Tης
Μπίνι Αντάμτσακ
Το ερώτημα τι είναι κομμουνισμός και τι χαρακτηριστικά πρέπει να έχει, συνοδεύεται πάντα από τη δικαιολογημένη καχυποψία ότι επεκτείνει το υπάρχον (το κεφάλαιο, την πολιτική, το υποκείμενο) πέρα από τα όρια της ύπαρξής του. Η ουτοπική φαντασία φέρει πάντα εντός της τον κίνδυνο να καταστρώσει ένα σχέδιο το οποίο, για να υλοποιηθεί, χρειάζεται να θέσουμε ως απώτερο στόχο ένα κανονιστικό ιδανικό. Έτσι όμως, η εικόνα του μέλλοντος μπορεί να μετατραπεί σε πρότυπο του μέλλοντος, και το να περιγράψεις το μέλλον μπορεί να σημαίνει ότι το υπαγορεύεις. Αυτό πρέπει να το λάβουμε υπόψη μας.
Ο συσχετισμός δυνάμεων στην ιστορία μάς υποχρεώνει να συγκροτήσουμε μια επιθυμία, που θα μπορεί να αγκυρώνει σε κάθε σχισμή της καθημερινής ζωής το όραμα για έναν καλύτερο κόσμο, μια επιθυμία που σε κάθε στιγμή κοινωνικής οδύνης θα αξιώνει μια διαφορετική ζωή. Την ίδια στιγμή όμως πρέπει να ρωτάμε, επιστρατεύοντας την ευρύτερη δυνατή ιστορική γνώση και την πλέον διεισδυτική θεωρητική κριτική, κατά πόσο αυτή η επιθυμία οδηγεί σε αδιέξοδα που θα μπορούσαμε ίσως να τα αποφύγουμε.
Ωστόσο, κι αν ακόμα είναι απαραίτητη μια προφητική τεχνητή προσθήκη προκειμένου να μεταμορφώσουμε την επιθυμία για κομμουνισμό σε κομμουνιστική επιθυμία, εντούτοις αυτή η επιθυμία δεν θα μπορεί παρά να είναι κομμουνιστική, εάν σε κάθε ιστορική συνθήκη δείχνει, εκ νέου και ενάντια στον εκφυλισμό και τον περιορισμό των αναγκών, ότι μπορείς από τώρα κιόλας να θελήσεις περισσότερα.
Απόπειρες κομμουνισμού
Τι είναι ο κομμουνισμός; Είναι μήπως η κοινωνία όπου όλοι παίρνουν τον ίδιο μισθό, όπου γίνεται πραγματικότητα η αστική υπόσχεση της ισότητας; Μια κοινωνία η οποία, όπως λένε οι επικριτές της, τους κάνει όλους ίδιους, το ίδιο φτωχούς και το ίδιο διεφθαρμένους, μια κοινωνία που επιβραβεύει τους «τεμπέληδες» και αποθαρρύνει τους «εργατικούς», επειδή καταργεί το κίνητρο για αποδοτικότητα.
Ή μήπως είναι η κοινωνία στην οποία τα μέσα παραγωγής είναι δίκαια κατανεμημένα, βρίσκονται δηλαδή στην ιδιοκτησία εκείνων που τα χρησιμοποιούν, είναι η κοινωνία όπου όλοι παράγουν αυτόνομα και ανταλλάσσουν δίκαια, επειδή έχει καταργηθεί το χρήμα;
Ή μήπως ο κομμουνισμός είναι η κοινωνία χωρίς ταξικές ανισότητες, καθώς έχει καταργηθεί η ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, η κοινωνία όπου καθένας παίρνει από τον κοινωνικό πλούτο τόσο όσο έχει συμβάλει στην παραγωγή του, δηλαδή όλο τον μόχθο μιας εργάσιμης ημέρας –χωρίς μειώσεις, χωρίς εκμετάλλευση; Μια κοινωνία όπου τα πάντα ανήκουν στις εργαζόμενες, μια κοινωνία εργατριών;
Είναι μήπως ο κομμουνισμός η κοινωνία η οποία έχει αφήσει πίσω της όλα τα περιττά και αλλοτριωμένα καταναλωτικά αγαθά, που εξουσιάζουν τη ζωή των ανθρώπων στον καπιταλισμό, που διεγείρουν την απληστία τους και τους αποπροσανατολίζουν από τα ουσιώδη; Είναι δηλαδή η κοινωνία που θέλει τις πραγματικές ανάγκες των ανθρώπων πάνω από την ανάγκη για αύξηση της παραγωγικότητας;
Ή μήπως ο κομμουνισμός είναι η κοινωνία στην οποία δεν διεξάγεται πια μάχη για την κατανομή του πλούτου και στην οποία η πολιτική έχει μετατραπεί σε απλή διαχείριση των πραγμάτων, επειδή η φτώχεια έχει εξαλειφθεί και ο πλούτος ρέει άφθονος από παντού; Η κοινωνία που σχολάει ιστορικά την εργασία και κάνει την πολυτέλεια προσιτή σε όλους, η κοινωνία όπου η σαμπάνια ρέει ποτάμι και τα (μετα)μοριακά γεύματα προσγειώνονται σε ανοιχτά στόματα;
Είναι ο κομμουνισμός η κοινωνία στην οποία δεν υπάρχουν πια συγκρούσεις, η κοινωνίας της αρμονίας και της στασιμότητας; Ή μήπως είναι ο κομμουνισμός η κοινωνία με την οποία τελειώνει η προϊστορία και αρχίζει η ιστορία των ανθρώπων, η κοινωνία στην οποία οι άνθρωποι αρχίζουν να διαμορφώνουν συνειδητά την ιστορία τους; Η κοινωνία που σημαίνει επιτέλους την έναρξη της πολιτικής, διότι μόλις σε αυτή την κοινωνία οι άνθρωποι, απελευθερωμένοι από ανεξαρτητοποιημένες δομές, από την εξουσία της νεκρής εργασίας και των «αντικειμενικών συνθηκών», μπορούν να αποφασίσουν για τη μοίρα τους;
Με λίγα λόγια, είναι άραγε μια κοινωνία ριζοσπαστικής δημοκρατίας; Είναι ο κομμουνισμός η κοινωνία που διαλύει τη μονάδα την οποία συνιστά το άτομο, η κοινωνία όπου η απομόνωση παίρνει τέλος; Πρόκειται για την κοινωνία που υποτάσσει το ειδικό στο γενικό; Ή μήπως γι’ αυτήν που απελευθερώνει το μη ταυτόσημο, γιατί ακυρώνει την εξουσία του μέσου όρου και εξουδετερώνει την ανάγκη για ταυτότητα; Μήπως στον κομμουνισμό βρίσκει επιτέλους τον εαυτό του το συλλογικό υποκείμενο «ανθρωπότητα», καθώς οικειοποιείται έναν κόσμο που εντέλει της ανήκει, αφού αυτή τον έφτιαξε;
Ή μήπως η κομμουνιστική κοινότητα είναι εκείνη που δεν συγκροτείται ούτε παρουσιάζεται μέσω κάποιας κοινής εργασίας, που σε καμία περίπτωση δεν οφείλει να πραγματώσει ή να αναπαραστήσει το ανθρώπινο ον; Μια κομμουνιστική κοινότητα ή κοινωνία που μάλλον μαθαίνει να χαιρετίζει παρά να ελέγχει το ανεξέλεγκτο περίσσευμα του κοινωνικού; Δηλαδή ένας κομμουνισμός λιγότερο της ιδιοποίησης και περισσότερο της «εξ-ιδιοποίησης», δίχως κέντρο και ενότητα –community without unity– στον οποίο οι άνθρωποι, τα ζώα και τα πράγματα συνδέονται μεταξύ τους με νέους και διαφορετικούς τρόπους;
Από τον ενικό στον πληθυντικό
Χωρίς να το αντιληφθούμε, η έννοια του κομμουνισμού πολλαπλασιάστηκε. Από τον κομμουνισμό φτάσαμε στους κομμουνισμούς, οι οποίοι, πέρα από έναν πραγματικό κομμουνιστικό πλουραλισμό, υποδηλώνουν ότι η έννοια του κομμουνισμού είναι αμφιλεγόμενη, ότι συνιστά πεδίο πολιτικής αντιπαράθεσης. Όλες αυτές οι αντιφατικές έννοιες του κομμουνισμού εκφράστηκαν ή εκφράζονται από φιλελεύθερες ή αυταρχικές κομμουνίστριες, από σοσιαλίστριες, από εχθρούς τους συστήματος. Έτσι ο κομμουνισμός σήμαινε ανέκαθεν πολύ περισσότερα από μόνη την άρνηση του καπιταλισμού, καθώς εμπλέκεται ευθύς εξαρχής στην κριτική στους άλλους κομμουνισμούς και τις σοσιαλιστικές ουτοπίες, στη σύγκρουση για το μέλλον.
Παρ’ όλα αυτά, και εξαιτίας τους, μπορούμε να εννοήσουμε τον κομμουνισμό ως την προσπάθεια να αρνηθούμε τουλάχιστον όλα τα δεινά που γεννά η καπιταλιστική κοινωνία και όχι μόνο ένα τμήμα της. Αν όμως εννοήσουμε έτσι τον κομμουνισμό, τότε ο λόγος των αντικαπιταλιστικών ουτοπιών συνοδεύεται από το ερώτημα σε ποιον βαθμό τα εκάστοτε αντιπαραδείγματα παραμένουν εγκλωβισμένα στο καπιταλιστικό πρότυπο. Η ουτοπία αποδεικνύεται συνεχιστής ανεπιθύμητων στοιχείων του υπάρχοντος όταν η κριτική στον καπιταλισμό, η οποία αποτελεί τη βάση της, μπορεί να αναλυθεί ως κριτική στον καπιταλισμό από την οπτική γωνία του καπιταλισμού, ως μια κριτική επομένως που εξιδανικεύει μια ορισμένη στιγμή του καπιταλισμού αποσιωπώντας τον οδυνηρό χαρακτήρα της, προκειμένου να τη στρέψει ενάντια στις υπόλοιπες στιγμές του καπιταλισμού (…)
Aπό το αρνητικό στο θετικό
Αν μπορούμε να συστηματοποιήσουμε από κομμουνιστική οπτική γωνία τις διαφορετικές κριτικές στον καπιταλισμό, καθώς και τις (κομμουνιστικές) ουτοπίες που συνδέονται με αυτές, με βάση τις ποικίλες ανεπάρκειές τους, αν μπορούμε να τις επικρίνουμε από κομμουνιστική οπτική γωνία επειδή η κριτική που ασκούν στον καπιταλισμό εκκινεί από μια καπιταλιστική οπτική γωνία (κυκλοφορία, παραγωγή, κατανάλωση), τότε θα πρέπει να θέσουμε και το ερώτημα ποια είναι εντέλει η οπτική γωνία αυτής της συστηματοποίησης και αυτής της κριτικής, κι αν μπορεί κανείς να την υιοθετήσει, ποιος είναι ο τόπος του κομμουνιστικού μη τόπου α-τόπου.
Όμως η κομμουνιστική οπτική γωνία μπορεί ν συνιστά καταρχήν οπτική γωνία ή μήπως τελικά η στατικότητα τέτοιων τοπικών προσδιορισμών είναι εντελώς αταίριαστη με την κίνηση της κομμουνιστικής κριτικής, μήπως δηλαδή αντί για οπτικές γωνίες και σημεία θέασης θα έπρεπε να μιλάμε για ίχνη μιας πορείας, για μονοπάτια και ακτίνες βολής;
Ο Αντόρνο, στο έργο του Minima Moralia, δίνει μια παράδοξη απάντηση στο ζήτημα της κανονιστικότητας, δηλαδή στο ζήτημα της οπτικής γωνίας. Γράφει «Η μόνη φιλοσοφία, για την οποία, μπροστά στην απόγνωση, μπορεί ακόμη να αναληφθεί η ευθύνη, θα ήταν η απόπειρα να θεωρεί κανείς τα πράγματα έτσι, όπως θα παρουσιαζόταν από τη σκοπιά της λύτρωσης». Κι αυτό είναι «όμως και το εντελώς αδύνατο, αφού προϋποθέτει μια σκοπιά απομακρυσμένη, έστω κατά ένα ελάχιστο, από το μαγικό κύκλο της ύπαρξης (…).»
Η κομμουνιστική οπτική γωνία
Αυτή η προοπτική δεν εγκαταλείπει εντελώς την έννοια της οπτικής γωνίας ως μοτίβο σκέψης, αλλά τη μεταφέρει από το παρελθόν (της καταγωγικής αρχής, του πρώιμου κομμουνισμού, της μητριαρχίας) ή από τη διιστορικότητα (της φύσης, της ανθρωπολογίας) στο μέλλον. Η ελπίδα έγκειται στο ότι οι επόμενες γενιές ανθρώπων θα βλέπουν τόσο καθαρά τον παραλογισμό και την περιττή βαρβαρότητα της καπιταλιστικής κοινωνικοποίησης όσο φαίνεται σε εμάς σήμερα εξωπραγματικό και αλλόκοτο το γεγονός ότι υπήρχαν κάποτε άνθρωποι που πίστευαν στη θεωρία των δύο φύλων ή στο ότι η Γη είναι επίπεδη.
Και ακριβώς αυτή η αδυναμία κατάληψης του μελλοντικού σημείου θέασης συνιστά κατά τον Αντόρνο τη χειραφετική στιγμή του αιτήματος να υιοθετήσουμε το εν λόγω σημείο. Αυτή η αδυναμία κατάληψής του οφείλει να προφυλάξει τη σκέψη από τον κίνδυνο να παραδοθεί στην ψευδαίσθηση ότι είναι μια σκέψη υπεράνω κοινωνικών καθορισμών, επειδή ακριβώς η φαντασίωση της ελευθερίας της σκέψης προετοιμάζει το έδαφος επί του οποίου επεκτείνονται τα όρια της αστικής κοινωνίας χωρίς οι επικριτές της να το αντιληφθούν. «Πρέπει η ίδια [ η σκέψη] να κατανοήσει ακόμη και την αδυνατότητά της στο όνομα της δυνατότητας»(στο ίδιο). Το παράδοξο να μην μπορεί η εξωτερική γωνία θέασης να καταληφθεί κι όμως να πρέπει να καταληφθεί, οφείλει να προφυλάξει τους κριτικούς από τη φετιχοποίηση των ίδιων τους των προϊόντων, από την ψευδαίσθηση που γεννά ο ουτοπισμός ότι θα μπορούσαμε σήμερα κιόλας να πούμε πώς θα έπρεπε να είναι μια απελευθερωμένη κοινωνία. Η σύλληψη της κομμουνιστικής γωνίας θέασης ως α- κατάληπτης πρέπει να την προστατεύσει από τον κίνδυνο να παραμείνει αυτή στο έδαφος του καπιταλισμού.
Η ιστορικότητα του κομμουνισμού
Αλλά πόσο σίγουρη είναι αυτή η προστασία ; Είναι πράγματι το μέλλον τόσο ανέγγιχτο από το παρόν όσο διακηρύσσει, και είναι υποχρεωμένος να διακηρύξει ο Αντόρνο; Μήπως το παρόν δεν προσπαθεί διαρκώς να αγγίξει το μέλλον, όπως ακριβώς προσπαθεί το παρελθόν να αγγίξει το παρόν; Δεν αλλάζει άραγε η ιδέα που έχουμε για το μέλλον, όπως ακριβώς αλλάζει το πραγματικό μέλλον με κάθε αλλαγή που συμβαίνει στο παρόν (αλλαγή = παραγωγή μέλλοντος, υλοποίηση μια δυνατότητας και άρα δημιουργία και αποκλεισμός δυνατοτήτων); Κι επομένως δεν πρέπει να αλλάζει διαρκώς το μέλλον και η ιδέα μας γι’ αυτό, αν το λυτρωτικό μέλλον είναι η άρνηση της εκάστοτε υπάρχουσας οδύνης; Μπορεί ποτέ αυτή η άρνηση να μένει η ίδια, όταν αλλάζει αυτό το οποίο αρνούμαστε;
Αν το εκτός, δηλαδή ο κομμουνισμός, δεν μπορεί καν να μείνει ανέγγιχτο από την ιστορία –κι αν, προπαντός, δεν πρέπει να μείνει ανέγγιχτο– τότε είναι ακριβώς η απαγόρευση της εξεικόνισης εκείνη που δουλεύει προς όφελος του φετιχισμού, γιατί ορίζει τον κομμουνισμό ως ανέγγιχτο, αδιάσπαστο, αμόλυντο, υπεριστορικό. Άραγε ο λόγος του Αντόρνο περί «του μέλλοντος» , «της απελευθέρωσης», «της λύτρωσης» δεν εμποδίζει ακριβώς τη γνώση ότι καμιά από αυτές τις έννοιες δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι ταυτόσημη με τον εαυτό της, ότι σήμερα κομμουνισμός σημαίνει κάτι άλλο από ό,τι σήμαινε εκατό χρόνια πριν, και ότι αύριο θα πρέπει να σημαίνει κάτι άλλο από ότι σημαίνει σήμερα; «Η κομμουνιστική κριτική δεν μπορεί να μένει αδιάφορη απέναντι στην αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων. Ο πυρήνας της είναι έγχρονος. Η σημασία του κομμουνισμού πρέπει να ορίζεται εκ νέου σε κάθε συγκυρία»
Ο παράδοξος καθορισμός τού εκτός σημαίνει για τον Αντόρνο ότι είναι αφενός απολύτως αδύνατο να υιοθετήσουμε εκείνη τη μελλοντική οπτική γωνία, αλλά και αφετέρου «το πιο απλό από όλα, αφού η κατάσταση αποζητά επιτακτικά μια τέτοια γνώση, αφού μάλιστα η πλήρης αρνητικότητα, μόλις την αντικρίσει κανείς κατάματα, κρυσταλλώνεται σε εναντιόμορφη γραφή του αντιθέτου της».
Η άρνηση της άρνησης δεν είναι αυτόματα κατάφαση
Όμως αυτή η κρυστάλλωση δεν συμβαίνει ποτέ από μόνη της. Η θεωρητική άρνηση της άρνησης δεν μετατρέπεται αυτομάτως σε κατάφαση, από την κριτική στον καπιταλισμό και την κριτική στις περιορισμένες κριτικές στον καπιταλισμό δεν προκύπτει δια της επαγωγής το αντίθετό τους, το αντιρεαλιστικό μοντέλο. Ακόμα κι από το πιο ακριβές αρνητικό μπορούμε να πάρουμε διαφορετικές εκτυπώσεις, μπορούν να προκύψουν εκατοντάδες διαφορετικές φωτογραφίες ανάλογα με το φωτισμό, την οπτική γωνία και τη χρησιμοποιούμενη τεχνική.
Αυτή η κριτική άρση της απαγόρευσης της εξεικόνισης απολαμβάνει ξαφνικά την υποστήριξη ακόμη και του ίδιου του Αντόρνο, ο οποίος λέει σε μια συνομιλία του με τον Έρνστ Μπλοχ : «Διότι, με το να μας απαγορεύεται να φτιάξουμε μια εικόνα, συμβαίνει ταυτόχρονα κάτι πολύ κακό. Δηλαδή το ότι όσο περισσότερο το δέον μπορεί να διατυπωθεί μόνο ως αρνητικό, τόσο λιγότερο μπορούμε να το φανταστούμε. Τότε όμως, κι αυτό είναι μάλλον ακόμα πιο ανησυχητικό, αυτή η απαγόρευση συγκεκριμένης αναφοράς στην ουτοπία τείνει να αμαυρώνει την ουτοπική συνείδηση και να καταπίνει εκείνο που είναι πράγματι κρίσιμο, δηλαδή την επιθυμία να είναι αλλιώς τα πράγματα»
Η κομμουνιστική επιθυμία
Εδώ ο Αντόρνο συναντά τον Φουκώ, ο οποίος ισχυρίζεται, σε μια άλλη συνομιλία: «Κατά τη γνώμη μου, ο ρόλος του διανοούμενου σήμερα συνίσταται στο να καταστήσει την εικόνα της επανάστασης τόσο επιθυμητή όσο ήταν τον δέκατο ένατο αιώνα (…) Γι αυτόν τον σκοπό είναι αναγκαίο να εφευρεθούν νέοι τρόποι διαπροσωπικής επαφής, νέοι τρόποι επιθυμίας και σεξουαλικής ζωής». Χρειάζεται επομένως κάποιο θάρρος για να αρθρώσεις, να σκιαγραφήσεις και να δώσεις στην κομμουνιστική επιθυμία ένα προσωρινό τεχνητό αντικείμενο, που με τη σειρά του θα γεννά μια κομμουνιστική επιθυμία.
Εδώ παίζονται πολλά, διότι όσο λιγότερο οι άνθρωποι είναι σε θέση να κάνουν ό,τι θέλουν, τόσο λιγότερο θέλουν να θέλουν (να επιθυμούν κάτι σφόδρα). Και πώς θα κάνουν οι άνθρωποι ό,τι θέλουν, αν δεν (θέλουν να) ξέρουν καν τι θέλουν; Εάν τα όρια του εφικτού ορίζουν κι αυτό που μπορείς να επιθυμήσεις, τότε ήδη αξίζει να επιθυμείς το επιθυμείν. Πρέπει να εφευρεθεί, πρέπει να γίνει αντικείμενο επιθυμίας. Να επιθυμείς την επιθυμία. Αυτή είναι η κομμουνιστική επιθυμία: επιτέλους η αθλιότητα να λάβει ένα τέλος.
Ωστόσο τη δυνατότητα μιας κομμουνιστικής επιθυμίας δεν τη βαραίνει μόνο το τέλος της ιστορίας, αλλά προπαντός το τέλος της επανάστασης. Όχι μόνο το 1989 αλλά ακόμα περισσότερο το 1939, το 1938, και τα επόμενα χρόνια ως το 1924 και το 1917. Άραγε, ύστερα από τις αποτυχημένες προσπάθειες του εικοστού αιώνα να γίνει πραγματικότητα η κομμουνιστική κοινωνία, μπορούμε ακόμα να απαντάμε διά της σιωπής στο ερώτημα πώς θα έπρεπε τέλος πάντων να είναι και πώς θα είναι ο κομμουνισμός;
Μπορούμε να μιλάμε για τον κομμουνισμό εκκινώντας από την ψευδαίσθηση μιας άμεσης, αμόλυντης και αδιάφορης απέναντι στην ιστορία του μαρξισμού πρόσβασης σε κάποιο πρωταρχικό μαρξικό κείμενο, να μιλάμε γι’ αυτόν αγνοώντας την ιστορία και τις γενιές που μας χωρίζουν από το κείμενο του Μαρξ; Μπορεί να λέγεται σήμερα κομμουνίστρια όποια αρνείται από ντροπή να αναλάβει την ευθύνη για την κληρονομιά του σταλινισμού και για τα θύματά του;
Αλλά στο ερώτημα για την εξασφάλιση απέναντι στους κινδύνους της επανάστασης, η εύκολη υπόσχεση ότι την επόμενη φορά τα πράγματα θα γίνουν πιο δημοκρατικά είναι εξίσου επιπόλαιη όσο και η δήθεν ριζοσπαστική απάντηση ότι δεν μπορούμε, και μάλιστα ότι δεν επιτρέπεται, να κάνουμε δηλώσεις για το πώς θα είναι ο κομμουνισμός. Η απαγόρευση της εξεικόνισης, η οποία θέλει να εξαλείψει τη δυνατότητα να επαναληφθεί το παρόν μέσα στο όνειρο, μετατρέπεται σε ψέμα που συγκαλύπτει τη δυνατότητα να επαναληφθεί το παρελθόν στο όνειρο.
Το αξίωμα ότι η ωραία εικόνα του πραγματικού κομμουνισμού δεν είναι ορατή, γίνεται η νομιμοποίηση που χρειαζόμαστε για να μπορούμε να κλείνουμε τα μάτια μπροστά στις άσχημες εικόνες του λάθος κομμουνισμού. Λες κι η απάντηση στο ερώτημα γιατί ο κομμουνισμός του μέλλοντος δεν θα μοιάζει με τον κομμουνισμό του παρελθόντος εναπόκειται σε ένα βέβαιο ή αβέβαιο μέλλον και όχι στις ίδιες τις κομμουνίστριες.
Η Μπίνι Αντάμτσακ (Bini Adamczak) είναι ένα σχετικά νέο πρόσωπο στην κόλαση (ή στον παράδεισο, αν προτιμάτε) των επαναστατικών ιδεών – γεννήθηκε μόλις το 1979, και η εικόνα της σίγουρα δεν μοιάζει με την εικόνα των ηλικιωμένων φιλοσόφων.
Σπούδασε, βέβαια, φιλοσοφία στη Φραγκφούρτη και ζει στο Βερολίνο, δηλαδή βρέθηκε σ’ ένα τόπο, όπου η φιλοσοφία, ακόμη και μόνο ως ιστορικό βάρος, σε «απειλεί» σε κάθε σου βήμα.
Η Μπίνι Αντάμτσακ απαντάει σ’ αυτή την «απειλή» γράφοντας (και εικονογραφώντας) ένα μικρό βιβλίο –88 σελίδες όλο κι όλο– με τον προκλητικό τίτλο «Κομμουνισμός, μια μικρή ιστορία για το πώς, επιτέλους, θα αλλάξουν όλα».
Η εικονογράφηση από την ίδια τη συγγραφέα δεν είναι η μόνη ούτε η σημαντικότερη πρωτοτυπία του. Ούτε το γεγονός ότι, ακόμα κι όταν μιλάει σε τρίτο πρόσωπο, δεν χρησιμοποιεί το αρσενικό γένος –ως συνήθως συμβαίνει– αλλά το θηλυκό. Εκείνο που κάνει ξεχωριστό αυτό το βιβλιαράκι, είναι ότι το μεγαλύτερο μέρος του –εκτός του επιλόγου– είναι γραμμένο σαν «μικρή ιστορία».
Με μια γλώσσα εύληπτη, που δεν αφαιρεί από την ανάλυση ίχνος από την αναγκαία φιλοσοφική – επιστημονική αυστηρότητα. Με μια ροή που αναγκάζει και τον λιγότερο ψημένο σ’ αυτές τις αναζητήσεις να το διαβάσει μονορούφι – και να επανέλθει, γιατί θα του χρειαστεί. Και, τέλος, με μια «ελαφρότητα» που κάνει πολύ πιο οικεία την προσέγγιση θεμάτων τα οποία από μόνα τους είναι «βαριά», αλλά συχνά στην αριστερά τα κάνουμε ακόμα βαρύτερα για τον κόσμο που μας ακούει.
Ενδεικτικά σημειώνουμε τους τίτλους των ολιγοσέλιδων «κεφαλαίων» του βιβλίου:
«Τι είναι κομμουνισμός. Τι είναι καπιταλισμός. Πώς γεννήθηκε ο καπιταλισμός. Τι είναι η εργασία. Τι είναι η αγορά. Τι είναι η κρίση. Τι να κάνουμε». Το τελευταίο κεφάλαιο περιέχει τις έξι προσπάθειες προσδιορισμού του κομμουνισμού, στη θεωρία και στην πράξη, όπως τις διακρίνει η συγγραφέας, σαν προσπάθειες σε μια ανηφορική πορεία προς την καλύτερη, την πιο ολοκληρωμένη δυνατή απάντηση στο ζήτημα του κομμουνισμού, ο οποίος ορίζεται ως «η κοινωνία που εξαλείφει τα δεινά του καπιταλισμού».
Για να εξάψουμε την περιέργειά σας, αλλά και επειδή το κυρίως βιβλίο δεν γίνεται να διαβαστεί αποσπασματικά, δημοσιεύουμε στην «Εποχή» μεγάλο τμήμα από τον επίλογό του. Ο οποίος, όμως, δεν είναι γραμμένος με τον τρόπο που προσπαθήσαμε πιο πάνω να περιγράψουμε. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι σκέψεις που διατυπώνονται σ’ αυτόν είναι λιγότερο ενδιαφέρουσες – όπως ελπίζουμε να συμφωνήσετε.
Το μικρό αυτό βιβλίο των εκδόσεων «Νήσος» (σειρά «Λήμματα») να μην το χάσετε. Σίγουρα, δεν θα μετανιώσετε που το αγοράσατε. Και για έναν ακόμη λόγο: η απόδοση του βιβλίου στα ελληνικά είναι μια πολύ καλή δουλειά, παρότι το θέμα και το ύφος –πιο πολύ– σίγουρα δυσκόλεψε τη μεταφράστρια, που δεν είναι άλλη από τη συνεργάτρια –παιδιόθεν– της «Εποχής» Σοφία Κουσιάντζα.
Πηγή: Η Εποχή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου