Βασικές τάσεις
στην κοινωνική σύνθεση, στη δομή της απασχόλησης και στη διάρθρωση της
οικονομίας.
Ενδιαφέροντα
στοιχεία από τις Θέσεις της ΚΕ για το 19ο
Συνέδριο του ΚΚΕ (για ολόκληρο το κείμενο των Θέσεων, βλ. KKE ή σε pdf 902
Την τελευταία
δεκαετία, η συνολική απασχόληση μειώθηκε από 4,09 εκατομμύρια το 2001 σε 3,7
εκατομμύρια απασχολούμενους το 2012, ενώ σημείωνε αυξητική μεταβολή μέχρι το
2008, πριν την εκδήλωση της κρίσης.
Ο συνολικός
αριθμός των απασχολούμενων στον αγροτικό -πρωτογενή τομέα μειώθηκε από 16,1% το
2001 σε 13% το 2012.
Σημαντική είναι
η μείωση στο δευτερογενή - βιομηχανικό τομέα από 23% το 2001 σε 16,1% το 2012.
Αντίθετα,
καταγράφεται αύξηση στην απασχόληση στον τριτογενή τομέα α πό 60,9% του συνόλου
των απασχολούμενων το 2001 σε 70,4% το 2012.
Ο αριθμός των
μισθωτών το 2012 είναι περίπου ίδιος με τον αριθμό των μισθωτών το 2001, 2,4
εκατομμύρια, αλλά αυτή η ισότητα αποκρύπτει μια σημαντική αύξηση του αριθμού
των μισθωτών πριν την εκδήλωση της κρίσης και στη συνέχεια μια ταχεία μείωσή
τους. Ως ποσοστό στο σύνολο των απασχολούμενων αντιπροσώπευαν το 59,4% το 2001
και το 63,3% το 2012. Πριν την εκδήλωση της κρίσης ο αυξητικός ρυθμός μεταβολής
ήταν μεγαλύτερος.
Ο αριθμός των
αυτοαπασχολούμενων ως ποσοστό του συνόλου εμφανίζεται λίγο αυξημένος, από 23,6%
το 2001 σε 24,3% το 2012, ωστόσο σε απόλυτο μέγεθος παραμένει σχετικά σταθερός
με μικρές διακυμάνσεις, στις 950 χιλιάδες. Ωστόσο υπήρξε πορεία μείωσης μέχρι
την εκδήλωση της κρίσης, ενώ η φαινομενική αύξηση στη συνέχεια συγκαλύπτει ένα
ποσοστό υποαπασχόλησης που προσεγγίζει οριακά την ανεργία.
Καταγράφεται
σημαντική τάση μείωσης του αριθμού των απασχολούμενων και των μισθωτών στη
μεταποίηση και τις κατασκευές. Αντίθετα, καταγράφεται αύξηση στους κλάδους
τουρισμού-επισιτισμού, τηλεπικοινωνιών, του χρηματοπιστωτικού συστήματος και
επιστημονικών - τεχνικών υπηρεσιών.
Στη μεταποίηση
ο αριθμός των απασχολούμενων εμφανίζει συρρίκνωση από 577 χιλιάδες το 2001 στις
367 χιλιάδες το 2012. Ο αριθμός των μισθωτών στη μεταποίηση μειώνεται από τις 426
χιλιάδες το 2001 στις 266 χιλιάδες το 2012. Το ποσοστό των μισθωτών παρουσιάζει
ελαφρά κάμψη από 73,8% το 2001 σε 72,2% το 2012, ενώ, αντίθετα, το ποσοστό των
αυτοαπασχολούμενων παρουσιάζει αύξηση από 11,5% το 2001 σε 14,1% το 2012 .
Στις κατασκευές
ο αριθμός των απασχολούμενων παρουσιάζει πολύ μεγάλη μείωση από 307 χιλιάδες
το 2001 σε 216 χιλιάδες το 2012, με τον αριθ μό των μισθωτών να μειώνεται από
τις 203 χιλιάδες στις 128 χιλιάδες την αντίστοιχη χρονική περίοδο. Το ποσοστό
της μισθωτής εργασίας ελαττώνεται επίσης σημαντικά, από 66% το 2001 στο 59% το
2012, ενώ αυξάνεται το ποσοστό των αυτοαπασχολούμενων από 18,1% σε 27%, με τον
αριθμό τους να αυξάνεται ελαφρά από 56 χιλιάδες στις 58 χιλιάδες.
Στον κλάδο του
εμπορίου, ο αριθμός των απασχολούμενων εμφανίζει μικρή, σχεδόν ανεπαίσθητη
πτώση από 705 χιλιάδες το 2001 σε 687 χιλιάδες το 2012 (πτώση 2,5%), ενώ ο
αριθμός των μισθωτών σημειώνει την ίδια περίοδο σημαντική αύξηση από 345
χιλιάδες σε 383 χιλιάδες, με το ποσοστό τους να αυξάνεται από 49% το 2001 σε
56% το 2012. Πτώση σημείωσε και ο αριθμός των αυτοαπασχολούμενων από 213
χιλιάδες στις 190 χιλιάδες με το ποσοστό τους να μειώνεται από το 30,2% το 2001
σε 27,7% το 2012. Ο κλάδος του εμπορίου έχει ακόμα μεγάλο αριθμό αυτοαπασχολούμενων,
αλλά οι τάσεις συγκέντρωσης -συγκεντροποίησης και προλεταριοποίησης στον κλάδο
αυτόν είναι εμφανείς.
Στον κλάδο του
τουρισμού - επισιτισμού, λόγω της έντονης εποχικότητας της απασχόλησης,
αναφερόμαστε στο διάστημα 2001 - 2011 όπου υπάρχει η δυνατότητα εξαγωγής μέσων
όρων σε επίπεδο έτους. Ο αριθμός των απασχολούμενων στον κλάδο αυξήθηκε από 269
χιλιάδες στις 295 χιλιάδες το 2011 και ο αριθμός των μισθωτών αυξήθηκε από 156
χιλιάδες στις 170 χιλιάδες το 2011. Το ποσοστό των μισθωτών παρέμεινε πρακτικά
σταθερό στο 58%. Ο αριθμός των αυτοαπασχολούμενων αυξήθηκε ελαφρά από 48
χιλιάδες στις 50 χιλιάδες με το ποσοστό τους να μειώνεται από 17,8% σε 16,9% το
2011.
Στο
χρηματοπιστωτικό κλάδο ο αριθμός των απασχολούμενων σημείωσε μικρή αύξηση από
108 χιλιάδες το 2001 σε 121 χιλιάδες το 2012. Ο αριθμός των μισθωτών αυξήθηκε,
επίσης, ελαφρά από 96 χιλιάδες το 2001 σε 107 χιλιάδες το 2012. Ο κλάδος έχει
πολύ μεγάλο ποσοστό μισθωτής εργασίας που προσεγγίζει το 90%, πρακτικά σταθερό
από το 2001 μέχρι το 2012.
Ο κλάδος των
επιστημονικών -τεχνικών υπηρεσιών απασχολεί 221 χιλιάδες εργαζόμενους, εκ των
οποίων οι 85 χιλιάδες (39%) είναι μισθωτοί, οι 103 χιλιάδες (47%) είναι
αυτοαπασχολούμενοι και οι 30 χιλιάδες (13%) εργοδότες. Από τα διαθέσιμα
στοιχεία μπορούμε μόνο να εκτιμήσουμε μια αύξηση της τάξης του 30% του κλάδου
σε επίπεδο δεκαετίας.
Η επίσημη
ανεργία, την περίοδο αυτή, εκτινάχθηκε από 11,2% το 2001 σε 25,4% το 2012, όχι
όμως μονοσήμαντα. Η εκδήλωση της κρίσης οδήγησε σε απότομη αντιστροφή της
πορείας μείωσής της μέχρι το 2008. Το ποσοστό ανεργίας δεν είναι ομοιογενές σε
ολόκληρο τον πληθυσμό. Στις γυναίκες, το ποσοστό ανεργίας μειώθηκε από 16,9% το
2001 σε 12,3% το 2008, για να αυξηθεί στο 29% το 2012. Στους άνδρες, το ποσοστό
ανεργίας μειώθηκε από 7,5% το 2001 σε 5,6% το 2008, για να αυξηθεί στο 22,7% το
2012. Στους αλλοδαπούς, το ποσοστό ανεργίας μειώθηκε από 11,7% το 2001 σε 7,4%
το 2008 και στη συνέχεια αυξήθηκε στο 30% το 2012. Με βάση αυ τά τα στατιστικά
στοιχεία, από το 1,27 εκατομμύρια ανέργους το 2012, οι 180 χιλιάδες είναι
αλλοδαποί.
Αναφορικά με το
επίπεδο εκπαίδευσης, οι απόφοιτοι ΑΕΙ έχουν 16,2% ποσοστό ανεργίας, οι
απόφοιτοι ΤΕΙ 26%, οι απόφοιτοι Γυμνασίου - Λυκείου περίπου 26%, οι απόφοιτοι
Δημοτικού περίπου 22%, ενώ η ανεργία σε ό σους δεν έχουν αποφοιτήσει από το Δημοτικό
ξεπερνά το 33%.
Αναφορικά με τις ηλικίες, στους νέους έως 24 ετών η ανεργία
προσεγγίζει το 60%, ενώ στις ηλικίες 25-34 το ποσοστό ανεργίας φτάνει το 32,9%.
Το ποσο στό ανεργίας έχει ξεπεράσει το 20% και στην ηλικιακή κατηγορία 35-44.
Αποτέλεσμα της έκρηξης της ανεργίας είναι η σημαντική αύξηση του ποσοστού των
ενηλίκων που διαβιεί σε νοικοκυριά χωρίς κανέναν εργαζόμενο από 8,1% το 2008 σε
16,9% το 2012, ενώ εκτιμάται ότι το 12,6% των παιδιών κάτω των 18 ετών κατοικεί
σε νοικοκυριό χωρίς κανέναν εργαζόμενο.
Αναφορικά με τη γεωγραφική
ανομοιογένεια, στην Ήπειρο - Δυτική Μακεδονία το ποσοστό ανεργίας βρίσκεται στο
28,5% και στη Θεσσαλία - Στερεά Ελλάδα στο 26,4%, ενώ και στις περιφέρειες με
το μικρότερο ποσοστό ανεργίας αυτό προσεγγίζει πλέον το 20% (Κρήτη 19,6% και
Αιγαίο 20%). Στην Αττική το ποσοστό ανεργίας βρίσκεται στο 25,9%.
Την περίοδο
2008 - 2011, επίσης, εκτινάχθηκε η μακροχρόνια ανεργία (αναζήτηση εργασίας για
περισσότερο από ένα χρόνο). Από 3,2% για τους άνδρες και 7,9% για τις γυναίκες
το 2008, έφτασε το 11,7% για τους άνδρες και 16,9% για τις γυναίκες το Β΄
τρίμηνο του 2012.
Ο αριθμός των μακροχρόνια ανέργων ξεπερνά πλέον τις 680 χιλιάδες.
Σύμφωνα με τα
στοιχεία της Eurostat, το 2011 στην Ελλάδα υπήρχαν επίσημα καταγραμμένοι
956.007 μετανάστες και μετανάστριες, δηλαδή ποσοστό 8,45% του πληθυσμού, που
ανέρχεται στα 11.309.885, αρκετά υψηλότερο από το μέσο όρο στην ΕΕ που την ίδια
χρονιά ήταν 6,63%. Η ποιοτική διαφορά σε σχέση με την ΕΕ είναι ότι στην Ελλάδα
μόλις το 16% των μεταναστών είναι κοινοτικοί υπήκοοι, ενώ ο αντίστοιχος μέσος
όρος των κοινοτικών μεταναστών στην ΕΕ είναι το 38,45%. Ο αριθμός των σημερινών
μεταναστών έχει διαφοροποιηθεί, καθώς έχει προστεθεί νέο κύμα χιλιάδων
μεταναστών, κυρίως γιατί η Ελλάδα αντιμετωπίζεται ως πύλη εισόδου για την
εγκατάσταση σε άλλες χώρες της Ευρώπης.
Ένα μέρος τους έ χει επαναπατριστεί
λόγω της ανεργίας και της αδυναμίας να ζουν στην Ελλάδα, ως συνέπεια της
οικονομικής κρίσης.
Όταν οι αστικές
κυβερνήσεις, όπως συμβαίνει και στην Ελλάδα, στις συν θήκες της οικονομικής
κρίσης και της αλματώδους αύξησης της ανεργίας, δεν μπορούν να διαχειριστούν
τον εφεδρικό στρατό, τότε καταφεύγουν ως συλλογικοί εκφραστές των καπιταλιστών στην
επίθεση περιορισμού και καταστολής της μετανάστευσης, κλείνουν τη στρόφιγγα της
εισροής, χρησιμοποιούν μέτρα μαζικών διωγμών και απελάσεων. Η
αντιμεταναστευτική πολιτική με τη βία και την καταστολή ενισχύει το κλίμα ρατσισμού.
Ο χώρος των
μεταναστών είναι πρόσφορος και για την ανάπτυξη δραστηριότητας από μυστικές
υπηρεσίες και πρεσβείες, κάτι που γινόταν και παλαιότερα στο χώρο των λεγόμενων
εμιγκρέδων. Ταυτόχρονα, αυξάνεται σημαντικά η εγκληματικότητα με δράστες μετανάστες,
που ωθούνται στη μικροεγκληματικότητα ή εμπλέκονται σε οργανωμένα εγκληματικά
κυκλώματα.
Σε σχέση με
τη διάρθρωση της οικονομίας, ο αγροτικός -πρωτογενής τομέας σημείωνε συνολική παραγωγή
8,6 δισ. ευρώ (Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία) το 2001, ενώ μειώθηκε στα 6,5 δισ.
ευρώ το 2008 (η παραγωγή ήταν περίπου σταθερή μέχρι το 2005 και στη συνέχεια
μειώθηκε σημαντικά), ενώ στην περίοδο της κρίσης παραμένει σταθερή (σημειώνοντας
μια μικρή μάλιστα απόλυτη αύξηση το 2011 στα 6,7 δισ.). Ως ποσοστό μειώθηκε από
5,8% το 2001 σε 3,5% το 2008, για να αυξηθεί στο 4,1% το 2011 (λόγω της πτώσης
του ΑΕΠ και όχι της μικρής απόλυτης αύξησης). Παρά τη μεγάλη μείωση, σε
ορισμένα προϊόντα η παραγωγή φαίνεται ότι αυξήθηκε αυτήν την περίοδο (π.χ.
σκληρό σιτάρι, αραβόσιτος και ρύζι).
Η παραγωγή
κτηνοτροφικών προϊόντων, σε σύγκριση με το 1981 (ένταξη στην ΕΟΚ), παρουσιάζει
σημαντική μείωση στο κρέας, στασιμότητα γενικά στην παραγωγή γάλακτος (με
αύξηση στα νωπά προϊόντα γάλακτος), μείωση στο βούτυρο. Στην κτηνοτροφική
παραγωγή, παρατηρείται σημαντική συγκέντρωση, παρόλο που παραμένει ένας μεγάλος
αριθμός εκμεταλλεύσεων με πολύ περιορισμένο ζωικό κεφάλαιο.
Στον αγροτικό
τομέα, η μέση έκταση της αγροτικής εκμετάλλευσης παραμένει πολύ μικρή μέχρι
σήμερα (στο 25% του μέσου επιπέδου της ΕΕ). Οι αγροτικές εκμεταλλεύσεις με
Τυπικό Ακαθάριστο Κέρδος (ΤΑΚ) άνω των 48.000 ευρώ κάλυπταν το 2007 το 12,9%
της αγροτικής γης έναντι του 3,94% το 1990. Θεωρούμε ότι μια εκμετάλλευση με
ΤΑΚ κάτω των 48.000 ευρώ δε διασφαλίζει γενικά διευρυμένη αναπαραγωγή του
κεφαλαίου της.
Ο δευτερογενής
βιομηχανικός τομέας ως ποσοστό της Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας συρρικνώθηκε
από 21,1% το 2001 σε 17,1% το 2011. Με βάση τον όγκο παραγωγής, το 2011 η
παραγωγή βρισκόταν στο 70% του επιπέδου του 2001. Ταυτόχρονα, την ίδια περίοδο,
πραγματοποιήθηκε ση μαντική συρρίκνωση της μεταποίησης και των κατασκευών.
Ο τριτογενής
τομέας ως ποσοστό της Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας, αυξήθηκε από 75,2% το
2001 σε 78,8% το 2011. Εδώ περιλαμβάνονται στην αστική στατιστική ο βιομηχανικός
κλάδος της ναυτιλίας, η Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία του οποίου εκτιμάται ότι
αυξήθηκε από 4,1 δισ. ευρώ το 2001 σε 7,8 δισ. ευρώ το 2011 και ο βιομηχανικός
κλάδος των τηλεπικοινωνιών, η Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία του οποίου αυξήθηκε
από 3,1 δισ. ευρώ το 2001, σε 6,2 δισ. ευρώ το 2010.
Πολιτικές
εξελίξεις, ο συσχετισμός δυνάμεων στο πολιτικό σύστημα, διεργασίες για την
αναμόρφωσή του
Η μεγαλύτερη
αδυναμία στην άσκηση της καπιταλιστικής εξουσίας εκδηλώθηκε με τη μη ομαλή συμμετοχή
του κράτους στη διεθνή αγορά κεφαλαίων, λόγω της απότομης διόγκωσης του
δημόσιου χρέους και της απότομης ανόδου των επιτοκίων αγοράς. Έτσι εκδηλώθηκε
αδυναμία αποπληρωμής του δανείου ή ανανέωσής του μέσω της αγοράς, που οδήγησε
σε δανεισμό από το μηχανισμό ΔΝΤ – ΕΕ.
Ωστόσο, αυτές
οι δυσλειτουργίες δεν πήραν χαρακτηριστικά πραγματικού κλονισμού σημαντικών
θεσμών του καπιταλιστικού συστήματος στην Ελλάδα, ούτε καν εκδηλώθηκαν ως
αδυναμία του αστικού κοινοβουλίου να στηρίξει κυβερνήσεις που έφεραν στο
Κοινοβούλιο βάρβαρες συμφωνίες - μνημόνια και αντεργατικούς νόμους. Δε
διαμορφώθηκαν ακόμα συνθήκες εμφανούς αδυναμίας των κρατικών μηχανισμών, δεν
επήλθε ακόμα αποδυνάμωση και αλλαγή στις διεθνείς συμμαχίες της καπιταλιστικής
εξουσίας στην Ελλάδα. Παραμένει ο συσχετισμός υπέρ των δυνάμεων του καπιταλισμού
και σε βάρος της εργατικής τάξης.
Το αστικό
πολιτικό σύστημα, σε συνθήκες δοκιμασίας από τις συνέπειες της κρίσης, αλλά και
ως γενική τάση, ανεξάρτητα από την ίδια την κρίση, ενισχύεται με νέους κατασταλτικούς
μηχανισμούς, κρατικούς και παρακρατικούς, με την υιοθέτηση πιο αντιδραστικών
και αυταρχικών νόμων για το τσάκισμα του εργατικού και λαϊκού κινήματος.
Στην υπηρεσία
της κρατικής καταστολής - βίας είναι οι ευρωπαϊκοί κατασταλτικοί μηχανισμοί, η
θεσμική κατοχύρωση των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων. Σε αυτήν την κατεύθυνση
ισχυροποιείται η λειτουργία και ο ρόλος των κατασταλτικών μηχανισμών, της
ευρωπαϊκής αστυνομικής υπηρεσίας (Europol), της ευρωπαϊκής μονάδας δικαστικής
συνεργασίας (Εurojust), του ευρωπαϊκού οργανισμού για τη διαχείριση της
επιχειρησιακής συνεργασίας στα εξωτερικά σύνορα των κρατών -μελών της ΕΕ
(Frontex). Γίνεται ισχυρότερη διασύνδεση του «μηχανισμού πολιτικής προστασίας»
και της «αμοιβαίας άμυνας και ρήτρας αλληλεγγύης», ενισχύονται τα αντιδραστικά
χαρακτηριστικά και η επιθετικότητα της ΕΕ για στρατιωτικές επεμβάσεις στα κράτη
- μέλη της, με πρόσχημα την «τρομοκρατία», «καταστροφή φυσικών ή ανθρωπογενών
πόρων», «επιθέσεις στον κυβερνοχώρο» κ.ά. για το χτύπημα του εργατικού
κινήματος και την προστασία του αστικού πολιτικού συστήματος. Κλιμακώνεται η
αντιλαϊκή επίθεση με την υιοθέτηση της δράσης ενάντια στο «ριζοσπαστισμό» και τις
«ακραίες ιδεολογίες», με πρόσχημα την «τρομοκρατία».
Ποινικοποιείται η
ιδεολογία και η πολιτική δράση που οδηγεί έξω από τα όρια του καπιταλιστικού
συστήματος, εντείνεται ο αντικομμουνισμός που διοχετεύεται μέσα από
ποικιλόμορφα κανάλια χειραγώγησης. Έχουν πολλαπλασιαστεί οι μηχανισμοί
παρακολούθησης και συγκέντρωσης στοιχείων σε βάρος των ριζοσπαστών αγωνιστών με
τη βοήθεια της νέας τεχνολογίας, ώστε το παραδοσιακό φακέλωμα ωχριά μπροστά στο
σύγχρονο.
Η εξέλιξη της
παρούσας οικονομικής κρίσης επέφερε ρωγμές στο υπάρχον αστικό πολιτικό σύστημα,
ορισμένη δυσλειτουργία σε μηχανισμούς του καπιταλιστικού κράτους και στις υπηρεσίες,
όπως σε εφορίες, στα δημόσια νοσοκομεία, επιδεινώθηκε η κατάσταση στα
ασφαλιστικά ταμεία, στη δημόσια εκπαίδευση. Δηλαδή, εκ των πραγμάτων
αποδυναμώθηκαν μέσα με τα οποία το καπιταλιστικό κράτος εξασφάλιζε τον έλεγχό
του σε εργατικές και λαϊκές μάζες, συμμετέχοντας άμεσα στην αναπαραγωγή της εργατικής
δύναμης.
Η αστική
διακυβέρνηση προσαρμόστηκε σε νέα μορφή, αυτή της συνεργασίας αστικών κομμάτων
- παρά τις αντιθέσεις τους - που για χρόνια εναλλάσσονταν στη διακυβέρνηση
(κυβέρνηση Λ. Παπαδήμου στηριζόμενη από ΠΑΣΟΚ - ΝΔ και αρχικά και από τον
ΛΑ.Ο.Σ., κυβέρνηση Αντ. Σαμαρά στηριζόμενη από ΝΔ - ΠΑΣΟΚ - ΔΗΜΑΡ μετά τις
εκλογές στις 17 Ιούνη 2012). Δρομολογήθηκε η αναμόρφωση του αστικού πολιτικού
συστήματος, στοιχείο της οποίας είναι και η αναστήλωση της σύγχρονης σοσιαλδημοκρατίας,
που εκφράστηκε με την απότομη εκλογική άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος στηρίζεται
από ένα μεγάλο αριθμό στελεχών του μηχανισμού του ΠΑΣΟΚ και συγκεντρώνει το
μεγαλύτερο μέρος των απωλειών του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου