Υπήρξε αντίσταση. Πιο πολύ από τη μεριά των φιλοσόφων που είχαν συμμετάσχει στο διάλογο για τη Γαλιλαιϊκή επιστημονικότητα της μαρξικής κριτικής και αμέσως μετά στο διάλογο που ακολούθησε πάνω στον ιστορικισμό ο οποίος προκλήθηκε από την πρόσληψη της Αλτουσερινής προβληματικής.
Ο δρόμος της επιστροφής στον Μαρξ διασταυρωνόταν με αυτόν της ουσιαστικής ουτοπίας. Τον πρώτο δρόμο ακολούθησε ο Τσέζαρε Λουπορίνι (1909-92) και το δεύτερο ο Νικολά Μπανταλόνι (1924-2005). Στη συλλογή του «Dialettica e materialismo» (1974) ο Λουπορίνι προτείνει την ανάγνωση του Μαρξ σύμφωνα με τον ίδιο τον Μαρξ. Κριτικάροντας τον ιστορικισμό και τον Αλτουσέρ για την αδυναμία του σκεφτεί κοινωνικο-ιστορικές μορφές και την τάση του να τις εξισώνει με τη συνεχή ροή των τακτικών επιλογών, προτείνει τη μελέτη των διαφορετικών τρόπων μετάβασης σε μια διαφορετική κοινωνία μέσα από ένα μοντέλο άνισης ανάπτυξης των σχέσεων παραγωγής και των υπερδομών. Υποστηρίζει την ανάγκη περαιτέρω έρευνας σε πεδία που αγνοήθηκαν από τον Μαρξ, όπως, π.χ., της κριτική της πολιτικής. Οι παρεμβάσεις του στη δεκαετία του 1980 οδήγησαν στη ριζοσπαστικοποίηση της θέσης του: επιστροφή στον Μαρξ πέρα από τους λογής Μαρξισμούς και την αποτυχία τους να διεκπεραιώσουν το διπλό καθήκον της έκφρασης του προβλήματος του σοσιαλισμού και της εκτόπισης του από τις σχέσεις παραγωγής ενός θριαμβεύοντας νεοκαπιταλισμού.
Η τάση προς την πολιτική είχε να κάνει με τη σύνδεση της δικτατορίας του προλεταριάτου με μια αρχαϊκή μορφή του ιστορικού υλισμού που κυριαρχούνταν από την φιλελεύθερη αντίθεση μεταξύ κράτους και κοινωνίας των πολιτών. Κατά αυτόν τον τρόπο, η ώριμη φάση του δόγματος δεν είχε από πίσω της μια κατάλληλη πολιτική θεωρία με βάση την οποία θα μπορούσε να οριστεί μια τέτοια δικτατορία.
Ο Λουπορίνι δεν πήγε παραπέρα και τελείωσε την καριέρα του χωρίς να έχει δεχτεί την σοσιαλδημοκρατική «κανονικοποίηση» του ΚΚΙ.
Από τη μεριά του ο Μπανταλόνι δεν εγκατέλειψε την προοπτική που άνοιγε με το «Per il comunismo. Questioni di teoria»(1972). Σε διάφορες σημαντικές εργασίες πάνω στον Μαρξ και τον Γκράμσι μεταξύ άλλων (ιδιαίτερα το «Dialettica del capital» (1980)), προτείνει μια ριζοσπαστικά δημοκρατική «αναδόμηση» της θεωρίας. Η τελευταία δεν μπορεί να βασίζεται στη βία ενός απλού ανταγωνισμού μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. Οφείλει, επίσης, να θεωρητικοποιήσει τη διεργασία με την οποία οι κοινωνικές δυνάμεις, διαχωρισμένες από την ηγεμονία, θα μπορούν να ελέγξουν τη διαδικασία της αυτοκυβέρνησης και τα στοιχεία που έως τώρα ελέγχονται από το κεφάλαιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου