από τον Tony Andrιani (1935). Στο βιβλίο του «De la société à l’ historie” (1989) θέτει τα ζητήματα των τρόπων παραγωγής και ανθρωπολογίας. Στο τελευταίο πεδίο, σημαντική ήταν η συνεισφορά του Maurice Godelier (1934) «Perspectives in Marxist Anthropology» (1974) και «The Mental and the Material» (1984).
Όλη αυτή η έρευνα προτείνει μια επανανάγνωση του Μαρξ και θα ήταν καλό να καθορίσουμε το ελάχιστο δογματικό όριο με βάση το οποίο αυτοχαρακτηρίζονται ως «μαρξιστικές». Σε κάθε περίπτωση, ακόμη κι αν η Πύρρειος νίκη της «σοσιαλιστικής» νέας Αριστεράς για κάποια χρόνια εξασφάλισε μια περιορισμένη αναγνωσιμότητα, δημιουργώντας κοινωνικούς θεωρητικούς παραδομένους την αιωνιότητα του καπιταλισμού, ακόμα κι αν έκανε για σύντομο χρονικό διάστημα τους ανθρώπους να πιστέψουν στις αρχές μιας «πολιτικής της άποψης», αποκομμένης από κάθε ουσιαστική κριτική των νεοκαπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων, οι ερευνητές αυτοί έκαναν κάτι περισσότερο από το απλώς να αντισταθούν. Διερεύνησαν τα όρια και τις αδυναμίες του σύγχρονου κόσμου και με τον τρόπο τους ανανέωσαν το αντικαπιταλιστικό πάθος για το οποίο μιλούσε ο παλιός Λούκατς – και αυτό με πλήρη επίγνωση του ανεπιστρεπτί ξεπερασμένου, τελειωμένου και μη βιώσιμου χαρακτήρα των οργανωτικών μορφών και στρατηγικών του ιστορικού κομμουνισμού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου