Τώρα, όμως, που η πραγματικότητα της Ελλάδας, Πορτογαλίας, Ισπανίας και Ιταλίας βγάζει μάτι ως προς την επιτυχία της γερμανικής συνταγής, πληθαίνουν και οι φωνές, λίγο αργοπορημένες είναι αλήθεια, ότι η επιτυχία της Γερμανίας δεν είναι και τόσο επιτυχία, όπως η ίδια θέλει να βαυκαλίζεται.
Χωρίς να το αντιλαμβάνεται, επιστρατεύοντας πριν λίγο καιρό την ΕΚΤ στο να βγάζει μακροσκελείς εκθέσεις σχετικά με τον ελλείποντα πλούτο των Γερμανών σε σχέση με τους ομολόγους τους στο Νότο, και βάζοντας τον Τόμσεν να διαδίδει ότι οι συντάξεις των Ελλήνων κατά μέσο όρο είναι μικρότερες από τις συντάξεις των Γερμανών, η εντύπωση που μένει τελικά δεν είναι ότι οι Νότιοι γδέρνουν τους Γερμανούς, αλλά ότι η Γερμανία γδέρνει τους ίδιους της τους πολίτες. Και πράγματι, παρά το μεγάλα της εμπορικά πλεονάσματα, αδιάλειπτα από το 1952 με εξαίρεση το χρόνο της ενοποίησης με την Ανατολική Γερμανία, ο συσσωρευμένος πλούτος δεν μετακυλίστηκε προς τους εργαζόμενους που έβαλαν πλάτη, αλλά συσσωρεύτηκε στα ανώτερα εισοδηματικά στρώματα, καθιστώντας τη Γερμανία μια από την πρώτες χώρες ως προς την ανισοκατανομή. Το ότι οι γερμανικές συντάξεις είναι τόσο χαμηλές δεν είναι κατόρθωμα για το οποίο πρέπει να υπερηφανεύεται. Τουναντίον μάλιστα.
Επίσης, η Γερμανία αντί να ανακυκλώνει τα πλεονάσματά της στο εσωτερικό, όπως της ζητείται να κάνει σήμερα για να δοθεί μια εξαγωγική ανάσα στην περιφέρεια που ασφυκτιά, προτίμησε όλο αυτό τον καιρό που επωφελούνταν από τα χαμηλά, έως αρνητικά επιτόκια, να τα τοποθετεί σε εξωτικά χρηματιστηριακά προϊόντα στο εξωτερικό και σε οικιστικές φούσκες στην Ιρλανδία και Ισπανία. Το αποτέλεσμα των ενεργειών αυτών ήταν να χαθεί από το 2006 έως σήμερα, έως και το 20% του γερμανικού ΑΕΠ, όπως αποκάλυψε πρόσφατη έκθεση του Marcel Fratzscher από το Ινστιτούτο οικονομικής έρευνας DIW του Βερολίνου. Μεταφραζόμενο σε ευρώ, οι Γερμανοί επενδυτές έχασαν δηλαδή, γύρω στα 400 δις. Αν ήταν περισσότερο προσεκτικοί, και προτιμούσαν να επενδύσουν στο εσωτερικό τις αποταμιεύσεις τους, που είναι από τις μεγαλύτερες παγκοσμίως, σήμερα θα ήταν σαφώς πλουσιότεροι. Τώρα ποιοι, αυτό είναι άλλο ερώτημα.
«Καθ’ ένας που περιδιαβαίνει τη χώρα θα παρατηρήσει δρόμους γεμάτους τρύπες, παρατημένες σιδηροδρομικές γραμμές, ερειπωμένα σχολεία, εργοστάσια που εγκαταλείπονται για να μεταφερθούν στο εξωτερικό, γερασμένες γέφυρες, φθαρμένες πανεπιστημιακές εγκαταστάσεις και πεπαλαιωμένα τηλεφωνικά δίκτυα».
Πριν από 15 περίπου χρόνια η αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων της χώρας ανερχόταν στο 20% του ΑΕΠ, ή στα 500 δις ευρώ, ενώ, το 2011 τα περιουσιακά στοιχεία λόγω παλαιότητας και παραμέλησης δεν αξίζουν πάνω από 13 δις ευρώ, ή το 0.5% του ΑΕΠ.
Κοντολογίς, όπως δείχνει και η έκθεση DIW, η Γερμανία πάσχει από χρόνια έλλειψη επενδύσεων σε υποδομές, που είναι και η κύρια αιτία για τη μειωμένη παραγωγικότητα, για την αντιστάθμιση της οποίας επιστρατεύτηκε όλα αυτά τα χρόνια η πολιτική μείωσης του εργατικού κόστους. Για παράδειγμα, το 1999 οι συνολικές επενδύσεις (ιδιωτικές και δημόσιες) ανέρχονταν στο 20% του ΑΕΠ, ενώ σήμερα αντιπροσωπεύουν το 17%, το οποίο σημαίνει ότι περίπου 1 τρις ευρώ έχουν αποσυρθεί από τη συντήρηση δρόμων, σιδηροδρομικών γραμμών και μηχανημάτων. Το γεγονός αυτό, καθώς και η διόγκωση του εργατικού δυναμικού με άτομα χαμηλής εξειδίκευσης, (το 17% αποτελείται από mini jobbers), προβλέπεται να μειώσουν ακόμα περισσότερο τη γερμανική ανταγωνιστικότητα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου