Η Ιταλία είναι μια ξεχωριστή περίπτωση. Η χώρα του μεγαλύτερου και πιο φιλελευθέρου κομμουνιστικού κόμματος στην Ευρώπη, με πλούσια και ιδιαίτερη μαρξιστική παράδοση (του
τολιατικού γκραμσισμού βίωσε μια ταχύτατη διάλυση της παράδοσης αυτής.
Η διακηρυγμένη στρατηγική της κατάκτησης της ηγεμονίας είχε μετασχηματιστεί σε μια απλή δημοκρατική πολιτική εκλογικών συμμαχιών. Ο ιστορικισμός, που ήταν περισσότερο τολιατικός παρά γκραμσικός, εισήλθε σε μια περίοδο μη αντιστρεπτής κρίσης.
Έως εκείνη τη στιγμή είχε πετύχει το συνδυασμό μιας αφηρημένης, γενικής προοπτικής ενός μετασχηματισμού του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και μιας πολιτικής μεταρρυθμίσεων που υποτίθεται πετύχαινε τους στόχους της, στο βαθμό που αυτό επιβεβαιωνόταν από το πραγματικό κίνημα – δηλαδή, τη δύναμη και τη μαζικότητα του κόμματος.
Αν κι αυτός ο ιστορικισμός απελευθέρωνε τον Ιταλικό Μαρξισμό από την εμπειρία του σταλινικού διαλεκτικού υλισμού, κι αν του επέτρεπε την αποφυγή τυφλής πίστης σε γενικούς ιστορικούς νόμους και προβλέψεων για τις πιθανότητες μιας ηγεμονικής επαναστατικής μετάβασης, δεν κατόρθωσε να τον διαφυλάξει από το να καταλήξει ένα σύνολο τακτικών αποστερημένων οποιασδήποτε προοπτικής. Ταυτόχρονα, η διατήρηση κάποιων δεσμών με το «σοσιαλιστικό στρατόπεδο» έδινε την εντύπωση μιας μορφής δυαδικότητας (ή διπλοπροσωπίας;) στη στρατηγική αυτή.
Σε κάθε περίπτωση αυτό που είχε ξεχαστεί ήταν το ότι ο Γκράμσι είχε προσπαθήσει να θεωρητικοποιήσει την ανανέωση της επαναστατικής προοπτικής στη Δύση ως μια κατάσταση παθητικής επανάστασης και θεωρούσε ότι η επαναδραστηριοποίηση των λαϊκών μαζών και η δημιουργία δημοκρατικών καταστάσεων ήταν πέρα από το κοινοβουλευτικό πλαίσιο.
Αυτός είναι ο λόγος που η γραμσιανή έρευνα κατατρύχεται από μια τάση φιλελεύθερης ανανέωσης της θεωρίας και φτάνει στα όρια της όταν προσπαθεί να πάει πέρα από την ανάλυση της νεωτερικότητας.
Τέτοια ήταν η περίπτωση του συνεδρίου που οργάνωσε το Ινστιτούτο Γκράμσι («Politica e storia in Gramsci», 1977-8). Σίγουρα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας και το έργο των ειδικών που έκαναν πάρα πολλά στην επιμέλεια των «Τετραδίων», στην αποσαφήνιση της δομής τους και της δυναμικής της σκέψης του Γκράμσι (μεταξύ άλλων, Βαλεντίνο Τζερατάνα, Νικολά Μπανταλότι, Τζουζέπε Φραντσιόνι, Λεονάρντο Πάτζι, Τζιοβάνι Βάκα), όπως και το έργο των πιο ατόφιων ιστορικών υλιστών (Τζιαν Μάριο Καζανίκα, Μ. Ντι Λίσα, Αλμπέρτο Τζιακουίντο). Ακόμη πρέπει να αναγνωρίσουμε το έργο αυτών που συνέχισαν τη μελέτη του Μαρξ με στόχο τη διασάφηση του ρόλου της αφηρημένης εργασίας (π.χ., Ρ. Φινέλι και Μάσσιμο Μουνάι), αυτών που επιχείρησαν μια εξέταση των πρώιμων έργων (Φ.Σ. Τρίντσια) και των Χειρογράφων 1861-3 (πάλι ο Μπανταλότι).
Στην πραγματικότητα, όμως, η φιλοσοφία της πράξης έχασε τους δεσμούς της με το ίδιο το αναλυτικό της πρόγραμμα, το οποίο ήταν και η ιδιαιτερότητά της. Σε ορισμένες περιπτώσεις (π.χ., Μπιάτζιο Ντε Τζιοβάνι) η τάση ήταν προς επιστροφή στο γεγονικό ιδεαλισμό (actuel idealism) του
Τζεντίλε.
Αντίστοιχη προς αυτή τη διάλυση ήταν και η εξαφάνιση της εναλλακτικής γραμμής που αποτελούσε ένα είδος αντίβαρου στον Γκραμσισμό της δεκαετίας του 1960: το έργο του
Γκαλβάνο Ντέλα Βόλπε (1895-1968).
Το μεθοδολογικό κάλεσμα για πρόσληψη του ηθικού Γαλιλαιονισμού του Μαρξ σε συμφωνία με μια Χιουμιανή-Καντιανή επιστημονική θεωρία της συγκεκριμένης αφαίρεσης και εγκατάλειψη οποιασδήποτε μαρξιστικής-εγελιανής διαλεκτικής ως μεταφυσικής σπέκουλας που κάνει αδύνατο τον οραματισμό της συγκεκριμένης λογικής ενός συγκεκριμένου αντικειμένου, λαμβάνονταν υπόψη μόνο ως προς την αποδομητική του όψη.
Φυσικά, διάφοροι ακόλουθοι του Ντέλα Βόλπε συνέχισαν προς αυτήν την κατεύθυνση (π.χ., ο Μάριο Ρόσσι με την σπουδαία εργασία του «Da Hegel a Marx» (1970) ή ο Ουμπέρτο Τσερόνι («La Liberta dei moderni» (1969), «Teoria politica e socialism» (1973)). Τελικά, όμως, οι επιστημονικές θέσεις του Ντέλα Βόλπε μεταφράστηκαν στη γλώσσα της εμπειρικής διαψευσιμότητας του Πόππερ και κατέληξαν μια πολεμική εναντίον του Μαρξ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου