Ένα εξαιρετικό απόσπασμα από το «Κεφάλαιο», απ’ όπου θα έπρεπε να αντλεί επιχειρήματα η οικολογία αντί να «τον παίζει», θαμπωμένη από τα καυλιάρικα ομοιώματα που απλόχερα προσφέρει ο καπιταλισμός (και οι σοβιετικοί, όταν προσπάθησαν να μιμηθούν την βιομηχανική ανάπτυξη των ΗΠΑ, τον έπαιξαν με τον ίδιο τρόπο – και χωρίς να έχουν το όπλο της «ατομικής ελευθερίας».
[…]
Στη σφαίρα της γεωργίας, η μεγάλη βιομηχανία επενεργεί πιο επαναστατικά από οπουδήποτε αλλού με την έννοια ότι καταστρέφει το προπύργιο της παλιάς κοινωνίας, τον «αγρότη» και στη θέση του βάζει το μισθωτό εργάτη.
Έτσι οι ανάγκες της κοινωνικής ανατροπή και οι κοινωνικές αντιθέσεις της υπαίθρου εξομοιώνονται με τις ανάγκες της κοινωνικής ανατροπής και τις κοινωνικές αντιθέσεις της πόλης. Στη θέση της πιο ρουτινιασμένης και της πιο άλογης παραγωγής μπαίνει ή συνειδητή, τεχνολογική εφαρμογή της επιστήμης.
Ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παράγωγης ολοκληρώνει τη διάλυση του αρχικού οικογενειακού δεσμού γεωργίας και βιομηχανίας, πού ένωνε την παιδική ανεξέλικτη μορφή και των δύο. Ταυτόχρονα όμως δημιουργεί τις υλικές προϋποθέσεις μιας καινούργιας, ανώτερης σύνθεσης της συνένωσης της γεωργίας και της βιομηχανίας πάνω στη βάση των αντιθετικά ολοκληρωμένων μορφών της.
Η κεφαλαιοκρατική παραγωγή μαζί με τη διαρκώς αυξανόμενη υπεροχή του αστικού πληθυσμού, .που τον συγκεντρώνει σε μεγάλα κέντρα, από τη μια μεριά συσσωρεύει την ιστορική κινητήρια δύναμη της κοινωνίας, ενώ από την άλλη διαταράσσει την ανταλλαγή της ύλης ανάμεσα στον άνθρωπο και τη γη, δηλ. την επιστροφή στο έδαφος των συστατικών του εδάφους που καταναλώνει ο άνθρωπος με τη μορφή μέσων συντήρησης και ιματισμού, και επομένως τον αιώνιο φυσικό όρο αέναης γονιμότητα του εδάφους.
Έτσι καταστρέφει ταυτόχρονα τη σωματική υγεία των εργατών των πόλεων και την πνευματική ζωή των εργατών της υπαίθρου [1]
Ταυτόχρονα όμως με την καταστροφή των αυθόρμητα μόνο δημιουργημένων όρων αυτής της ανταλλαγής της ύλης δημιουργεί την ανάγκη ν' αποκατασταθεί συστηματικά αυτή η ανταλλαγή της ύλης σάν ρυθμιστικός νόμος της κοινωνικής παραγωγης και με μορφή πού ν' ανταποκρίνεται ολοκληρωτικά στήν πλέρια ανάπτυξη του ανθρώπου. Στη γεωργία, όπως και στή μανιφακτούρα, η κεφαλαιοκρατική μετατροπή του προτσές παράγωγης εμφανίζεται ταυτόχρονα σαν μαρτυρολόγιο του παραγωγού, το μέσο εργασίας εμφανίζεται σαν μέσο υποδούλωσης, εκμετάλλευσης και πτώχευσης του εργάτη, και ο κοινωνικός συνδυασμός των προτσές εργασίας εμφανίζεται σαν οργανωμένη καταπίεση της ατομικής του ζωντάνιας, ελευθερίας και αυτοτέλειας.
Η διασπορά των εργατών της υπαίθρου πάνω σε μεγάλες επιφάνειες σπάει ταυτόχρονα τη δύναμη αντίστασής τους, ενώ η συγκέντρωση των εργατών των πόλεων μεγαλώνει τη δύναμη αντίστασής τους. Όπως στη βιομηχανία των πόλεων, έτσι και στη σύγχρονη γεωργία, η ανεβασμένη παραγωγική δύναμη και η μεγαλύτερη ρευστοποίηση της εργασίας εξαγοράζονται με τη διασπάθιση και το μαράζωμα της ίδιας της εργατικής δύναμης.
Και κάθε πρόοδος της κεφαλαιοκρατικής γεωργίας δεν είναι πρόοδος μόνο στην τέχνη καταλήστεψης του εργάτη, μα και στην τέχνη καταλήστεψης του εδάφους, κάθε πρόοδος στο ανέβασμα της γονιμότητάς του για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα είναι ταυτόχρονα και πρόοδος στην καταστροφή των μόνιμων πηγών αυτής της γονιμότητας.
Και όσο περισσότερο μια χώρα, όπως λ.χ. οι Ενωμένες Πολιτείες της Βόρειας Αμερικής, ξεκινάει από τη βιομηχανία σαν το φόντο της ανάπτυξής της , τόσο πιο γρήγορο είναι αυτό προτσές της καταστροφής [2].
Επομένως, η κεφαλαιοκρατική παραγωγή αναπτύσσει μόνο την τεχνική και το συνδυασμό του κοινωνικού προτσές παράγωγης, υποσκάπτοντας ταυτόχρονα τις πηγές απ’ όπου αναβρύζει κάθε πλούτος: τη γη και τον εργάτη. Σημειώσεις
[1] Χωρίζετε το λαό σε δύο εχθρικά στρατόπεδα, σε αγροίκους χωρικούς και σε εκθηλυμένους νάνους. Θεέ μου!!. Ένα έθνος διασπασμένο σε γεωργικά κι εμπορικά συμφέροντα αυτοονομάζεται υγιές, και θεωρεί μάλιστα τον εαυτό του φωτισμένο και πολιτισμένο, όχι παρά αυτό τον τερατώδικο κι αφύσικο χωρισμό. (David Urquhart, Familiar Words, London 1855, σελ. 119). Το χωρίο αυτό δείχνει ταυτόχρονα και τη δύναμη και την αδυναμία ενός είδους κριτικής που ξέρει να κρίνει και να κατακρίνει το παρόν, εν μπορεί όμως να το κατανοήσει.
[2] Πρβλ. Liebig: -Die Chemie in ihrer Anwendung auf Agrikultur und Pyhysiologie», 7η εκδ. 1862, και ιδίως την «Einleitung in die Naturgesetze des Feldbaus. στόν πρώτο τόμο. H διασάφηση της αρνητικής πλευράς τhς σύγχρονης γεωργίας, από φυσικοεπιστημονική άποψη, είναι μια από τις αθάνατες υπηρεσίες που πρόσφερε ο Λήμπιγκ. Επίσης και οι ιστορικές του παρατηρήσεις για την ιστορία της γεωργίας, αν και δεν είναι απαλλαγμένες από χοντροκομμένες πλάνες, ρίχνουν φως σε μερικά προβλήματα. Λυπηρό είναι μόνο πού πετάει στην τύχη κουβέντες σαν κι αυτήν: «Με τη συνεχιζόμενη κονιορτοποίηση και το ·συχνό όργωμα εντείνεται η ανταλλαγή του αέρα στο εσωτερικό πορωδών τμημάτων της γης και μεγαλώνει κι ανανεώνεται η επιφάνεια των τμημάτων της γης, πού πάνω τους πρέπει να επενεργήσει ο αέρας, είναι όμως ευκολονόητο, ότι οι αυξήσεις της σοδιάς του χωραφιού δεν μπορούν να είναι ανάλογες με την εργασία που χρησιμοποιείται στο χωράφι, αλλά ότι μεγαλώνουν σε πολύ μικρότερη αναλογία». «Ο νόμος αυτός», προσθέτει ο Λήμπιγκ, «διατυπώθηκε για πρώτη φορά από τον Τζ . Στ . Μίλλ στο έργο του «Principles of Political Economy», τόμ. Ι, σελ. 17, με τον παρακάτω τρόπο: ότι η αποδοτικότητα του εδάφους caeteris paribus [όταν όλοι οι άλλοι όροι μένουν ίδιοι] αυξάνει σε φθίνουσα αναλογία σε σύγκριση με την αύξηση του αριθμού των απασχολούμενων εργατών (ο κ. Μιλλ επαναλαμβάνει μάλιστα με λανθασμένη διατύπωση το γνωστό νόμο του Ρικάρντο, γιατί, μια και «the decrease of the labourers employed» [η μείωση του αριθμού των απασχολούμενων εργατών] στην Αγγλία συμβάδιζε πάντα με την πρόοδο της γεωργίας, ο νόμος αυτός που είχε εφευρεθεί για την Αγγλία και στην Αγγλία, τουλάχιστον στην Αγγλία δεν εφαρμοζόταν), είναι ο γενικός νόμος της γεωργίας», και αυτό είναι αρκετά περίεργο, επειδή του ήταν άγνωστη η αιτία αυτού του νόμου» (Λήμπιγκ, στο ίδιο τόμος Ι, σελ 143 και υποσημείωση). Εκτός από την πλανεμένη ερμηνεία της λέξης «εργασία», με την οποία ο Λημπιγκ εννοεί κάτι το διαφορετικό από εκείνο που εννοεί η πολιτική οικονομία, είναι πάντως «αρκετά περίεργο» ότι κάνει τον κ. Τζ. Στ. Μίλλ πρώτο κήρυκα μιας θεωρία , που τη διατύπωσε δημοσία πρώτος ο Τζέιμις Αντερσον τον καιρό πού ζούσε ακόμα ο Α. Σμιθ, και την επαναλάβαινε σέ διάφoρα έργα του ως τθς αρχές τού 19ου αιώνα, που το 1815 τον ιδιοποιήθηκε ο Μάλθους (μάστορας γενικά στη λογοκλοπία – όλη η θεωρία του για τον πληθυσμό είναι μια ξετσίπωτη λογοκλοπία), που την είχε αναπτύξει ο Ούέστ ταυτόχρονα και ανεξάρτητα από τον Αντερσον, που το 1817 ο Ρικάρντο τη συνέδεσε με τη γενική θεωρία της άξιας και που από τότε έκανε τό γύρο του κόσμου με ταο όνομα του Ρικάρντο, που το 1820 την είχε εκχυδαΐσει ο Τζέιμς Μιλλ (ο πατέρας του Τζ. Στ. Μίλλ) και που τέλος, ανάμεσα στ' άλλα, την έπαναλαβαίνει καί ο κύριος Έζ. Στ. ΜΙλλ σάν αρνηθούμε πως ο Τζ. Στ . Μίλλ τό οπωσδήποτε «περίεργο» κύρος του το οφείλει σχεδόν μονάχα σέ τέτοιες qui pro quo [συγχύσεις].