Ο Αλτουσερισμός ήταν αυτός που πρώτος κλήθηκε να απαντήσει στο ερώτημα του τι αντιπροσώπευε η Τρίτη Διεθνής (Κομιντέρν). Αν η προσφυγή στο Μάο είχε πλέον ακυρωθεί από τα βίαια γεγονότα της Πολιτιστικής Επανάστασης, η αναζήτηση μιας προοδευτικής πολιτικής σε μια αναπτυγμένη χώρα έθετε το ζήτημα της γνώσης των νέων μορφών ηγεμονίας. Ο διάλογος πάνω στον ανθρωπισμό έγινε για ένα χρονικό διάστημα κυρίαρχος και έδωσε την ευκαιρία για ενδιαφέρουσα έρευνα σε έναν επίσημο φιλόσοφο του Κομμουνιστικού Κόμματος (πριν διαχωρίσει τη θέση του), τον Λυσιέν Σέβ.
Στο βιβλίο του «Man in Marxist Theory and the Psychology of Personality» (1968 και 1974), διαμόρφωσε το ερώτημα μιας ανθρωπολογίας επικεντρωμένης στη χρήση του χρόνου ως κάτι διαφορετικό από την απασχόληση σε συγκεκριμένο χρόνο και έδειξε το αναπόφευκτο της δημιουργίας μιας διασταλμένης ηθικής προσωπικότητας. Παρά τις ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις του πάνω στο πρόβλημα της αντίφασης, ο Σεβ ακολουθούσε ένα σχετικά συμβατικό ιστορικό υλισμό, κυμαινόμενος ανάμεσα σε νεο-Εγελιανισμό και νεο-Καντιανισμό («Εισαγωγή στη μαρξιστική φιλοσοφία», 1980).
Ομοίως, η κριτική του στο στρουκτουραλισμό ως μια ιδεολογία της αιωνιότητας της ιστορίας, μιας ιστορίας που είχε καταστεί ακίνητη, έθετε το ζήτημα της ιστορικότητας μεμονωμένα, χωρίς προσφυγή σε απίθανους νόμους της ιστορίας και υπογράμμιζε τη σημασία των μορφών ως υλικών λογικών. Σε κάθε περίπτωση, η τελεολογική δομή και οι βεβαιώσεις για τον κομμουνιστικό στόχο παραμένουν σε δογματική μορφή και γόνιμες ιδέες καθίστανται συμβατικές στα πλαίσια της διαλεκτικής πολλαπλότητας.
Άλλες σχέδια, πιο ευαίσθητα στα αδιέξοδα του Μαρξισμού, είχαν ως στόχο την γαλλική επανεκκίνηση της φιλοσοφίας της πράξης. Ήταν η στιγμή που, σε μια παράδοξη στροφή της αλτουσεριανής κριτικής, «ανακαλύφθηκε» ο Γκράμσι και η δυνατότητα υποστήριξης μιας πολιτικής επιστήμης της ηγεμονίας στο σύγχρονο καπιταλισμό τη στιγμή της αποκορύφωσης της φορντικής του φάσης (βλ. τα έργα των Ζακ Τεσιέ, Κριστίν Μπισί – Γκλικσμάν και Αντρέ Τοσέλ).
Αλλά παραδείγματα αναδόμησης του Μαρξισμού, πολύ πιο θεωρητικά, αποπειράθηκαν επίσης μια αποτίμηση της κατάστασης βασιζόμενα σε πραγματικές απόπειρες επέκτασης της γνώσης πάνω στην κοινωνία. Παρά τη ζωτικότητά τους όμως, δεν κατάφεραν να ξεφύγουν από την απομόνωση. Τέτοια ήταν η περίπτωση του Ανρί Λεφέμπρ (1901-91). Στην προσπάθειά του να αναλύσει τις βασικές δομές της καπιταλιστικής νεωτερικότητας (Le Droit à la ville, 1968 και The Production of Space, 1974), ισχυρίστηκε ότι ο κρατικιστικός τρόπος παραγωγής είναι το μεγαλύτερο εμπόδιο προς τη χειραφέτηση και προσπάθησε να καταδείξει την ανικανότητα του Μαρξισμού να αντιμετωπίσει αυτό το πρόβλημα. Επίσης, προσπάθησε να σκεφτεί το μαρξιστικό έργο ως μια παγκόσμια ιδεολογία και να βρει τα στοιχεία (μεθοδολογικά και περιεχομένου) που θα έπρεπε να διατηρήσουμε. Το 1980 με το «Une pensee devenue monde: Faut-il abandonner Marx?» προσπάθησε να δείξει ότι η παγκοσμιοποίηση του καπιταλισμού ανέδειξε τόσο τη διορατικότητα όσο και την αποτυχία του Μαρξ, χωρίς όμως να ακυρώνει την ιστορική του δυνατότητα και τον αναγκαστικά ουτοπικό χαρακτήρα του σχεδίου του.
Η εξέταση των Μαρξισμών εκ μέρους του Λαμπικά έκανε δυνατό τον καθορισμό των ορίων της αναδιαπραγμάτευσης της μαρξιστικής θεωρίας, μέσω του μετασχηματισμού της σε μια ευφυή αναδιαπραγμάτευση που θα απελούσε τη βάση της νέας προσπάθειας (για την οποία ο ίδιος ο Λαμπικά δίνει ορισμένα δείγματα).
Στην περίοδο αυτή της λυσσαλέας επίθεσης κατά του Μαρξισμού, διασώθηκε ένας υπόγειος μετα-Αλτουσερινός Μαρξισμός, ο οποίος, αν και αποκομμένος από κάθε οργανική σχέση με την πολιτική πράξη, αναπτύχθηκε προς δυο κατευθύνσεις. Η πρώτη κατεύθυνση ήταν αυτή που θα οδηγούσε στην επανανακάλυψη της πολυπλοκότητας ενός ατελείωτου έργου και η δεύτερη αυτή που θα οδηγούσε στην συνέχιση μιας συγκεκριμένης θεωρητικής παραγωγικότητας. Κι όλα αυτά, απέναντι σε διάφορες αρνήσεις της εξάντλησης της Αλτουσερινής συναρμολόγησης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου