Μεταγνώσεις

«Ηταν οι καλύτερες μέρες, ήταν οι χειρότερες μέρες, ήταν τα χρόνια της σοφίας, ήταν τα χρόνια της άνοιας, ήταν η εποχή της πίστης, ήταν η εποχή της ολιγοπιστίας, η εποχή του Φωτός και η εποχή του Σκότους, ήταν η άνοιξη της ελπίδας και ήταν ο χειμώνας της απελπισίας, είχαμε μπρος μας τα πάντα, είχαμε μπρος μας το τίποτε, πηγαίναμε όλοι στον Παράδεισο, πηγαίναμε όλοι στο αντίθετό του»
Ch Dickens, A Tale of Two Cities

«Εσύ κι εγώ Ζόιντ, είμαστε σαν τον Μπιγκ Φουτ. Οι καιροί περνούν, εμείς ποτέ δεν αλλάζουμε…»
Τ Πύντσον, Vineland

«Οι άνθρωποι κάνουν την ίδια τους την Ιστορία, δεν την κάνουν όμως κάτω από ελεύθερες συνθήκες, που διάλεξαν μόνοι τους, μα κάτω από συνθήκες που βρέθηκαν άμεσα, που δόθηκαν και κληρονομήθηκαν από το παρελθόν.»
K Μαρξ, Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη

«Αυτοί που ελέγχουν το Μικροσκοπικό, ελέγχουν τον κόσμο»
Τ Πύντσον,
Mason & Dixon

Δευτέρα 29 Απριλίου 2013

Θρυμματισμένοι καιροί: κουλτούρα και κοινωνία στον 20ό αιώνα






Τις επόμενες μέρες κυκλοφορεί, από τις εκδόσεις Θεμέλιο, σε μετάφραση Νίκου Κούρκουλου, το βιβλίο του Έρικ Χομπσμπάουμ Θρυμματισμένοι καιροί. Η μεταθανάτια αυτή συλλογή δοκιμίων, που κυκλοφόρησε στα αγγλικά μόλις πριν ένα μήνα, καλύπτει ένα ευρύ φάσμα θεμάτων, σχετικά με την κουλτούρα και την κοινωνία του 20ού αιώνα: ο Καρλ Κράους, η αρ νουβώ, ο μύθος του καουμπόι, η ποπ, τα φεστιβάλ του 21ου αιώνα, οι σχέσεις τέχνης και επανάστασης μετά το 1917, οι δεσμοί τέχνης και εξουσίας είναι ορισμένα από τα θέματα που θίγονται με τον γνωστό συναρπαστικό τρόπο του Χομπσμπάουμ. Προδημοσιεύουμε σήμερα ένα εκτενές απόσπασμα από τον Πρόλογο και μικρά αποσπάσματα από τρεις κριτικές: του Mark Mazower (Financial Times, 29.3.2013), του Jonathan Derbyshire (The New Statesman,9.4.2013) και του Roy Foster (The Irish Time, 13.4.2013).



Λίγες σελίδες είναι πιο οικείες σήμερα από την προφητική περιγραφή του Καρλ Μαρξ για τις οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες της δυτικής καπιταλιστικής βιομηχανοποίησης. Όμως, καθώς ο ευρωπαϊκός καπιταλισμός του 19ου αιώνα εγκαθίδρυε την κυριαρχία του πάνω σ’ έναν πλανήτη τον οποίο έμελλε να μεταμορφώσει μέσω της κατάκτησης, της τεχνολογικής υπεροχής και της παγκοσμιοποίησης της οικονομίας του, κουβαλούσε μαζί του κι ένα ισχυρού γοήτρου φορτίο από δοξασίες και αξίες, που θεωρούνταν φυσιολογικά ανώτερες από άλλες. Ας τις ονομάσουμε «ευρωπαϊκό αστικό πολιτισμό», έναν πολιτισμό που δε συνήλθε ποτέ από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι τέχνες και οι επιστήμες ήταν εξίσου κεντρικές όσο και η πίστη στην πρόοδο και την εκπαίδευση γι’ αυτήν τη σίγουρη για τον εαυτό της κοσμοθεωρία, και αποτέλεσαν πράγματι τον πνευματικό πυρήνα που αντικατέστησε την παραδοσιακή θρησκεία. Γεννήθηκα και μεγάλωσα μέσα σ’ αυτόν τον «αστικό πολιτισμό», ο οποίος συμβολίζεται παραστατικά στο μεγάλο δακτύλιο από δημόσια κτίρια των μέσων του 19ου αιώνα που περιβάλλουν το παλιό μεσαιωνικό και αυτοκρατορικό κέντρο της Βιέννης: το Χρηματιστήριο, το Πανεπιστήμιο, το Burgtheater, το μνημειακό Δημαρχείο, το κλασικό Κοινοβούλιο, τα τιτάνια μουσεία της ιστορίας της τέχνης και της φυσικής ιστορίας, το ένα αντίκρυ στο άλλο, και φυσικά την καρδιά κάθε αστικής πόλης εκείνου του αιώνα που σεβόταν τον εαυτό της, τη Μεγάλη Όπερα. Αυτοί ήταν οι τόποι όπου οι «καλλιεργημένοι άνθρωποι» ασκούσαν τη λατρεία τους στους βωμούς της κουλτούρας και των τεχνών. Μια εκκλησία του 19ου αιώνα προστέθηκε στο φόντο μόνο σαν όψιμη παραχώρηση προς το δεσμό μεταξύ Εκκλησίας και αυτοκράτορα.
Όσο πρωτόφαντο κι αν ήταν, αυτό το πολιτιστικό σκηνικό είχε βαθιές ρίζες στην παλιά ηγεμονική, βασιλική και εκκλησιαστική κουλτούρα πριν τη Γαλλική Επανάσταση, δηλαδή στον κόσμο της εξουσίας και του μεγάλου πλούτου, τους κλασικούς πάτρωνες των υψηλών τεχνών και θεαμάτων. Επιβιώνει ακόμα σε σημαντικό βαθμό μέσα από τη διασύνδεση παραδοσιακού κύρους και οικονομικής δύναμης, που επιδεικνύεται σε δημόσιο θέαμα, αλλά δεν περιφράσσεται πια από την κοινωνικά αποδεχτή αύρα της γέννησης ή της πνευματικής αυθεντίας. Ίσως αυτός να είναι ένας από τους λόγους που εξηγούν γιατί επέζησε από τη σχετική παρακμή της Ευρώπης για να παραμείνει αντιπροσωπευτική έκφραση, παντού στον κόσμο, μιας κουλτούρας που συνδυάζει την εξουσία και το σπάταλο ξόδεμα με το υψηλό κοινωνικό κύρος. Κατ’ αυτή την έννοια, οι υψηλές τέχνες, όπως και η σαμπάνια, παραμένουν ευρωκεντρικές, ακόμα και σ’ έναν παγκοσμιοποιημένο πλανήτη. [...]
O συνδυασμός καινοτόμας τεχνολογίας και μαζικής κατανάλωσης δεν δημιούργησε μόνο το γενικό πολιτιστικό τοπίο μέσα στο οποίο ζούμε, αλλά γέννησε και το μεγαλύτερο και πιο πρωτότυπο καλλιτεχνικό του επίτευγμα: την κινούμενη εικόνα. Εξ ου και η ηγεμονία των εκδημοκρατισμένων ΗΠΑ στο πλανητικό μιντιακό χωριό του 20ού αιώνα, η πρωτοτυπία τους σε νέες μορφές καλλιτεχνικής δημιουργίας –σε στιλ της γραφής, της μουσικής, του θεάτρου, αναμειγνύοντας την καλλιεργημένη κουλτούρα με ζωντανές υποδεέστερες παραδόσεις– αλλά και η δύναμή τους να διαφθείρουν. Η ανάδυση κοινωνιών όπου μια τεχνο-βιομηχανοποιημένη οικονομία έχει εμποτίσει τη ζωή μας με οικουμενικές, διαρκείς και πανταχού παρούσες εμπειρίες πληροφορίας και πολιτιστικής παραγωγής –ήχου, εικόνας, λόγου, μνήμης και συμβόλων– δεν έχει ιστορικό προηγούμενο. Μεταμόρφωσε εντελώς τους τρόπους μας να κατανοούμε την πραγματικότητα και την καλλιτεχνική παραγωγή, ιδιαίτερα βάζοντας τέρμα στο παραδοσιακό προνομιακό στάτους «των τεχνών» στην παλιά αστική κοινωνία, δηλαδή στη λειτουργία τους ως μέτρα του καλού και του κακού, ως φορείς αξιών: της αλήθειας, της ομορφιάς και της καθάρσεως.

Αυτές ενδέχεται να συνεχίζουν να ισχύουν για το κοινό του Wigmore Hall, είναι όμως ασύμβατες με τη βασική παραδοχή μιας εξαρθρωμένης κοινωνίας αγοράς, ότι δηλαδή «η ικανοποίησή μου» είναι ο μόνος στόχος της εμπειρίας, όπως κι αν επιτυγχάνεται. Σύμφωνα με τη φράση του Τζέρεμι Μπένθαμ (ή μάλλον του Τζον Στιούαρτ Μιλ), «η τρίλιζα είναι το ίδιο καλή με την ποίηση».1Σίγουρα δεν είναι, αν όχι για τίποτε άλλο επειδή η ρήση αυτή υποτιμά το κατά πόσο ο σολιψισμός της καταναλωτικής κοινωνίας συγχωνεύτηκε με τις τελετουργίες συμμετοχής και αυτοεπίδειξης, επίσημες και ανεπίσημες, που κατέληξαν να χαρακτηρίζουν τα θεαματικά μας κράτη και κοινωνίες πολιτών. Μόνο που, ενώ η αστική κοινωνία πίστευε πως ήξερε σε τι αναφερόταν η κουλτούρα (όπως το είπε ο Τ. Σ. Έλιοτ, «στο δωμάτιο οι γυναίκες πηγαινοέρχονται, / Μιλώντας για τον Μιχαήλ Άγγελο»), εμείς δεν διαθέτουμε πια τις λέξεις ή τις έννοιες για τον πολύ διαφορετικό χαρακτήρα αυτής της διάστασης της εμπειρίας μας. Ακόμα και το ερώτημα «αυτό άραγε είναι τέχνη;» είναι πιθανό να τίθεται μόνο από κείνους που δεν μπορούν να αποδεχτούν ότι η κλασική αστική έννοια «των τεχνών», έστω κι αν διατηρείται με περισσή φροντίδα στα μαυσωλεία της, δεν είναι πια ζωντανή. Έφτασε στο τέρμα της διαδρομής της ήδη στο τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, με το Νταντά, το ουρητήριο του Μαρσέλ Ντυσάν και το μαύρο τετράγωνο του Μάλεβιτς. Φυσικά, η τέχνη δεν τελείωσε τότε, όπως είχε θεωρηθεί. Ούτε, δυστυχώς, η κοινωνία της οποίας «οι τέχνες» αποτελούσαν αναπόσπαστο τμήμα. Όμως, δεν καταλαβαίνουμε πια ή δεν ξέρουμε πια πώς να φερθούμε απέναντι στη σημερινή δημιουργική πλημμύρα που κατακλύζει τον πλανήτη με εικόνα, ήχο και λέξεις, και που είναι σχεδόν σίγουρο ότι γίνεται ανεξέλεγκτη, τόσο στο χώρο όσο και στον κυβερνοχώρο.
 1 «Push-pinisasgoodaspoetry». Στη φράση αυτή, που ο Μιλ τη χρέωσε στον Μπένθαμ, γίνεται αναφορά σ’ ένα παιδικό παιχνίδι της εποχής [Σ.τ.Μ.].

Πηγή: Eνθέματα 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου