Μεταγνώσεις

«Ηταν οι καλύτερες μέρες, ήταν οι χειρότερες μέρες, ήταν τα χρόνια της σοφίας, ήταν τα χρόνια της άνοιας, ήταν η εποχή της πίστης, ήταν η εποχή της ολιγοπιστίας, η εποχή του Φωτός και η εποχή του Σκότους, ήταν η άνοιξη της ελπίδας και ήταν ο χειμώνας της απελπισίας, είχαμε μπρος μας τα πάντα, είχαμε μπρος μας το τίποτε, πηγαίναμε όλοι στον Παράδεισο, πηγαίναμε όλοι στο αντίθετό του»
Ch Dickens, A Tale of Two Cities

«Εσύ κι εγώ Ζόιντ, είμαστε σαν τον Μπιγκ Φουτ. Οι καιροί περνούν, εμείς ποτέ δεν αλλάζουμε…»
Τ Πύντσον, Vineland

«Οι άνθρωποι κάνουν την ίδια τους την Ιστορία, δεν την κάνουν όμως κάτω από ελεύθερες συνθήκες, που διάλεξαν μόνοι τους, μα κάτω από συνθήκες που βρέθηκαν άμεσα, που δόθηκαν και κληρονομήθηκαν από το παρελθόν.»
K Μαρξ, Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη

«Αυτοί που ελέγχουν το Μικροσκοπικό, ελέγχουν τον κόσμο»
Τ Πύντσον,
Mason & Dixon

Δευτέρα 12 Αυγούστου 2013

Μετα-μοντέρνο, μεσαιωνισμός και κουλτούρα της Δεξιάς

Το κείμενο είναι απόσπασμα από το άρθρο του Constanzo Preve που υπάρχει στον Πάνδημο από όπου και μεταγράφω με ορισμένες διορθώσεις. Όπως λέει και ο Ονειρμός  (από όπου και το βρήκα), ο Preve εξετάζοντας συνοπτικά τις απόψεις του P.Anderson, F.Jameson (+E.Mandel) και D.Harvey για το ''μεταμοντέρνο ως πολιτισμική λογική του ύστερου καπιταλισμού'' (Jameson),  δέχεται τις αναλύσεις τους ως κατάλληλη μεθοδολογική βάση της διαλεκτικής εξέτασης του ''μεταμοντερνισμού''. Και το κείμενο αποτελεί μια καλή εισαγωγή στη σχετική προβληματική από μαρξιστική σκοπιά. 
Η κουλτούρα της Δεξιάς υπήρξε, κατά τη γνώμη μας, κάτι το εξαιρετικά πλούσιο και σημαντικό, πολύ ανώτερο από το θολό και ομιχλώδες σύνολο που ονομάστηκε «αριστερή κουλτούρα».

Ας εξηγηθούμε όμως…

Αυτό που προτείνουμε σ’ αυτή τη μελέτη, δηλ., η μαρξική θεωρία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, δεν αποτελεί με κανέναν τρόπο «κουλτούρα της Αριστεράς», γιατί δεν βασίζεται σε εργατίστικες, εργατοκεντρικές, λαϊκιστικές προκαταλήψεις, προοδευτικές αυταπάτες, σνομπίστικες εικασίες και άλλα συστατικά αυτού του είδους.

Η κουλτούρα της Δεξιάς είναι ασφαλώς ένα ετερόκλητο σύνολο προκαταλήψεων, ιστοριογραφικών ψευδών, ρητορικών γρίφων κ.λπ. Ταυτοχρόνως όμως αποτελεί το χώρο συστηματικής επεξεργασίας δυο εννοιών, που είναι αναμφίβολα κατώτερες από τις αντίστοιχες κομμουνιστικές που εμείς προτείνουμε (και οι οποίες είναι δύο και μόνο δύο: τρόπος παραγωγής και ελεύθερη και ολοκληρωμένη ατομικότητα), αλλά που αντίθετα φαίνονται κατά πολύ ανώτερες από το μεγαλύτερο μέρος της προοδευτικής Βίβλου. Για να χρησιμοποιήσουμε τον Αλτουσέρ: η Δεξιά αφηγείται συχνά λιγότερες «ιστορίες» από την Αριστερά, και από τη στιγμή που ο υλισμός συνίσταται στη μη αφήγηση ιστοριών, αυτή είναι πιο υλιστική.

Μ’ αυτές τις παραδοχές δεν σκοπεύουμε ασφαλώς να συμφωνήσουμε με την κριτική που ασκείται στη νεωτερικότητα από τη σκοπιά της παράδοσης (γιατί αυτή είναι η κουλτούρα της Δεξιάς, μια κριτική δηλ. της νεωτερικότητας από την πλευρά της παράδοσης. Η προεκλογική ρητορική της κοινοβουλευτικής Δεξιάς, των σύγχρονων ολιγαρχιών των πλουσίων, που ειρωνικά ονομάζονται δημοκρατίες, δεν αποτελεί για μας «κουλτούρα της Δεξιάς», αλλά απλώς «καπιταλιστική κουλτούρα»). Αντίθετα θέλουμε να επισημάνουμε πως η κουλτούρα της Δεξιάς αναπτύσσει συστηματικά, με μια παρανοϊκής μανίας συνέπεια, τα δύο ζητήματα της ιεραρχίας και της κοινότητας, θέματα που γνωρίζει πολύ καλά να εμφανίζει ως την αχίλλειο πτέρνα των «τυπικών» καπιταλισμών και κομμουνισμών.

Η αρχή της ιεραρχίας αντιτίθεται μετωπικά στην αρχή της ισότητας και ταυτοχρόνως φιλοδοξεί να εκφράσει καλύτερα από αυτήν την αρχή της δικαιοσύνης. Από τη στιγμή που οι άνθρωποι είναι μεταξύ τους άνισοι σε αρετή και ικανότητες, η δικαιοσύνη απαιτεί αυτή η ανισότητα να επικυρωθεί από μια ιεραρχία: αυτό το θέμα αποτελεί την έμμονη ιδέα της δεξιάς κουλτούρας. Η μοναδική δίκαιη ανισότητα είναι αυτή που βασίζεται στις ατομικές ικανότητες και όχι στα προνόμια ομάδων, η μοναδική ανεκτή ανισότητα είναι η άκρως σχετική ανισότητα που αφορά περιττά αγαθά και υπηρεσίες: αυτή με τη σειρά της είναι η παραδοσιακή απάντηση της αριστερής κουλτούρας. Στην πραγματικότητα, όταν περνάμε από το ιδανικό, φιλοσοφικό επίπεδο στο πρακτικό, ιστορικό, θα δούμε εύκολα ότι η καπιταλιστική κουλτούρα νομιμοποίησε πάντοτε την ανισότητα στη βάση της διαφορετικής οικονομικής επιτυχίας, ενώ η Αριστερά από την πλευρά της νομιμοποίησε αυτήν την ανισότητα στη βάση της πολιτικής ένταξης στο κόμμα-κράτος που βρίσκεται στην εξουσία: καπιταλιστές και γραφειοκράτες αποτέλεσαν προνομιούχες τάξεις, τις οποίες ο υπόλοιπος λαός αντιλαμβανόταν ως κα΄τι ξεχωριστό και αντίπαλο («αυτοί» κι «εμείς»). Η κουλτούρα της Δεξιάς επομένωςβρήκε πάντοτε τον τρόπο να καλλιεργεί το ιδανικό της «αληθινής ανισότητας», αρθρώνοντας τη σ’ ένα είδος ιδανικής κυριαρχίας, όχι αναγκαστικά πολιτικοκοινωνικής (και αυτός, κατά τη γνώμη μας, είναι ένας από τους λόγους επιτυχίας του Νίτσε σε διάφορους χώρους, όχι καθαρά φασιστικούς tout court).

Η αρχή της κοινοτικότητας αντιτίθεται μετωπικά στην αρχή του καπιταλιστικού ατομισμού. Πάνω σ’ αυτή είναι δυνατό να οικοδομηθεί μια οργανική αλληλεγγύη, που δεν έχει ανάγκη καμιά ορθολογική νομιμοποίηση (και να γιατί διατεινεται ότι βρίσκει στη φυλή, στο αίμα και στο έθνος, αρχές πολύ πιο σταθερές από το παγκόσμιο συμβόλαιο). Η αρχή της κοινοτικότητας απαντά προφανώς σε ανάγκες βαθιά ριζωμένες στη δομή των ενστίκτων της ανθρώπινης φύσης, μια αρχή η οποία είναι κοινωνική και αυτοδιαλογική στη βαθύτερη ουσία της, αν σκεφτούμε ότι ο καπιταλισμός είναι υποχρεωμένος να τη λαμβάνει υπόψη του κατά την οργάνωση της καθημερινότητας (βλ. τις ΗΠΑ, όπου η ύπαρξη των κοινοτήτων είναι πολύ πιο ριζωμένη και σταθερή από ό,τι στην Ευρώπη). Η κοινότητα και η ιεραρχία μαζί μας δίνουν μια κοινωνία που βασίζεται σε ιεραρχικοποιημένες μεταξύ τους και στο εσωτερικό τους κοινότητες.

Ο Μεσαίωνας από την πλευρά του είναι ο φαντασιακός ιδανικός τόπος στον οποίο συναντώνται οι κουλτούρες της νέας Δεξιάς και του μετα-μοντέρνου. Αυτό φυσικά δεν είναι τυχαίο, από τη στιγμή που το μετα-μοντέρνο γεννιέται στη βάση ενός σκεπτικισμού έναντι των νεωτερικών αξιών καθεαυτές και αυτός ο σκεπτικισμός νομιμοποιεί αυτόματα την προ-νεωτερική κουλτούρα στο σύνολό της. Όμως η δυτική προ-νεωτερικότητα είναι ο Μεσαίωνας, στον οποίο συνυπήρχαν η ιεραρχία και οι κοινότητες. Από την πλευρά της η νεωτερικότητα, για να γεννηθεί, ήταν υποχρεωμένη να απονομιμοποιήσει και να αποκαλύψει τον αστήριχτο χαρακτήρα των προϋποθέσεων του (το ελέω θεού δικαίωμα του βασιλιά, την αριστοκρατία του αίματος και της γης, την έλλειψη ανοχής από την πλευρά της θρησκείας, κ.λπ.), όμως ο Μεσαίωνας συνέχισε να υπάρχει υπόγεια στο συλλογικό φαντασιακό, και για το λόγο ότι οι δυο πιο σημαντικές μορφές λαϊκής κουλτούρας, οι βίοι των Αγίων και το παραμύθι, που βρήκαν την πλήρη έκφρασή τους στο Μεσαίωνα, κατάφεραν να επιβιώσουν παρά την ανάπτυξη του νεωτερικού αστικού μυθιστορήματος. Η γαλλική ιστορική σχολή των Annales τον είχε νομιμοποιήσει και σε διανοουμενίστικό επίπεδο, διαλύοντας τους απλουστευτικούς αφορισμούς που χαρακτήρισαν ορισμένες στιγμές θριάμβου του νεωτερικού προοδευτισμού.

Μεσαίωνας και μετα-μοντέρνο φτιάχτηκαν για να συννενοηθούν, να συμφωνήσουν και να αγαπηθούν. Οι Ιάπωνες μπορούν να συνδυάζουν την τεχνητή νοημοσύνη με τους Σαμουράι. Ο χολλυγουντιανός κινηματογράφος φαντάζεται τους πολέμους των άστρων ενός μέλλοντος επιστημονικής φαντασίας σαν πολέμους ανάμεσα σε ενόπλους φεουδάρχες και αστρικά τάγματα. Ο πολωνός πάπας Βοϊτίλα συνδυάζει τη χρήση των ΜΜΕ με τη διατήρηση όλης της θεωρητικής κληρονομιάς του αριστοτελικού θωμισμού.

Λίγο πριν από το 2000 στο όνομα του ολοκληρωτισμού του Χομεϊνί και του εθνικισμού του Σαντάμ, το Ισλάμ επανεμφανίζεται με τη μορφή των «απίστων», του άσπονδου εχθρού της Δύσης. Ο φόβος του AIDS παρουσιάζεται στο φαντασιακό σα φόβος έναντι μιας επιδημίας που έχει οπωσδήποτε στείλει ο Θεός για τα αμαρτήματά μας, που τιμωρεί και απομονώνει. Από τον Εξολοθρευτή ως το Μπλέιντ Ράνερ, οι ταινίες που παρακολουθούμε μιλούν για έναν τεχνολογικό Μεσαίωνα, όπου οι κοινωνικές σχέσεις είναι αυτές της φεουδαρχίας, από το γελωτοποιό της Αυλής ως τον ιπποκόμο, τους ευγενείς και τους μάγους. Τα ηλεκτρονικά παιχνίδια των υπολογιστών αναφέρονται σε μεσαιωνικούς κόσμους.

Όπως ο Ιάπωνας μάνατζερ είναι ο Σαμουράι του χρηματιστηρίου και της τεχνολογίας, έτσι και στη Δύση καλλιεργείται η ιδέα ότι οι βιομήχανοι και οι χρηματιστές είναι οι νέοι ιππότες της Αναζήτησης, οι νέοι πρίγκηπες της Αναγέννησης – μια εικόνα δηλ. μεγάλων αριστοκρατών ηγεμόνων που συγκρούονται μεταξύ τους (κι αρκεί γι’ αυτό μια απλή ανάγνωση των οικονομικών εφημερίδων από τη σκοπιά των λογοτεχνικών εικόνων που υποβάλλουν). Η διεθνής επιτυχία του μυθιστορήματος του Ουμπ. Έκο, Το Όνομα του Ρόδου, οφείλεται και σ’αυτή τη μεγάλη επιστροφή του Μεσαίωνα, η οποία συνόδευσε την άνθηση της μετα-μοντέρνας αισθητικής και τη νοσταλγία για νέες ιεραρχίες και παραδοσιακές κοινότητες (σ.σ.: να προσθέσω εδώ και την υστερία με το Game of Thrones τόσο στην έντυπη μορφή του όσο και στην τηλεοπτική του μεταφορά). Ο κόσμος απαιτεί ασφάλεια και ζεστασιά; Το μετα-μοντέρνο του δίνει αυτή τη ασφάλεια και τη ζεστασι, όμως το κάνει καταφεύγοντας σε χαρισματικές φιγούρες και προτείνοντας νέα γκέτο και νέα μοναστήρια. Μπροστά στη γενική κατεδάφιση του «κοινωνικού στάτους» των πλανητικών ανωνύμων και στο γενικευμένο προστατευτισμό, αναζητούνται νέες «κοινοτικές» συντεχνίες, στις οποίες η αλληλεγγύη είναι επιλεκτική αλλά και «προσωποποιημένη». Η νέα ρητορική της «ανθρώπινης συνεύρεσης», της «εγγύτητας με τον πλησίον», του να δρούμε friendly, αποκρύπτει τα αποξενωτικά σύνδρομα που επιφέρει η εγκατάλειψη κάθε γενικού χειραφετητικού προγράμματος.

Αυτός ο Μεσαίωνας φυσικά είναι ψεύτικός και φαντασιακός. Δυστυχώς όμως δεν είναι αυτό το πρόβλημα. Με τη σειρά της και η Κλασική Περίοδος αποτέλεσε φαντασιακή αναφορά για τους σύγχρονους του Ροβεσπιέρου, όπως η επίκληση των Γράκχων εξυπηρετούσε τη νομιμοποίηση της ιακωβινικής δημοκρατίας και της αγροτικής μεταρρύθμισης. Σήμερα ο Μεσαίωνας αποτελεί τη μεταφορά της προοδευτικής φεουδαρχικοποίησης του καπιταλισμού, του γεγονότος ότι η τεράστια τεχνολογική και παραγωγική μεγέθυνση πραγματοποιείται με τη μορφή της (μεσαιωνικής) «οχύρωσης» των βιομηχανικών και χρηματιστηριακών συγκροτημάτων, καθώς και του ότι πλέον η ιστορία αρχίζει να ενδύεται με τα ανησυχητικά οράματα της Αποκάλυψης παρά με τα ελπιδοφόρα μηνύματα της απελευθέρωσης.

Η Αποκάλυψη, βεβαίως, ως ορατό αποτέλεσμα είναι μια από τις κυριότερες μεταβλητές του αισθήματος της προσωρινότητας κι επομένως δεν πρέπει να μας εκπλήσσει υπερβολικά αυτή η αντίληψη. Όπως και να είναι, η σημερινή μόδα επιστροφής στο Μεσαίωνα καθώς και τα συμβολικά της αποτελέσματα, π.χ., «εξαφάνιση του μέλλοντος», αποτελούν χαρακτηριστικό και πιστό οπαδό του μετα-μοντέρνου. Η απέχθεια και η απογοήτευση από την πολιτική αποτέλεσαν το προϊόν της συνεργασίας δυο κυρίως παραγόντων: της μηδαμινής μεταρρυθμιστικής ικανότητας της πολιτικής καθώς και της απεχθέστατης και πλέον μη ανεκτής σε καθημερινό επίπεδο διαφθοράς στην οποία κινείται. Αυτοί οι παράγοντες συνεισέφεραν ώστε να δημιουργηθεί η μεσαιωνική εικόνα των «περιπλανώμενων ιπποτών» που κατέρχονται στον αγώνα ενάντια στους «δράκους» που κατοικούν σ’ ένα κάστρο ενηλίκων κι ένα κάστρο γερόντων.

Ο Μεσαίωνας, αυτή η προ-νεωτερικότητα που σήμερα είναι βαθιά μπολιασμένη από το μετα-μοντέρνο, αποτελεί στην πραγματικότητα την πιθανότερη κατάληξη μιας νεωτερικότητας που θέλησε να αρνηθεί τον κομμουνισμό ως πιθανό της πρόγραμμα. Ο καπιταλισμός του 16ου αιώνα, ωθούμενος από την αναγκαιότητα της πρωταρχικής συσσώρευσης κεφαλαίου, ανακάλυψε στην καλβινιστική θεωρία της (κοινωνικής) ανόδου ένα βαθύτατο ιδεολογικό θεμέλιο. Γιατί, τελικώς, αν οι πρώτοι καπιταλιστές ειχαν επιλέξει το δρόμο της πολυτέλειας και της νεοπλουτίστικης επίδειξης, δεν θα είχαν ποτέ καταφέρει να ολοκληρώσουν το «θαύμα»της συσσώρευσης. Όμως, σήμερα οι καπιταλιστές βρίσκονται σε ένα πολύ διαφορετικό παραγωγικό περιβάλλον κι επομένως δεν είναι τυχαίο που η αισθητική τους, όπως εκδηλώνεται στη συνεχή σπατάλη, την αλαζονική επίδειξη πλούτου και status symbols (συμβόλων γοήτρου), χαρακτηρίζεται από νεο-φεουδαρχικά και νέο-αριστοκρατικά στοιχεία (επί του προκειμένου, είναι ενδιαφέρον ότι και σε χώρους καθαρά «ρεπουμπλικανικής» παράδοσης, όπως οι ΗΠΑ, η συμβολο-λογία είναι συχνά ανοιχτά μοναρχική και προ-νεωτερική.

Κάποιος θα μπορούσε να αντιτείνει πως καπιταλισμός σημαίνει ανανέωση ενώ φεουδαρχία στασιμότητα κι ότι, επομένως, ο μεσαιωνισμός δεν μπορεί να είναι σταθερό χαρακτηριστικό του πρώτου αλλά μόνο μια μόδα, συνδεδεμένη με το κλίμ υποχώρησης, αποβιομηχάνισης, αύξησης της ανεργίας, της ανασφάλειας κ.λπ. Σ’ αυτήν την περίπτωση, λοιπόν, θα πρέπει να διαχωρίσουμε τις βραχυπρόθεσμες διαφημιστικές καμπάνιες που προτείνουν ηλεκτρονικά παιχνίδια με κάστρα και δράκους από τις πολύ πιο βαθιές και σοβαρές τάσεις που εκδηλώνονται σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο. Επ’ αυτού λοιπόν, πιστεύουμε ότι ορισμένα μεσαιωνικά στοιχεία που συναντούμε στις σημερινές συνήθειες και στη συμπεριφορά και από τα οποία αρκετοί εκπλήσσονται («μα είναι δυνατό να λέει κάποιος σήμερα αυτά τα πράγματα;»), θεωρώντας ότι πρόκειται για κατάλοιπα του παρελθόντος, είναι αντιθέτως απολύτως μετα-μοντέρνα, δηλ., τυπικότατα χαρακτηριστικά της σημερινής φάσης της νεωτερικότητας. 

Ας το πούμε ακόμη μια φορά: η πίστη στην πρόοδο μπορεί να αποδειχτεί παραπλανητική. Βεβαίως δεν είναι ορθό να λέμε πως ο καπιταλισμός, μεταβαίνοντας από τη νεωτερικότητα στο μετα-μοντέρνο, «απαρνιέται» την ιδέα της προόδου και επιστρέφει στη φεουδαρχία. Δεν πρόκειται για μια συνειδητή άρνηση, αλλά για έναν ειδικό και καθορισμένο τρόπο διαχείρισης των σημερινών πολύπλοκων κοινωνιών, στις οποίες η ιεραρχία πρέπει να καταστεί ευέλικτη και ταυτοχρόνως να επιβληθεί και να νομιμοποιηθεί ως αναπόφευκτη αναγκαιότητα και στις οποίες το αίσθημα της κοινότητας (κοινοτικότητα) πρέπει να μεταφερθεί από τα υπερμεγέθη διεθνή ή εθνικά σύνολα (το προλεταριάτο, το κράτος-έθνος) σε πολύ πιο μικρά σύνολα, ει δυνατόν μερικώς αυτοδιοικούμενα και αυτοδιαχειριζόμενα.

Με δυο λόγια: ο Μεσαιωνας είναι μετα-μοντέρνο, όμως το μετα-μοντέρνο είναι μια φάση της νεωτερικότητας κι αυτή η φάση εκτυλίσσεται εντός του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου