Η αρχαία διάκριση της τάξης των πατρικίων στις φυλές των Ramneses, Titienses και των Luceres τροποποιήθηκε, σύμφωνα με την παράδοση, από τον Σέρβιο Τύλλιο, που διαίρεσε όλο το λαό, συμπεριλαμβανομένων των πληβείων, σε πέντε τάξεις και θέσπισε τις συνελεύσεις των εκατονταρχιών. Στην αντίδραση της τάξης των πατρικίων οφείλεται η πτώση της μοναρχίας και η δημιουργία της δημοκρατίας των πατρικίων (510 πΧ), που κυβερνιόταν από δύο αιρετούς ύπατους.
Ο Πόλεμος των Τάξεων τελείωσε με έναν συμβιβασμό μεταξύ των τάξεων και ένα μεικτό σύνταγμα. Η άρχουσα τάξη δεν εκδιώχθηκε αλλά άνοιξε τις πύλες της σε περισσότερο κόσμο ενώ η πολιτική της ισχύ περιορίστηκε. Η κρατική εξουσία λάμβανε υπόψη της και τη λαϊκή συγκατάθεση.
Η ιδιοκτησία των μικρών αγροτών προστατευόταν από τη φορολογία και το δανεισμό. Και αυτό περιόριζε την ικανότητα των μεγάλων γαιοκτημόνων να πλουτίζουν οι βάρος των άλλων πολιτών. Αλλά και έστρεφε τη βουλιμία και τις φιλοδοξίες της ρωμαϊκής αριστοκρατίας προς εξωτερικές «πηγές».
Η ρωμαϊκή αριστοκρατία ήταν ιδιαίτερα ανταγωνιστική. Οι μεγάλες οικογένειες ανταγωνίζονταν για τις σημαντικές κρατικές θέσεις. Η ανταμοιβή ήταν εξουσία, κύρος και μεγάλες απολαβές.
Ο πλούτος ήταν το μέσο παρά ο σκοπός: οι αριστοκράτες αποζητούσαν τον πλούτο για να συσσωρεύσουν πολιτική ισχύ. Οι αντίπαλες φατρίες δημιουργούσαν ομάδες από εξαρτώμενους και πελάτες μέσω της πατρωνίας. Εξασφάλιζαν υποστηρικτές και ομάδες ψηφοφόρων μέσω της δωροδοκίας.
Οι οικογένειες που δεν κατόρθωναν να συγκεντρώσουν πλούτο έπεφταν σε παρακμή. Η ιδιότητα του αριστοκράτη (γερουσιαστές, ιππείς) εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό από τον πλούτο. Η πελατεία, τα δημόσια αξιώματα και η πολιτική ισχύς απέκτησαν μεγάλη σημασία στην εξασφάλιση του ταξικού κύρους.
Η αντίσταση των πληβείων στην εκμετάλλευση καθόριζε κα τη μορφή του ενδο-αριστοκρατικού ανταγωνισμού. Από τη μια μεριά, η υποστήριξη από τους πληβείους ήταν σημαντική για την ισχύ των φατριών. Από την άλλη, η ιδιοκτησία γης απ΄ τους πληβείους περιόριζε τη δυνατότητα συγκέντρωσης πλούτου μέσω της αύξησης της υπάρχουσας ιδιοκτησίας.
Ο πόλεμος και οι κατακτήσεις προσέφεραν μια εναλλακτική διέξοδο. Οι νίκες επί των ξένων σήμαιναν λάφυρα (ειδικά ράβδους χρυσού), αιχμάλωτους (οι οποίοι γίνονταν σκλάβοι) και γη (για τη δημιουργία καλλιεργήσιμων αγρών και ακίνητης περιουσίας). Ένα μέρος των λαφύρων μοιραζόταν στους απλούς πολίτες – λεγεωνάριους (οι οποίοι έτσι είχαν συμφέρον να ψηφίσουν υπέρ των πολέμων και να πολεμήσουν με σθένος τον εχθρό) αλλά η μερίδα του λέοντος πήγαινε στο κράτος και στους γερουσιαστές – στρατηγούς Έτσι, η Ρώμη έγινε ένα επιθετικό αυτοκρατορικό σύστημα που βασιζόταν στην αρπαγή και τη βία. Αντί να συσσωρεύει πλεόνασμα αυξάνοντας την εσωτερική εκμετάλλευση, η άρχουσα τάξη της Ρώμης μεγάλωνε την περιουσία της με τη βία, εκμεταλλευόμενη το πλεόνασμα, την εργασία και τα μέσα παραγωγής που ήλεγχαν ξένες άρχουσες τάξεις.
Κατά το 5ο και 4ο πΧ αιώνα, η Ρώμη κυρίευσε όλη την ιταλική χερσόνησο. Κατά τον 3ο αιώνα, εξαπέλυσε δυο πολέμους κατά της Καρχηδόνας για τον έλεγχο της δυτικής Μεσογείου. Κατά το 2ο πΧ αιώνα πολέμησε με το Βασίλειο της Μακεδονίας για τον έλεγχο της Ελλάδας.
Η διαδικασία της στρατιωτικής συσσώρευσης ήταν αυτο-τροφοδοτούμενη. Τα πλεονάσματα που υφαρπάζονταν από ένα πόλεμο χρησιμοποιούνταν για χρηματοδότηση του επόμενου. Οι άρχουσες τάξεις των ηττημένων «εκρωμαϊζονταν», έπαιρναν τη ρωμαική υπηκοότητα, υιοθετούσαν την κουλτούρα της ρωμαϊκής ελίτ και λάμβαναν μερίσματα από τις μελλοντικές κατακτήσεις. Αυτή η διαδικασία εξασφάλιζε στρατό από τις κατακτημένες περιοχές.
Μετά τον Πόλεμο των Τάξεων κατά τον 3ο και 2ο πΧ αιώνα, η πολιτική κατάσταση στη Ρώμη ήταν σταθερή ενώ η επιθετικότητα προς τα έξω αυξανόταν συνεχώς. Τα αλληλοεξαρτώμενα αυτοκρατορικά πλεονάσματα χρηματοδοτούσαν την εσωτερική κοινωνική ειρήνη.
Μέσα σε 9 αιώνες (7ος πΧ – 2 μΧ), η Ρώμη, από μια μιρή λατινική πόλη κράτο, είχε γίνει η ισχυρότερη αυτοκρατορία του αρχαίου κόσμου.
Η τεχνολογία του σιδήρου παρήγαγε τα τεράστια πλεονάσματα που ήταν απαραίτητα για τη δημιουργία των μεγάλων αυτοκρατοριών της πρώτης πΧ χιλιετίας – των Αχαιμενιδών στην Περσία, των Μαουρί στη Ινδία, των Τσιν στην Κίνα, των μακεδονικών Βασιλείων και της Ρώμης. Αλλά ο ρωμαϊκός ιμπεριαλισμός είχε έναν ιδιαίτερο δυναμισμό και ανθεκτικότητα. Στην μάχη των Γαυγαμήλων το 331 πΧ, την αποκορύφωση μιας εκστρατείας – αστραπιαίου πολέμου (blitzkrieg), ο Μέγας Αλέξανδρο κατέστρεψε την Περσική Αυτοκρατορία.
Στη μάχη των Καννών το 216 πΧ, ο Καρχηδόνιος Αννίβας συνέτριψε τη ρωμαϊκή δημοκρατία. Αλλά η Ρώμη αρνήθηκε να παραδοθεί και τελικά θριάμβευσε.
Η κρίσιμη διαφορά βρισκόταν στην κοινωνική βάση του ρωμαϊκού ιμπεριαλισμού. Η Περσία των Αχαιμενιδών επέβαλλε φόρους στους αγρότες για να μπορεί να συντηρεί έναν μισθοφορικό στρατό. Ο στρατός της ρωμαϊκής δημοκρατίας ήταν μια πολιτοφυλακή ελεύθερων πολιτών. Η ρωμαϊκή αγροτιά δεν ήταν μόνο πολυάριθμη αλλά, αντίθετα από την περσική, είχε μερίδιο στο όλο σύστημα.
Οι Ρωμαίοι έχασαν 80000 άνδρες στις Κάννες. Αλλά οι δυνάμεις τους σε αριθμό ανδρών εκτιμούνται σε 700000 (πεζικό) και 70000 (ιππικό). Επίσης, τόσο η αριστοκρατία όσο και ο γεωργικός κόσμος είχαν συμφέρον να συνεχίσουν τον πόλεμο. Η ανωτερότητα του ρωμαϊκού αυτοκρατορικού κράτους θα δοκιμαζόταν στη μεγάλη κρίση της Ύστερης Δημοκρατίας (133-30 πΧ).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου