Μεταγνώσεις

«Ηταν οι καλύτερες μέρες, ήταν οι χειρότερες μέρες, ήταν τα χρόνια της σοφίας, ήταν τα χρόνια της άνοιας, ήταν η εποχή της πίστης, ήταν η εποχή της ολιγοπιστίας, η εποχή του Φωτός και η εποχή του Σκότους, ήταν η άνοιξη της ελπίδας και ήταν ο χειμώνας της απελπισίας, είχαμε μπρος μας τα πάντα, είχαμε μπρος μας το τίποτε, πηγαίναμε όλοι στον Παράδεισο, πηγαίναμε όλοι στο αντίθετό του»
Ch Dickens, A Tale of Two Cities

«Εσύ κι εγώ Ζόιντ, είμαστε σαν τον Μπιγκ Φουτ. Οι καιροί περνούν, εμείς ποτέ δεν αλλάζουμε…»
Τ Πύντσον, Vineland

«Οι άνθρωποι κάνουν την ίδια τους την Ιστορία, δεν την κάνουν όμως κάτω από ελεύθερες συνθήκες, που διάλεξαν μόνοι τους, μα κάτω από συνθήκες που βρέθηκαν άμεσα, που δόθηκαν και κληρονομήθηκαν από το παρελθόν.»
K Μαρξ, Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη

«Αυτοί που ελέγχουν το Μικροσκοπικό, ελέγχουν τον κόσμο»
Τ Πύντσον,
Mason & Dixon

Τρίτη 13 Αυγούστου 2013

Μ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ, Πώς έγινα φασίστας


Ο Μ. Καραγάτσης (23 Ιουνίου 1908 - 14 Σεπτεμβρίου 1960) ήταν μια σημαντική μορφή των γραμμάτων μας. Δεν αγνοήθηκε από το κοινό αλλά δεν έτυχε ιδιαίτερης προσοχής από τους ιστορικούς και κριτικούς της λογοτεχνίας μας, τουλάχιστον ως τα τέλη του προηγούμενου αιώνα. Την τελευταία δεκαετία το ενδιαφέρον αναθερμάνθηκε («Ετος Μ. Καραγάτση» το 2008, αφιερώματα διάφορα, διδακτορικά κ.λπ.). Το παρακάτω χρονογράφημα, που άντλησα από την Ειδική Έκδοση του «Αντί» (τ. 768-769, 28/07-06/09/2002), βρέθηκε στα κατάλοιπα του συγγραφέα, σε ένα τετράδιο όπου ήταν αντιγραμμένα από τη γυναίκα του κείμενα δημοσιευμένα σε εφημερίδες της εποχής. 



Ο Ζολά στο μυθιστόρημά του «Η Ευτυχία των Γυναικών» περιγράφει μια χαρακτηριστική εποχή της ιστορίας του εμπορίου. Ίσαμ’εκείνον τον καιρό (δηλαδή περί τα μέσα του περασμένου αιώνος) το εμπόριο του ρουχισμού ήταν τελείως διαμοιρασμένο και ειδικευμένο. Κάθε είδος ανδρικό ή γυναικείο - καπέλλο, κάλτσα, παπούτσι, ύφασμα μεταξωτό, κασμίρι, ασπρόρουχο, γάντι, ομπρέλλα, γραβάτα κ.τ.λ – πουλιόταν σε ιδιαίτερο μαγαζί.

Επί πλέον η βιομηχανία των «ετοίμων» δεν είχε ακόμα αναπτυχθεί, και τα περισσότερα είδη ρουχισμού γινόντανε μόνο με παραγγελία. Έτσι για κάθε είδος υπήρχε ιδιαίτερο κατάστημα που φυσικά ήταν μικρό. Αλλά βασισμένο στην εμπορική παράδοση του «είδους» του, πουλούσε πάντοτε στην περιορισμένη και σίγουρη πελατεία του «πράμα καλό και γερό». Ήρθε όμως η βιομηχανία του «έτοιμου» δημιουργώντας επανάστασι στο χώρο του ρουχισμού. Η στερή ποιότης και το καλό γούστο του χειροποίητου υπεχώρησαν μπροστά στο πρόστυχο αλλά φανταχτερό και πάμφθηνο μηχανοποίητο. Ο βιομήχανος έριξε άφθονο παρδαλό, φθηνό ρουχισμό για να ντυθεί ο κοσμάκης όπως δεν μπορούσε να ντυθεί προηγουμένως. Και την πούλησι αυτής της ετοιματζίδικης πραμάτειας την ανέλαβε το μεγάλο κατάστημα.

Τα πρώτα μεγάλα καταστήματα ιδρύθηκαν στις ευρωπαϊκές μεγαλουπόλεις εδώ κι εκατό χρόνια. Ήσαν αυτό που είνε και σήμερα. τεράστια παζάρια, όπου ο πελάτης θα βρει όλα τα είδη σε αφάνταστη ποικιλία, μέτρια ποιότητα, χαμηλό γούστο. Αλλά σε τιμές εξαιρετικά χαμηλές, που επιτυγχάνονται χάρις στα μικρά περιθώρεια κέρδους, που επιτρέπει στο μεγάλο κατάστημα ο τεράστιος τζίρος του.

Μπροστά στα μεγαθήρια του πανεμπορίου, το μικρό μαγαζί του ενός είδους, με την περιωρισμένη πελατεία και τα μεγάλα γενικά έξοδα, δεν μπορούσε παρά να σβύση. Όπως και σχεδόν έσβυσε στις μεγαλουπόλεις. Απόμειναν μόνο ελάχιστα τέτοια καταστήματα που διαθέτουν το μοναδικό είδος τους σε εξαιρετική ποιότητα για την πλούσια πελατεία τους, αλλά σε τιμές αλμυρότατες.

Ίσως όμως να μου πήτε πως παραλογίζομαι. Πώς η πραγματικότης, στην Αθήνα τουλάχιστον, είνε τελείως αλλιώτικη εφόσον μόνο τέσσερα ως πέντε «μεγαθήρια» υπάρχουν κι άλλα είκοσι μικρά καταστήματα ειδών πολυτελείας. Δηλαδή ελάχιστα σχετικώς με τις χιλιάδες των μικρών μαγαζιών ειδών λαϊκού ρουχισμού, που συνωστίζονται στο τρίγωνο των οδών Πανεπιστημίου – Μητροπόλεως – Αθηνάς.

Η παρατήρησίς σας είνε πολύ σωστή επειδή η Αθήνα δεν επήρε ακόμα την εμπορικήν εξέλιξι των άλλων μεγαλουπόλεων. Και δεν ξέρω αν είνε σκόπιμο να την πάρη, οπόταν η σημερινή πολυάριθμος τάξις των μικροεμπόρων θα μεταβληθή σε προλεταριάτο εμποροϋπαλλήλων. Αυτά είνε ζητήματα γενικοτέρας και απωτέρας οικονομικής πολιτικής, που δεν πρόκειται να λυθούν με ένα χρονογράφημα.

Οπωσδήποτε νομίζω πως οι Έλληνες επαγγελματίαι προτιμούν να «τα βγάζουν πέρα» μέρα με τη μέρα στο δικό τους μαγαζάκι, παρά να κερδίζουν μεγάλο και σίγουρο μισθό σαν υπάλληλοι στα μεγαθήρια. Ο άκρατος καπιταλισμός έχει τα τρωτά του. Όχι όμως όσα έχει ο ανόητος σοσιαλισμός που θέλει να μεταβάλη όλα τα μαγαζιά σε κρατικά πρατήρια! Κι όλους τους νοικοκυραίους επαγγελματίες σε δημοσίους υπαλλήλους.

Όλοι μας καταλαβαίνουμε πως αυτές οι δυο λύσεις – καπιταλιστική και σοσιαλιστική – είνε δυσάρεστες και πρέπει να αποφευχθούν, όσον αφορά το εμπόριο. Επειδή, δυστυχώς η τεχνική πρόοδος επιβάλλει τη δημιουργία των «μεγαθηρίων» στη βιομηχανία που μοιραίως θα πέσουν είτε στα χέρια του μεγάλου κεφαλαίου, είτε στα χέρια των δημοσίων υπηρεσιών. Δηλαδή μπρός γκρεμνός και πίσω ρέμα. Το εμπόριο, όμως, μπορεί και πρέπει ν’ αντισταθή και να κρατήσει τον επαγγελματικό χαρακτήρα του μέσα σ΄αυτά τα δύο αλληλοσυγκρουόμενα ρεύματα. Ιδίως το λιανικό εμπόριο που μέχρι στιγμής μόνον από το καπιταλιστικό ρεύμα κινδυνεύει. Όσο για το χονδρικό, αυτό το άρπαξαν κιόλας στα στιβαρά τους χέρια, οι υπάλληλοι των «αρμοδίων» υπουργείων. Κι αλλοίμονο στον κοσμάκη, που πληρώνει τα σπασμένα.

Το μικρό όμως μαγαζί έχει ένα μειονέκτημα, που καμμιά φορά διώχνει τον καταναλωτή και τον οδηγεί στο «μεγαθήριο». Το μειονέκτημα αυτό δεν είνε κανών. Κάθε άλλο μάλιστα. Αλλά εξαίρεσις μερικών ασυνειδήτων εμπόρων, που προσπαθούν να κερδίσουν εξαπατώντας τον πελάτην. Κι ο πελάτης που κάηκε σε δυο – τρία μαγαζιά, αρχίζει να δυσπιστή - αδίκως μεν, αλλά λογικώς – προς όλα τα μικρά καταστήματα και πηγαίνει στα «μεγαθήρια» όπου ξέρει πως θα βρει τιμή και ποιότητα ορισμένη.

Το κακό που κάνουν οι ελάχιστοι ασυνείδητοι επαγγελματίες στο σύνολο της τάξεώς τους, είνε αφάνταστο. Και νομίζω πως η πλειοψηφία των εντίμων εμπόρων, πρέπει να βρη κάποιον τρόπον αμύνης, επειδή το κεφαλαιοκρατικό «μεγαθήριο» είνε έτοιμο να εκμεταλλευθή την δυσπιστία των αγοραστών.

Τις παραπάνω σκέψεις μου τις γέννησε η ανάμνησις ενός επεισοδίου μου – τον καιρό της κατοχής – με κάποιον ασυνείδητο παπουτσή της οδού Σταδίου. Η γυναίκα μου τού είχε παραγγείλει ένα ζευγάρι άσπρα παπούτσια και του προπλήρωσε, όως ήταν τότε συνήθεια, όλη την αξία. Τα παπούτσια, όμως, που της παρέδωσε ήταν κακής ποιότητας και ακατάλληλα για το πόδι της. Με άλλα λόγια, ο ασυνείδητος επαγγελματίας, έχοντας πληρωθή προκαταβολικώς, επάσαρε στην πελάτισσα κάποιο έτοιμο ζευγάρι που του είχε απομείνει, ισχυριζόμενος τάχα ότι το έφτιαξε επί μέτρω! Επρόκειτο, δηλαδή, περί καθαράς απάτης. Κι όταν η γυναίκα μου του απέδειξε πως η …. παραγγελία δεν έμπαινε στο πόδι της, την εξύβρισε σκαιώς και της εδήλωσε. Αυτά είνε τα παπούτσια σου! Αν θέλεις τα παίρνεις! Αν δεν θέλης, μη σώσης και τα πάρης. Άλλά δεν σου φτιάχνω ούτε και σου επιστρέφω τα χρήματα.

Εκείνον τον καιρό, δεν υπήρχε κράτος και δικαιοσύνη για να βρω το δίκηο μου. Αποφάσισα λοιπόν ν’ αντιμετωπίσω την απάτη με απάτη. Και να εκμεταλλευθώ τις … φυσικές μου ιδιοτυπίες, δηλαδή τα ξανθά μου μαλλιά και τα γαλανά μου μάτια, που με κάνουν να μοιάζω με βόρρειο. Φόρεσα χακί πουκάμισο, χακί παντελόνι σορτ, και πηγαίνω στο μαγαζί του ως άνω εντιμοτάτου επαγγελματίου. Μπαίνω μέσα φουριόζος και χαιρετώ ναζιστί:

- Χάιλ Χίτλερ!

- Χάιλ Χίτλερ, μου απαντάει ο αγνός αυτός Έλλην. Τί επιθυμεί ο Κύριος;

- Να μου ντίνη αμέσως πίσω το λίρα που εκλέψατε από το κυρία Καραγάτση! Σβαϊνφόλκ! Φερφλούχτε!

Φαίνεται πως ήμουνα αγριεμένος, αν κρίνω από τα μούτρα του παπουτσή που είχαν πανιάσει.

- Αμέσως χερ ομπερστί, μου λέει τραυλίζοντας από το φόβο του. Ήταν παραξήγησις. Η κυρία δεν κατάλαβε.

- Εγώ κατάλαβα πως εσύ είσαι γκουρούνης! Να μου ντίνη αμέσως το λίρα, μη σε στείλω Χαϊνταρι! Γκοτφέρντουμ!

- Όχι χερ Γκενεράλ! Μη με κάψης τον κακόμοιρο! Να η λίρα … Ήταν παρεξήγησις…

Ετσέπωσα τη λίρα μου, εχτύπησα τα τακούνια κ’ εχαιρέτησα πάλι φασιστί.

- Χάιλ Χίτλερ!

- Χάιλ Χίτλερ! Μουρμουρίζει κι ο εξουθενωμένος παπουτσής

Και με συνοδεύει ως την πόρτα με τραγικά χαμόγελα και κωμικές υποκλίσεις.

Από τότε πέρασαν τέσσερα χρόνια. Κι όμως όταν θυμάμαι αυτό το επεισόδιο, διστάζω να μπω σε μικρό μαγαζί, εγώ που είμαι φίλος του μικρού μαγαζιού και εχθρός του «μεγαθηρίου». Καταλαβάινουν οι τίμιοι κ’ ευσυνείδητοι επαγγελματίαι τί θέλω να πω;

1 σχόλιο: