Μια ευθεία γραμμή συνδέει τη
δημοσιοποίηση των φωτογραφιών από την κακοποίηση των συλληφθέντων στη Κοζάνη, με τη συζήτηση
που ισχυρίζεται ο υπουργός εργασίας πως θέλει ν’ ανοίξει για τα συνδικαλιστικά και τους όρους
άσκησης του δικαιώματος της απεργίας. Κοινό
τους σημείο η βία. Στη μια περίπτωση άμεση, στην άλλη έμμεση - βία των δομών
που έχει επίπτωση στις κοινωνικές συνθήκες, περιορίζει και ελέγχει αποφασιστικά
τις δυνατότητες δράσης των εργαζομένων.
Η επισήμανση του
Μπογιόπουλου στο Ριζοσπάστη, πως η
δημοσιοποίηση των φωτογραφιών αποσκοπούσε
στην εξοικείωση μας με τις μεθόδους λυντσαρίσματος της αστυνομίας και στον εκφοβισμό μας, ώστε
να «μάθει να συμβιώνει ο λαός με την καθημερινή καταστολή ή με την
απειλή καταστολής εναντίον του» αναδεικνύει τεχνικές και μεθόδους της εξουσίας που
αποσκοπούν στον πειθαναγκασμό, στην επιβολή και έλεγχο.
Στις
αστικές μας δημοκρατίες, για να λειτουργεί ο καπιταλισμός, η κυρίαρχη τάξη
επιδιώκει πρωτίστως τη συναίνεση, η οποία στην ουσία, από την πλευρά των εξουσιαζόμενων, οι οποίοι θα πρέπει να
συμβιβάζονται με τη δεδομένη κατάσταση,
για να εξασφαλίζεται η κοινωνική ασφάλεια, δεν είναι παρά η αναγνώριση
των εξουσιαστικών συνθηκών που έχουν
διαμορφωθεί. Η ανθεκτικότητα του συστήματος φυσικά
προϋποθέτει τη θεσμοθέτησή του, που είναι βέβαια συνάρτηση της αποδοχής του από
την πλειοψηφία. Οι θεσμοί λοιπόν δεν μπορούν να υπάρχουν δίχως τη συναίνεση εκείνων με τους οποίους
λειτουργούν, ενώ η βία, και μάλιστα η απειλή της, υποβοηθά την εκμαίευση της
συναίνεσης.
Όσο η κεντρική εξουσία γίνεται πιο αυταρχική, τόσο πιο καθολική
γίνεται και η καταπίεση που εκφράζεται
με την καταστολή της διαφωνίας, την ποινικοποίηση των αμφισβητήσεων και τη
χρήση βίας. Εξάλλου και σε χώρες
με φιλελεύθερη παράδοση και δημοκρατικούς θεσμούς η χρήση βίας συνεχίζει
να ασκείται με την πασίγνωστη επιχειρηματολογία του εθνικού συμφέροντος, της
προστασίας της κοινωνικής τάξης, της εξουδετέρωσης της τρομοκρατίας κλπ. Όσο ανεχόμαστε
τον εξωραϊσμό η την ιδεολογική επένδυση του αυταρχισμού, που εκδηλώνεται και με
πράξεις άμεσης βίας, τόσο εθιζόμαστε στο
κλίμα της καταστολής ταυτίζοντας το νόμο με τον αυταρχισμό και την καταπίεση.
Στο δημοσίευμα του ΒΗΜΑΤΟΣ οι αλλαγές που
σκοπεύει η κυβέρνηση να κάνει στα
συνδικαλιστικά εντοπίζονται κυρίως στο
φρενάρισμα στις «απεργίες μειοψηφιών», στην επαναφορά του «απαγορευμένου
εργοδοτικού δικαιώματος της ανταπεργίας». Η κυβέρνηση δηλ. φαίνεται να επιχειρεί να
επιβάλλει τις απόψεις της για τον
τρόπο που πρέπει να οργανώνεται και να
λειτουργεί το συνδικαλιστικό κίνημα
αντιμετωπίζοντας τους εργαζόμενους με
τρόπο ιδιαίτερα αυταρχικό. Θεωρώντας πως ο συσχετισμός δυνάμεων την
ευνοεί και φοβούμενη πως, επειδή τα προβλήματα είναι καταλυτικά, μπορεί και η
αντίδραση να γίνει ανεξέλεγκτη θέλει να περιορίσει το δικαίωμα της εργατικής
τάξης στο όπλο της απεργίας. Γι’ αυτό υπάρχει πρόθεση ο νόμος να βάζει φρένο στους κοινωνικούς αγώνες, θέτοντάς τους σε σοβαρή δοκιμασία, ενώ
συγχρόνως οι κυβερνώντες θα ισχυρίζονται
ότι δεν θέλουν να δημιουργήσουν δυσκολίες στην άσκηση του δικαιώματος της
απεργίας, ζητώντας μάλιστα και τη συνεργασία των ίδιων των εργαζομένων σε καταστάσεις που
οι ίδιοι οι κυβερνώντες θα διαμορφώνουν με τους νόμους που ψηφίζουν. Κι έτσι
αυτή η έμμεση βία θα εμφανίζεται σαν φυσικό δεδομένο, αποδεκτό από την
πλειοψηφία.
Από την άλλη, οι
δημοσιοποιημένες φωτογραφίες των κακοποιημένων προσώπων εικονογραφούν την
τιμωρία που μπορεί να επιβάλλει η
εξουσία και φαίνεται έτσι σαν να αποκαθιστά τη στιγμιαία τραυματισμένη, από τη
ληστεία, δύναμή της, όχι τόσο για να επαναφέρει τη διαταραγμένη
ισορροπία της τάξης, όσο για να φανερώσει την ακραία ανισότητα που χωρίζει αυτούς
που ασκούν την εξουσία από αυτούς που της
εναντιώνονται, εκφοβίζοντας τους υπόλοιπους. Σε κάθε παράβαση, πόσο μάλιστα σ’
αυτές που οι δράστες το ψελλίζουν κι όλας, ενυπάρχει ένα στοιχείο εξέγερσης
ενάντια στην εξουσία. Μ’ αυτές τις φωτογραφίες ενισχύεται η εξουσία, δεν
αποκαθίσταται η δικαιοσύνη. Με τη δημοσιοποίηση των φωτογραφιών ασκείται μια
πολιτική αρκετά πρωτόγονη, όπου χρησιμοποιείται το κακοποιημένο σώμα για να διατρανώσει η
εξουσία τη δύναμή της.
Η αυταρχικότητα όμως της εξουσίας δεν
αποτυπώνεται μόνο στο σώμα που κακοποιείται, αλλά μεταφέρεται και στο πνεύμα,
που υποχρεώνεται, μέσω νόμων βασισμένων στη λογική και τα συναινετικά συμβόλαια
ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις, να υπακούσει. Με το κακοποιημένο σώμα χαράζεται
μια διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στους εχθρούς και φίλους του πολιτικού
συστήματος, όμως η εξουσία γίνεται ακόμα πιο αποτελεσματική όταν πείθει το πνεύμα μας για
τη νομιμοποίησή της. Η εξουσία δεν χρησιμοποιεί
λοιπόν μόνο το μαστίγιο, αλλά επιβάλλει
κανόνες και διατάζει μέσω νόμων την εφαρμογή τους.
Η δημοσιοποίηση όμως της φρίκης της τιμωρίας, συγχρόνως για εκφοβισμό
και εξοικείωση, εμπεριέχει τον κίνδυνο από ένα σημείο και πέρα να δημιουργήσει
δεσμούς αλληλεγγύης μεταξύ κατηγορουμένων για εγκλήματα και τμημάτων των υποτελών τάξεων, τα οποία μπορεί
να νιώσουν την απειλή την νόμιμης, ανελέητης
και χωρίς μέτρο βίας και να προβούν σε ανεξέλεγκτες αντιδράσεις. Γι’ αυτό εκ παραλλήλου χρειάζεται και η πολιτική
συμπεριφορά να είναι και ευέλικτη,
αποδοτική και ικανή να ελέγχει ολόκληρο το κοινωνικό σώμα αποτρέποντάς το να
οργανωθεί, ώστε, σε συνδυασμό με το φόβο,
να διαλύεται, μέσω νόμων μάλιστα, οποιαδήποτε
δυνατότητα οργανωμένης αντίδρασης.
Οι δημοσιοποιημένες φωτογραφίες
και οι διαρροές του υπουργείου εργασίας
για τα συνδικαλιστικά δικαιώματα είναι οι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος. Και τα δυο είναι απότοκα της ίδιας αντίληψης
και τακτικής για τιθάσευση των
εργαζομένων που ακολουθεί η κυβέρνηση Σαμαρά – και όχι
μόνο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου