Από τη συζήτηση μεταξύ των Fredric Jameson (FD), Jack Amariglio (JA), Yahya M. Madra (YMM) και Vladislav Sofronov (VS), «The Theory of Marxism: Questions and Answers»
Ερώτηση 2
VS: Ποια είναι τα κύρια θεωρητικά προβλήματα του παρόντος που πρέπει να λύσει ο μαρξισμός;
Και για αυτό λόγο, αυτό που αποκαλούνταν κουλτούρα, ή πολιτισμικός παράγοντας, ή όπως αλλιώς, είναι τώρα τόσο κεντρικό θέμα για την αριστερά, τουλάχιστον για την αριστερά του πρώτου κόσμου. Αυτές είναι μερικές από τις θεμελιώδεις αλλαγές.
Επίσης, ο τρόπος με τον οποίο αναλύει κανείς την εικόνα και τη σχέση της εικόνας με την εμπορευματοποίηση, είναι ένα σημαντικό θεωρητικό πρόβλημα. Ο τρόπος με τον οποίο πρέπει να κατανοηθεί η θεωρία της ιδεολογίας είναι ένα σοβαρό θεωρητικό ζήτημα και έχει απασχολήσει μερικούς συγγραφείς και φιλόσοφους.
Στην πολιτική, το κρίσιμο ερώτημα είναι διπλό: αφορά στην οργάνωση και την ανεργία. Μου φαίνεται ότι οι πολιτικές δυνάμεις που πρέπει να οργανωθούν είναι αυτές που μαστίζονται από δομική ανεργία. Κατά την παγκοσμιοποίηση, μια ολόκληρη ήπειρος, η Αφρική για παράδειγμα, γίνεται αντικείμενο ακραίας εκμετάλλευσης με προσφορά εξαιρετικά χαμηλόμισθης εργασίας ενώ στις αναπτυγμένες χώρες η μεταφορά της βιομηχανίας και των τεχνολογιών επικοινωνίας σε φθηνότερα μέρη, έχει αφήσει ολόκληρες μάζες χωρίς απασχόληση.
Στις ΗΠΑ είναι και το θέμα του ρατσισμού αφού είναι οι μαύροι αυτοί που κινδυνεύουν να μην έχουν ποτέ ξανά εργασία.
Πως μπορούν να οργανωθούν όλοι αυτοί;
Είναι ένα πολύ σοβαρό και νέου τύπου πρόβλημα αφού η οργάνωση έως τώρα βασιζόταν και στους εργαζόμενους όχι στους άνεργους. Συν το ερώτημα περί του σχετικού κόμματος αφού κανείς δε φαίνεται να θέλει να γυρίσει πίσω στο λενινιστικό πρότυπο.
Αν εξετάσει κάποιος την εποχή του Λένιν και τις εμπειρίες του, θα δει ότι το κόμμα των Μπολσεβίκων ήταν πολύ πιο δημοκρατικό από αυτό που συνήθως νομίζεται και ότι μέχρι τον Οκτώβρη ο Λένιν αποτελούσε μειοψηφία μέσα στο κόμμα. Και ότι στο κόμμα υπήρχε μια ποικιλία απόψεων.
Αλλά, από την άλλη μεριά, ήταν ένα κόμμα που δεν εκπροσωπούσε ακριβώς αλλά περισσότερο υποστήριζε μια τάξη που σήμερα υπάρχει σε υπολείμματα: δηλ., τους αγρότες, οι οποίοι είχαν μεν τους δικούς τους ιδεολόγους αλλά ποτέ δεν αντιπροσωπεύτηκαν ουσιαστικά από τους Μπολσεβίκους. Επομένως, το ζήτημα του κόμματος και της ιδεολογικής απήχησής του από την εποχή του Στάλιν είναι ένα σημαντικό πολιτικό πρόβλημα το οποίο δεν νομίζω ότι έχει λυθεί. Αυτή είναι η βασική διαφωνία μου με τους Toni Negri και Michael Hardt στην "Αυτοκραρτορία".
Δεν νομίζω ότι μπορείς απλά να πεις «Δε χρειαζόμαστε το κόμμα, ας έχουμε απλώς τη λαϊκή έκρηξη να συμβαίνει όπου συμβαίνει», «Δε θέλουμε να αποκτήσουμε δύναμη» και άλλα τέτοια.
Είναι προφανές ότι αφού η ισχύς του κεφαλαίου είναι τόσο μεγάλη, πρέπει να υπάρχει μια αντι-δύναμη να αντιπαρατεθεί τόσο στις δυνάμεις του όσο και στην τεράστια ποσότητα χρημάτων που τώρα αυτό διαθέτει. Και όχι να περιμένουμε 50-60 χρόνια να ξεσπάσει ένας παγκόσμιος πόλεμος που θα κατέστρεφε όλο αυτό το κεφάλαιο και πιο θα άφηνε τους επιχειρηματίες σε πολύ αδύναμη θέση σε σύγκριση με τη σημερινή.
Επομένως, το ζήτημα της οργάνωσης είναι ιδιαίτερα κρίσιμο. Ο Μαρξ δεν διατύπωσε κάποια θεωρία σχετικά με αυτό και έτσι δεν αποτελεί θέμα που απασχολεί το μαρξισμό του παρελθόντος αλλά είναι ένα κρίσιμο θεωρητικό ζήτημα πολιτικής σκέψης και δράσης.
Θεωρώ, επίσης, ότι στην περίοδο μετάβασης προς μια παγκόσμια αγορά όπως αυτή που ζούμε, ένα από τα αναπόφευκτα χαρακτηριστικά της είναι η άνιση ανάπτυξη των χωρών. Και αυτό σημαίνει ότι η εργατική τάξη, έτσι όπως αυτή είναι στις διάφορες χώρες, είναι ασυντόνιστη. Έτσι, ενώ οι αμερικανοί εργάτες παλεύουν εναντίον της οικολογίας αφού θεωρούν ότι αυτή θα οδηγήσει σε κλείσιμο εργοστασίων και μεγαλύτερη ανεργία, σε άλλες χώρες οι αγώνες της εργατικής τάξης είναι τελείως διαφορετικοί.
Στην Κορέα, μια από τις μεγαλύτερες δυνάμεις στο χώρο της εργασίας είναι η βιομηχανία χάλυβα, μια από τις μεγαλύτερες στον κόσμο. Ενώ οι αμερικανοί χαλυβουργοί είναι, σχεδόν όλοι, άνεργοι. Τέτοια παραδείγματα δείχνουν ότι υπάρχει έντονη διαφοροποίηση μεταξύ των εκάστοτε εργατικών συμφερόντων, διαφοροποίηση που πρέπει με κάποιον τρόπο να ξεπεραστεί αν θέλουμε να έχουμε ένα παγκόσμιο εργατικό κίνημα.
Και καμιά αριστερή πολιτική δεν είναι εφικτή μέχρις ότου υπάρξει κάποια αναδιοργάνωση του εργατικού κινήματος σε παγκόσμια κλίμακα. Και αυτό δεν είναι κάτι που μπορούμε να το πραγματοποιήσουμε απλά σκεπτόμενοί περί αυτού. Αυτό πρέπει να γίνει και θα γίνει με τον τρόπο που η παγκοσμιοποίηση ισοπεδώνει τα πάντα και παράγει κρίσεις παγκόσμιας κλίμακας.
Αλλά είναι πολύ ειρωνικό το γεγονός ότι, ενώ η παγκοσμιοποίηση είναι μια δύναμη παρούσα σε όλες τις χώρες του κόσμου, μια από τις επιπτώσεις της είναι η δημιουργία της ανισότητας μεταξύ των χωρών αυτών που αποτρέπει τη δημιουργία κοινών συμφερόντων. Σημαντικό είναι επίσης και το ζήτημα της σχέσης του μαρξισμού με την μεταμοντερνικότητα, της κουλτούρας και της τέχνης συμπεριλαμβανομένων. Δε νομίζω ότι επιστρέφουμε σ’ αυτό που ήταν η πολιτική τέχνη κατά την μοντέρνα εποχή. Από την άλλη μεριά, νομίζω ότι μεγάλο μέρος της μεταμοντέρνας τέχνης, την οποία αρχικά την είχαμε θεωρήσει απλά διακοσμητική, γίνεται ολοένα και πιο πολιτική. Ή, θα έλεγα, επιθυμεί να είναι πιο πολιτική. Αλλά, πώς να το κάνει; Αυτό είναι ένα ακόμη κεντρικό θεωρητικό ζήτημα και έχει να κάνει με τη φύση αυτής της νέας κουλτούρας και με το τί σημαίνει αυτό για την τέχνη. Αλλά αυτό είναι ένα άλλο ζήτημα.
JA & YM: Το βασικό θεωρητικό πρόβλημα με το οποίο πρέπει να ασχοληθεί σοβαρά ο μαρξισμός είναι η αποσάθρωση της θεωρητικής του πρακτικής από τα χρόνια του Αλτουσέρ στη δεκαετία του 1970: η διαίρεση μεταξύ των επιμέρους πεδίων της πολιτικής οικονομίας από τη μια και αυτών της πολιτικής και πολιτισμικής θεωρίας από την άλλη.
Στη μετα-αλτουσεριανή περίοδο, από τη μια μεριά είχαμε μια έκρηξη του πολιτισμικού μαρξισμού και του μεταμαρξισμού στα τμήματα των πολιτισμικών σπουδών, της λογοτεχνίας, της πολιτικής και της κοινωνιολογίας των δυτικών πανεπιστημίων. Από την άλλη, υπήρξε μια σχεδόν αυτόνομη ανάπτυξη της μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας, μια ανάπτυξη που πήρε διάφορες μορφές (η θεωρία της ρύθμισης στη δεκαετία του 1970, ο αναλυτικός μαρξισμός στη δεκαετία του 1980, η ταξικοαναλυτική προσέγγιση της σχολής του Amherst στις δεκαετίες 1980 και 1990, οι κριτικές του επικαθορισμού (overdeterminism) και του φεμινισμού για το κεφαλαιοκεντρισμό των μαρξιστικών οικονομικών στη δεκαετία του 1990) και αυτό παρόλη την εχθρότητα και το ολοένα και πιο αρνητικό κλίμα που επικρατούσαν στα οικονομικά ακαδημαϊκά τμήματα στα οποία κυριαρχούσε η νεοκλασική θεωρία.
Και η διαίρεση ήταν τόσο βαθιά που είναι πολύ πιθανό, κατά τα τελευταία 30 χρόνια, ένας μαρξιστής οικονομολόγος να μην έχει διαβάσει ούτε μια σελίδα από αυτά που έχει γράψει ο Fredric Jameson. Κι αντίθετα, ένας μαρξιστής κριτικός της λογοτεχνίας ή του πολιτισμού να μην κάνει αναφορές (πέρα από μερικές βιαστικές και αναχρονιστικές νύξεις) στη μετά τη δεκαετία του 1970 μαρξιστική πολιτικο-οικονομική ανάλυση.
Είναι πιθανό για τη διαίρεση αυτή να ευθύνεται ο γενικότερος κατακερματισμός των δυτικών πανεπιστημιακών προγραμμάτων σπουδών σε αυθαίρετα οριζόμενες ερευνητικές περιοχές, αλλά, για αυτόν ακριβώς το λόγο, είναι επιτακτικό για τους μαρξιστές διαφορετικών γνωστικών περιοχών να συνομιλήσουν.
Και ένας από τους λόγους που οδήγησαν στη δημιουργία αυτού του περιοδικού (Rethinking Marxism: A Journal of Economics, Culture & Society), ήταν η πρόθεση των ιδρυτών του να προσφέρουν μια πλατφόρμα επικοινωνίας και ανταλλαγής ιδεών και προγραμμάτων μεταξύ θεωρητικών και παραγωγών πολιτισμού και οικονομολόγων και κοινωνικών αναλυτών.
Ακόμη κι αν, αυστηρά μιλώντας, αυτό είναι ένα πρόβλημα θεωρητικής πρακτικής και όχι θεωρητικό πρόβλημα καθεαυτό, οδηγεί σε ένα θεωρητικό πρόβλημα: στο πώς είναι δυνατό να αρθρωθεί ένας καθαρός λόγος πάνω σε ζητήματα όπως η υποκειμενικότητα που χαρακτηρίζει την εξουσία, η εκμετάλλευση-κακοποίηση, η επαναστατική δραστηριότητα και ο σχηματισμός της πολιτικής και πολιτισμικής ηγεμονίας, συνδυασμένος με έναν λόγο οικονομικής φύσεως που αναφέρεται στην απόδοση, στη διανομή και στην ανακύκλωση και κατανομή της παραγόμενης υπεραξίας.
Και η πρόκληση έγκειται όχι στο να το κάνουμε αποφεύγοντας απλώς την αναγωγή διαφόρων διεργασιών σε κάποιες άλλες, αλλά να μπορέσουμε να σκεφτούμε την έννοια της οικονομικής αξίας μέσω της πολιτισμικής αξίας και της πολιτισμικής μέσω της οικονομικής. Στο τέλος μπορεί να αποδειχτεί ότι αυτό είναι απλώς αδύνατο. Πιθανότατα αυτό που χρειαζόμαστε είναι να διαμορφώσουμε την «οπτική της παράλλαξης» (parallax view) για να χρησιμοποιήσουμε μιαν έννοια που επεξεργάστηκε ο Σλαβόι Ζίζεκ. Πράγματι, η συζήτηση μεταξύ ενός πολιτισμικού μαρξιστή και ενός οικονομολόγου μαρξιστή μπορεί να γίνει μόνο αν εμπλακούμε σ΄ αυτό το θεωρητικό πρόβλημα με συνεχώς μετατοπιζόμενες θέσεις και προσπαθώντας να υιοθετήσουμε τα δυνατά σημεία και των δυο προσεγγίσεων. Η υιοθέτηση μιας τέτοιας «οπτικής της παράλλαξης» θα μας δώσει τη δυνατότητα να εκτιμήσουμε την πολιτισμική και οικονομική δομή των οικονομικών σχηματισμών και να σχεδιάσουμε στέρεες στρατηγικές προώθησης του κομμουνισμού τόσο εναντίον του καπιταλισμού αλλά και ως εναλλακτικού δρόμου προς αυτόν.
Τέλος, πρέπει να παραδεχτούμε ότι το πρόβλημα της αποσαφήνισης και της συνέχισης του (σε πολλαπλά επίπεδα) πειραματισμού ενός βιώσιμου κομμουνισμού, παραμένει πρωταρχικής σημασίας τόσο ως θεωρητικό όσο κι όσο ως πρακτικό πρόβλημα.
Μια πλευρά του προβληματισμού αυτού έχει να κάνει, κατά την άποψή μας, με το ποιοι είναι οι κατάλληλοι φακοί με τους οποίους θα τονίσουμε και στη συνέχεια θα κάνουμε σαφείς τις κομμουνιστικές οικονομικές και πολιτισμικές μορφές και τις καταστάσεις ύπαρξής τους, όπως και το να τις συνδέσουμε αλλά και να τις διακρίνουμε από προσπάθειες των προηγούμενων αιώνων κατά τη διάρκεια των οποίων θεωρήθηκε ότι υπήρχε «πραγματικός σοσιαλισμός».
Είναι κάπως αποκαρδιωτικό το ότι ο κομμουνισμός έχει βγει τελείως έξω από τους ορίζοντες της σύγχρονης κοινωνικής θεωρίας ενώ, και σωστά, η ανάλυση των συνεχιζόμενων μεταλλάξεων του παγκόσμιου καπιταλισμού στο τελευταίο μετα-αποικιακό, «υστεροκαπιταλιστικό» στάδιο συνεχίστηκαν με αυξανόμενο (σχεδόν πυρετώδη) ρυθμό.
Τα κομμουνιστικά πειράματα και οι περιοχές όπου δοκιμάζονται η κοινοτική παραγωγή και διανομή μέσα στον ίδιο το καπιταλισμό, δεν έχουν μελετηθεί αρκετά για να μην πούμε ότι περιφρονούνται.
Αυτό, κατά ένα μέρος, οφείλεται στη ντροπή που νιώθουν οι μαρξιστές για τη διαστρέβλωση του κομμουνισμού στη Σοβιετική Ένωση και την ανατολική Ευρώπη και την εκτροπή του σε κρατικό καπιταλισμό με τις γνωστές αποτυχίες.
Και κατά ένα μέρος στον κεφαλαιοκεντρισμό που θεωρεί ως δεδομένο ότι νόημα συζήτησης περί κομμουνισμού θα έχει νόημα μόνο όταν αυτός μοιάζει να έχει γίνει κάτι που είναι τόσο «μεγάλο» όσο ο παγκόσμιος καπιταλισμός.
Πηγή: Rethinking Marxism: A Journal of Economics, Culture & Society
Μτφ. Crying wolf
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου