Μεταγνώσεις

«Ηταν οι καλύτερες μέρες, ήταν οι χειρότερες μέρες, ήταν τα χρόνια της σοφίας, ήταν τα χρόνια της άνοιας, ήταν η εποχή της πίστης, ήταν η εποχή της ολιγοπιστίας, η εποχή του Φωτός και η εποχή του Σκότους, ήταν η άνοιξη της ελπίδας και ήταν ο χειμώνας της απελπισίας, είχαμε μπρος μας τα πάντα, είχαμε μπρος μας το τίποτε, πηγαίναμε όλοι στον Παράδεισο, πηγαίναμε όλοι στο αντίθετό του»
Ch Dickens, A Tale of Two Cities

«Εσύ κι εγώ Ζόιντ, είμαστε σαν τον Μπιγκ Φουτ. Οι καιροί περνούν, εμείς ποτέ δεν αλλάζουμε…»
Τ Πύντσον, Vineland

«Οι άνθρωποι κάνουν την ίδια τους την Ιστορία, δεν την κάνουν όμως κάτω από ελεύθερες συνθήκες, που διάλεξαν μόνοι τους, μα κάτω από συνθήκες που βρέθηκαν άμεσα, που δόθηκαν και κληρονομήθηκαν από το παρελθόν.»
K Μαρξ, Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη

«Αυτοί που ελέγχουν το Μικροσκοπικό, ελέγχουν τον κόσμο»
Τ Πύντσον,
Mason & Dixon

Κυριακή 10 Φεβρουαρίου 2013

Tι Πιστεύω αλλά δεν μπορώ να Αποδείξω (8)



Jesse Bering, πειραματικός ψυχολόγος. Η έρευνά του προσπαθεί να βρει συνδετικούς κρίκους μεταξύ της εμπειρικής γνωσιακής επιστήμης και κλασικών θεμάτων της υπαρξιακής φιλοσοφίας. 


  
Το 1936, λίγο μετά το ξέσπασμα του Ισπανικού εμφυλίου πολέμου, ο Miguel de Unamuno, συγγραφέας του κλασσικού υπαρξιακού κειμένου «Tragic Sense of Life», πέθανε μόνος του στο γραφείο του από καρδιακή προσβολή στα 72 του χρόνια. 

Ο Unamuno δεν ήταν κανείς θιασώτης του θρησκευτικού συναισθηματισμού. Ως εφημέριος και καθηγητής των Ελληνικών στο πανεπιστήμιο της Σαλαμάνκα, ήταν υποστηρικτής των ορθολογικών ιδεών και, μετά το θάνατο του, ένας λαϊκός ήρωας που είχε αποκηρύξει το φασιστικό καθεστώς του Francisco Franco. Ήταν, ωστόσο, επιβαρυμένος με ένα πνευματικό φορτίο που του δημιουργούσε προβλήματα σε όλη σχεδόν τη ζωή του. Ήταν το πρόβλημα του θανάτου. Πιο συγκεκριμένα, το πρόβλημα του δικού του θανάτου και πως του φαινόταν ο θάνατος, προσωπικά, μετά το συμβάν: «Η προσπάθεια να το κατανοήσεις προκαλεί τους πιο βασανιστικούς ιλίγγους», έγραφε.

Ασχολήθηκα με το παράδοξο του Unamuno γιατί πιστεύω ότι είναι ένα πρόβλημα που μας απασχολεί όλους. Είναι, πολύ απλά, η υλιστική αντίληψη ότι η συνείδηση τελειώνει με το θάνατο η οποία συγκρούεται με την ανικανότητα του ανθρώπου να προσομοιώσει την ψυχολογική κατάσταση του θανάτου. Παίρνοντας μια μετριοπαθή στάση μπορεί κανείς να βγάλει εύκολα το συμπέρασμα ότι ως πτώματα δεν μπορούμε να βιώσουμε νοητικές καταστάσεις αν και αυτή η θεωρητική θέση μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο με μια συγκεκριμένη επιστημονική γνώση (π.χ., εγκέφαλος που δεν λειτουργεί ισοδυναμεί με παύση της νόησης). Με το να υποστηρίζει κανείς ότι ψυχολογικές καταστάσεις είναι δυνατές και μετά το θάνατο, ή να αναφέρεται απλώς σ’ αυτήν την πιθανότητα, στην ουσία αποδέχεται μια μορφή δυϊσμού νόησης-σώματος.

Σκεφτείτε πόσο αλλόκοτο είναι κάτι τέτοιο: Ο θάνατος κατανοείται ως ένα μεταβατικό γεγονός που αποδεσμεύει την ψυχή από το σώμα, με την ψυχή να είναι η ουσιαστική προσωπικότητα του τεθνεώτος και η έμβια δύναμη της αδρανούς πλέον φυσικής  μορφής. Η δυϊστική αυτή αντίληψη βλέπει τον εαυτό κάτι που περιέχεται αρχικά μέσα σε μια σωματική μάζα, ως τη δύναμη που δίνει κίνητρα για κάθε πράξη και που τελικά αποχωρεί από το σώμα μόλις αυτό αφήσει την τελευταία του πνοή. Τότε, τι ακριβώς κάνει ο εγκέφαλος αν οι νοητικές δραστηριότητες μπορούν να υπάρξουν ανεξάρτητα απ’ αυτόν. Εν τέλει, όπως το έθεσε ο John Dewey, το «νοώ/νοούμαι» (mind) είναι ρήμα και όχι ουσιαστικό. 

Και, είναι αλήθεια, ότι αυτή η ριζοσπαστική άποψη είναι ιδιαιτέρως εκτεταμένη. Στις ΗΠ μόνο, περισσότερο από το 95% του πληθυσμού φέρεται να πιστεύει στην μετά θάνατο ζωή. Πώς είναι δυνατόν τόσοι άνθρωποι να κάνουν λάθος; Πολύ εύκολα, αν κάποιος λάβει υπόψη του ότι όλοι μας λειτουργούμε με το ίδιο «πειραγμένο» ψυχολογικό χαρντγουέρ. Και μπαίνει κανείς στον πειρασμό να αναρωτηθεί, όπως ο Φρόυντ, μήπως είναι η επιθυμία των ανθρώπων για μετά θάνατο ζωή που βρίσκεται πίσω από μια τόσο κοινή πεποίθηση. Αλλά θα ήταν λάθος να μείνει κανείς σ΄αυτό το συμπέρασμα, αν και υπάρχουν πολλά πειστικά στοιχεία που υποδεικνύουν ότι οι συναισθηματικοί παράγοντες έχουν σημαντική συνεισφορά στη διαμόρφωση της κοινής σχεδόν ανθρώπινης πεποίθησης για μετά θάνατο ζωή. Όποια και αν είναι τα κίνητρα μας για απόρριψη ή αποδοχή της ιδέας της άυλης ψυχής που αψηφά το φυσικό θάνατο, αυτό που δεν θα μπορέσουμε ποτέ να κάνουμε είναι να διαμορφώσουμε άποψη για το αν η ικανότητα να διαχωρίζουμε ανάμεσα σε μη παρατηρήσιμη νόηση και παρατηρήσιμο σώμα είναι προτέρημα του είδους μας και μόνο.  
Υπάρχει όμως ένα επιπλέον εμπόδιο. Η υλιστική εκδοχή του θανάτου είναι μια τελείως ξενέρωτη μηδενική υπόθεση. Το επιστημολογικό πρόβλημα της γνώσης του πως είναι να είσαι πεθαμένος δεν θα λυθεί ποτέ. Παρ’ όλα αυτά, πιστεύω ότι ο Unamuno θα ήταν περήφανος για τις πρόσφατες επιστημονικές προσπάθειες που γίνονται για να καταγράψουν τη μηχανική του παραδόξου του. Σε μια πρόσφατη μελέτη, για παράδειγμα, ανέφερα ότι όταν οι ενήλικες συμμετέχοντες ρωτούνταν για την άποψη τους σχετικά με την ψυχολογική κατάσταση κάποιου που μόλις πέθανε σε ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα, ακόμη και αυτοί που αργότερα αυτοπροσδιορίστηκαν ως «εξαλειπτικοί» (δηλ., άνθρωποι που συμφώνησαν με τη θέση «Πιστεύουμε ότι η ψυχή ή η συνειδητή προσωπικότητα ενός προσώπου εξαλείφεται τη στιγμή που το σώμα πεθαίνει»), δήλωσαν ότι ο νεκρός ήξερε ότι ήταν νεκρός (κάτι που σίγουρα απαιτεί λειτουργούσες γνωσιακές δυνατότητες). Η απάντηση ενός νεαρού εξαλειπτικού ήταν μάλιστα σχεδόν κωμική: «Ω, ναι, το ήξερε – και αυτό γιατί δεν πιστεύω στη μετά θάνατο ζωή. Δεν υπάρχει. Ο νεκρός έβλεπε το τώρα». Όσο και να προσπαθούσε να είναι ένας καλός υλιστής, ο νεαρός δεν έπαυε να είναι δυϊστής.
Πώς να εξηγήσω τέτοια ευρήματα; Το να προσπαθήσω να ανακατασκευάσω την νοητική κατάσταση κάποιου κατά τη διάρκεια ύπνου χωρίς όνειρα, θεωρώντας ότι αυτή η κατάσταση αναπαριστά την κατάσταση της μη συνειδητότητας, παρουσιάζει μεγάλους, αν όχι ανυπέρβλητους γνωσιακούς περιορισμούς. Το να βασιστώ σε στρατηγικές προσομοίωσης για να εξάγω πληροφορίες σχετικά με τη νόηση ενός νεκρού, θα απαιτούσε από μένα να μπω στο μυαλό τους, κάτι που είναι αδύνατο. Πριν αρκετές δεκαετίες, ο αναπτυξιακός ψυχολόγος Gerald Koocher βρήκε ότι μια ομάδα παιδιών που εξετάστηκαν ως προς την εκ μέρους τους κατανόηση του θανάτου, απάντησαν στο ερώτημα του «πώς φαντάζονταν πως είναι το να είναι κανείς πεθαμένος» με αναφορές «στον ύπνο, σε αίσθηση γαλήνης, ή σε κατάσταση παρατεταμένης ζαλάδας». Πιο πρόσφατα, με το συνεργάτη μου David Bjorklund, παρατηρήσαμε ότι ήταν πιθανότερο για τα νεαρότερα παιδιά (συγκριτικά με τα μεγαλύτερα) να αποδώσουν νοητικές ικανότητες στους νεκρούς – ένα εύρημα που βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με αυτά που θα περίμενε να βρει κανείς αν αποδώσει τις πεποιθήσεις αυτές αποκλειστικά στο πολιτισμικό περιβάλλον και την εντός αυτού διαπαιδαγώγηση.
Φαίνεται ότι η τυπική γνωσιακή στάση επιχειρηματολογεί υπέρ της αθανασίας της ανθρώπινης νόησης. Η ολοένα και μεγαλύτερη συγκέντρωση επιστημονικών δεδομένων που δεν υποδεικνύουν κάτι τέτοιο μπορεί να αποσυντονίζει κάπως αυτή τη στάση αλλά, όπως αποκάλυψε ο Unamuno, ακόμη και επιστήμη δεν μπορεί να δώσει απάντηση στο Μεγάλο Ερώτημα. Μην με παρεξηγήσετε. Σαν τον Unamuno, δεν πιστεύω στη μετά θάνατο ζωή. Τα πιο πρόσφατα ευρήματα με έχουν οδηγήσει στην εκτίμηση ότι όλα αυτά είναι συνειδητή αυταπάτη που παράγεται από ένα ψυχολογικό σύστημα σχεδιασμένο να σκέφτεται πάνω σε μη παρατηρήσιμες νοητικότητες. Εντάξει, η ψυχή είναι ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του ανθρώπου. Αλλά χωρίς την εξελισσόμενη ικανότητα μας να σκεφτόμαστε πάνω στη νόησή μας, η ψυχή δεν θα υπήρχε. Και στην περίπτωση αυτή, η απόδειξη δεν μπορεί να βρεθεί στο εμπειρικό πεδίο. Σε τελική ανάλυση, μιλάμε για το θάνατο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου