Μεταγνώσεις

«Ηταν οι καλύτερες μέρες, ήταν οι χειρότερες μέρες, ήταν τα χρόνια της σοφίας, ήταν τα χρόνια της άνοιας, ήταν η εποχή της πίστης, ήταν η εποχή της ολιγοπιστίας, η εποχή του Φωτός και η εποχή του Σκότους, ήταν η άνοιξη της ελπίδας και ήταν ο χειμώνας της απελπισίας, είχαμε μπρος μας τα πάντα, είχαμε μπρος μας το τίποτε, πηγαίναμε όλοι στον Παράδεισο, πηγαίναμε όλοι στο αντίθετό του»
Ch Dickens, A Tale of Two Cities

«Εσύ κι εγώ Ζόιντ, είμαστε σαν τον Μπιγκ Φουτ. Οι καιροί περνούν, εμείς ποτέ δεν αλλάζουμε…»
Τ Πύντσον, Vineland

«Οι άνθρωποι κάνουν την ίδια τους την Ιστορία, δεν την κάνουν όμως κάτω από ελεύθερες συνθήκες, που διάλεξαν μόνοι τους, μα κάτω από συνθήκες που βρέθηκαν άμεσα, που δόθηκαν και κληρονομήθηκαν από το παρελθόν.»
K Μαρξ, Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη

«Αυτοί που ελέγχουν το Μικροσκοπικό, ελέγχουν τον κόσμο»
Τ Πύντσον,
Mason & Dixon

Παρασκευή 16 Νοεμβρίου 2012

ΑΠΟ ΔΩ ΚΑΙ ΜΠΡΟΣ ΘΑ ΚΥΡΙΑΡΧΟΥΝ ΟΙ ΤΡΑΠΕΖΙΤΕΣ

«ΑΠΟ ΔΩ ΚΑΙ ΜΠΡΟΣ ΘΑ ΚΥΡΙΑΡΧΟΥΝ ΟΙ ΤΡΑΠΕΖΙΤΕΣ»
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΦΛΕΒΑΡΗ 1848 ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΧΡΗΜΑΤΙΚΗΣ ΑΡΙΣΤΟΚΡΑΤΙΑΣ*
ΤΟΥ ΚΑΡΛ ΜΑΡΞ ("Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία, 1848-1850")
 Ύστερα από την επανάσταση του Ιούλη, όταν ο φιλελεύθερος τραπεζίτης Λαφίτ οδηγούσε στο δημαρχείο θριαμβευτικά τον Compère του (Σημ. Συντ: γαλλική λέξη με διφορούμενη έννοια: κουμπάρος ή συνεργός σε κάποια μηχανορραφία ή περιπέτεια), το δούκα της Ορλεάνης (Σημ.Συντ.: Ο δούκας της Ορλεάνης ανέβηκε στο θρόνο της Γαλλίας με το όνομα Λουδοβίκος Φίλιππος) άφησε να του ξεφύγουν οι λέξεις: «Από δω και μπρος θα κυριαρχούν οι τραπεζίτες». Ο Λαφίτ είχε προδώσει το μυστικό της επανάστασης.
Στην εποχή του Λουδοβίκου Φιλίππου δεν κυριαρχούσε η γαλλική αστική τάξη, αλλά μόνο μια ομάδα της, τραπεζίτες, βασιλιάδες του χρηματιστηρίου, βασιλιάδες των σιδηροδρόμων, ιδιοκτήτες ορυχείων, κάρβουνου και σίδερου, ιδιοκτήτες δασών, ένα μέρος των τσιφλικάδων πού συνενώθηκαν μ' αυτούς—η λεγόμενη αριστοκρατία του χρήματος. Αυτή κάθισε στο θρόνο, αυτή υπαγόρευε τους νόμους στις βουλές, αυτή μοίραζε τις δημόσιες θέσεις, από το υπουργείο ως τα γραφεία των καπνών.
Η καθαυτό βιομηχανική αστική τάξη  αποτελούσε ένα μέρος της επίσημης αντιπολίτευσης, δηλ. δεν αντιπροσωπευόταν στις βουλές παρά σα μειοψηφία. Η αντιπολίτευσή της πρόβαλλε τόσο πιο αποφασιστικά, όσο πιο ξεκάθαρα αναπτυσσόταν η αποκλειστική κυριαρχία της αριστοκρατίας του χρήματος κι όσο περισσότερο αυτή η ίδια θεωρούσε εξασφαλισμένη την κυριαρχία της πάνω στην εργατική τάξη ύστερα από τις πνιγμένες στο αίμα εξεγέρσεις του 1832, 1834 και 1839. Ο Γκραντέν, εργοστασιάρχης από τη Ρουέν, το πιο φανατικό όργανο της αστικής αντίδρασης, τόσο μέσα στη συνταχτική όσο και στη νομοθετική εθνοσυνέλευση, ήταν, μέσα στη βουλή, ο δριμύτερος αντίπαλος του Γκιζό. Ο Λεόν Φωσέ, γνωστός αργότερα για τις ανήμπορες προσπάθειές του να αναδειχθεί σε Γκιζό της γαλλικής αντεπανάστασης, έκανε στο τελευταίο διάστημα της βασιλείας του Λουδοβίκου Φίλιππου δημοσιογραφικό αγώνα υπέρ της βιομηχανίας, ενάντια στην κερδοσκοπία και στο τσιράκι της, τη κυβέρνηση. Ο Μπαστιά προπαγάνδιζε στο όνομα του Μπορντώ κι όλης της οινοπαραγωγικής Γαλλίας ενάντια στο σύστημα που κυριαρχούσε.
Η μικροαστική τάξη  σ' όλες τις διαβαθμίσεις της, όπως και η αγροτική τάξη  είχαν αποκλειστεί ολότελα από την πολιτική εξουσία. 
Τέλος, μέσα στην επίσημη αντιπολίτευση ή ολότελα έξω από το «pays légal» (Σημ. Συντ. «pays légal» : ο κύκλος των ανθρώπων που είχαν εκλογικό δικαίωμα. Έτσι ονόμαζαν στο καθεστώς της μοναρχίας του Ιούλη την άρχουσα μειοψηφία που είχε δικαίωμα ψήφου, σε αντίθεση με τις πλατιές μάζες του πληθυσμού που είχαν στερηθεί αυτό το δικαίωμα) βρίσκονταν οι ιδεολογικοί εκπρόσωποι και τα φερέφωνα των πιο πάνω τάξεων, οι σοφοί τους, οι δικηγόροι τους, οι γιατροί τους κλπ, με μια λέξη: Οι λεγόμενες «αξίες» τους.

ΤΑ ΚΡΑΤΙΚΑ ΕΛΛΕΙΜΜΑΤΑ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΑΣ – ΚΥΡΙΑ ΠΗΓΗ ΠΛΟΥΤΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΣ
 
Δημοσιονομικές δυσχέρειες έκαναν τη μοναρχία του Ιούλη να είναι από την αρχή εξαρτημένη από τη μεγαλοαστική τάξη και η εξάρτησή της από τη μεγαλοαστική τάξη έγινε μια αστείρευτη πηγή για το μεγάλωμα των δημοσιονομικών δυσχερειών. Ήταν αδύνατο να υποταχθεί η διοίκηση του κράτους στο συμφέρον της εθνικής παραγωγής χωρίς ν' αποκατασταθεί το ισοζύγιο στον προϋπολογισμό, το ισοζύγιο ανάμεσα στις κρατικές δαπάνες και τα κρατικά έσοδα. Και πως να αποκατασταθεί αυτό το ισοζύγιο δίχως την περιστολή των κρατικών δαπανών, δηλ. δίχως να θιχτούν συμφέροντα που αποτελούσαν ισάριθμα στηρίγματα του συστήματος που κυριαρχούσε και χωρίς να ξαναρυθμιστεί η κατανομή των φόρων, δηλ. χωρίς να ριχτεί ένα σημαντικό μέρος του φορολογικού βάρους στους ώμους της ίδιας της μεγαλοαστικής τάξης;



 
Αντίθετα, η ομάδα της αστικής τάξης που κυβερνούσε και νομοθετούσε με τις βουλές, είχε άμεσο συμφέρον στην καταχρέωση του κράτους. Το κρατικό έλλειμμα, αυτό ήταν ίσα-ίσα το καθαυτό αντικείμενο της κερδοσκοπίας της και η κύρια πηγή του πλουτισμού της. Κάθε χρόνο κι από ένα νέο έλλειμμα. Ύστερα από κάθε τέσσερα-πέντε χρόνια κι από ένα νέο δάνειο. Και κάθε νέο δάνειο πρόσφερε στη χρηματική αριστοκρατία μια καινούργια ευκαιρία να κατακλέβει το κράτος που κρατιόταν τεχνικά στο χείλος της χρεωκοπίας -και που ήταν υποχρεωμένο, να διαπραγματεύεται με τους τραπεζίτες κάτω από τους πιο δυσμενείς όρους. Κάθε νέο δάνειο της πρόσφερε μια ακόμη ευκαιρία να καταληστεύει με χρηματιστηριακές επιχειρήσεις το κοινό που τοποθετούσε τα κεφάλαιά του σε κρατικά ομόλογα και που στα μυστικά τους ήταν μπασμένες η κυβέρνηση και η πλειοψηφία της βουλής. Γενικά, η αστάθεια στην κατάσταση της κρατικής πίστης και η γνώση των κρατικών μυστικών, έδινε στους τραπεζίτες και στους συνεταίρους τους στις βουλές και στο θρόνο, τη δυνατότητα να προκαλούν εξαιρετικές, απότομες διακυμάνσεις στην τρέχουσα τιμή των κρατικών τίτλων, που δε μπορούσαν να έχουν κάθε φορά άλλο αποτέλεσμα παρά την καταστροφή μιας μάζας μικρότερων κεφαλαιούχων και το μυθικά γρήγορο πλουτισμό των μεγάλων παιχτών. Και μια που το κρατικό έλλειμμα ήταν το άμεσο συμφέρον της άρχουσας μερίδας της αστικής τάξης, εξηγείται γιατί οι έκτακτες κρατικές δαπάνες στα τελευταία χρόνια της βασιλείας του Λουδοβίκου Φιλίππου ξεπέρασαν πολύ περισσότερο από το διπλάσιο τις έκτακτες κρατικές δαπάνες του Ναπολέοντα, κι έφτασαν μάλιστα περίπου τα 400 εκατομμύρια φράγκα το χρόνο, ενώ οι ετήσιες εξαγωγές της Γαλλίας σπάνια ανέβαιναν στο ύψος των 750 εκατομμυρίων φράγκων κατά μέσον όρο. Τα τεράστια ποσά που κυλούσαν έτσι μέσα από τα χέρια του κράτους, έδιναν επί πλέον ευκαιρίες για δόλια συμβόλαια προμηθειών, για δωροδοκίες, καταχρήσεις και για κάθε λογής μπαγαμποντιές. Η εξαπάτηση του κράτους, όπως γινόταν χοντρικά με τα δάνεια, επαναλαμβανόταν και λιανικά στα δημόσια έργα. Οι σχέσεις ανάμεσα στη βουλή και στην κυβέρνηση πολλαπλασιάζονταν σα σχέσεις ανάμεσα σε ξεχωριστές διαχειρίσεις και σε ξεχωριστούς εργολάβους.
 
Η άρχουσα τάξη εκμεταλλευόταν την κατασκευή των σιδηροδρομικών γραμμών με τον ίδιο τρόπο που εκμεταλλευόταν τις κρατικές δαπάνες γενικά και τα κρατικά δάνεια. Οι βουλές φορτώνανε στο κράτος τα κύρια βάρη και εξασφάλιζαν στην κερδοσκοπική αριστοκρατία του χρήματος τους χρυσούς καρπούς. Όλοι θυμούνται τα σκάνδαλα στη βουλή, όταν τυχαία ήρθε στο φως ότι στις ίδιες τις επιχειρήσεις των σιδηροδρομικών γραμμών ήταν μέτοχοι όλα τα μέλη της πλειοψηφίας μαζί κι ένα μέρος από τους υπουργούς, που φρόντισαν ύστερα σα νομοθέτες να εκτελεστούν οι γραμμές αυτές με έξοδα του κράτους.
 

Αντίθετα,  και η πιο παραμικρή δημοσιονομική μεταρρύθμιση ναυαγούσε μπροστά στην επιρροή των τραπεζιτών. Έτσι έγινε λ.χ. με την ταχυδρομική μεταρρύθμιση. Ο Ρότσιλντ διαμαρτυρήθηκε. Είχε το κράτος το δικαίωμα να περιορίζει πηγές εισοδήματος από τις οποίες έπρεπε να πληρώνει τους τόκους του ολοένα αυξανόμενου χρέος του;
Η μοναρχία του Ιούλη δεν ήταν τίποτα άλλο από μια μετοχική εταιρεία για την εκμετάλλευση του γαλλικού εθνικού πλούτου, που τα μερίσματά της μοιράζονταν ανάμεσα στους υπουργούς, τις βουλές, τους 240.000 εκλογείς και τα τσιράκια τους. Ο Λουδοβίκος Φίλιππος ήταν ο διευθυντής αυτής της εταιρίας: Ο Ροβέρτος Μακέρ στο θρόνο. (Σημ. Σύντ.: Robert Macaire. Τύπος διαβολεμένου επιχειρηματία που αποθανατίστηκε στις γελοιογραφίες του Ονορέ Ντομιέ. Η μορφή του Ροβέρτου Μακέρ ήταν μια τσουχτερή σάτιρα για την κυριαρχία της αριστοκρατίας του χρήματος στην περίοδο της μοναρχίας του Ιούλη) Το εμπόριο, η βιομηχανία, η γεωργία, η ναυτιλία, τα συμφέροντα της βιομηχανικής αστικής τάξης, δε μπορούσαν παρά να μπαίνουν σε κίνδυνο και να ζημιώνουν διαρκώς κάτω άπ' αυτό το σύστημα. Γι' αυτό, η βιομηχανική αστική τάξη στις μέρες του Ιούλη είχε γράψει στη σημαία της: Φτηνή κυβέρνηση (gouvernement à  bon marché ).
Ενώ η αριστοκρατία του χρήματος έκανε τους νόμους, διεύθυνε το κράτος, είχε στη διάθεση της όλες τις οργανωμένες δημόσιες εξουσίες, και με βάση αυτά τα ίδια τα γεγονότα και με τον τύπο εξουσίαζε την κοινή γνώμη και ενώ σ' όλες τις σφαίρες από την αυλή ως το Café Borgne (Σημ. Συντ: έτσι ονομάζουν στο Παρίσι τα κακόφημα καφενεία και καπελειά) συνεχιζόταν η ίδια πορνεία, η ίδια ξετσίπωτη απάτη, η ίδια μανία πλουτισμού, όχι με την παραγωγή, αλλά με το επιτήδειο τσέπωμα του ετοίμου πλούτου των άλλων, ξέσπασαν, ιδιαίτερα στις κορυφές της αστικής κοινωνίας, και επικράτησαν αχαλίνωτα νοσηρές και έκλυτες ορέξεις πού κάθε στιγμή έρχονταν σε σύγκρουση με τους ίδιους τους αστικούς νόμους — ορέξεις όπου πλούτος που προερχόταν απ' το παιχνίδι γύρευε φυσικά την ικανοποίησή του εκεί που η απόλαυση γίνεται ακολασία, εκεί που γίνονται ένα το χρήμα, η βρωμιά και το αίμα. Η χρηματική αριστοκρατία, με τον τρόπο πλουτισμού της, όπως και με τις απολαύσεις της, δεν είναι τίποτα άλλο παρά η αναγέννηση του κουρελοπρολεταριάτου στα ανώτατα στρώματα της αστικής κοινωνίας.
Και οι ομάδες της γαλλικής αστικής τάξης που δε βρίσκονταν στην εξουσία, φώναζαν: «Διαφθορά!». Κι όταν το 1847, στις πιο υψηλές βαθμίδες της αστικής κοινωνίας παρουσιάζανε δημόσια τις ίδιες εκείνες σκηνές που οδηγούν κανονικά το κουρελοπρολεταριάτο στα πορνεία, στα φτωχοκομεία, στα τρελοκομεία, μπρος στο δικαστή, στα κάτεργα και στην κρεμάλα, ο λαός φώναζε: «Κάτω οι μεγάλοι κλέφτες, κάτω οι δολοφόνοι!». Η βιομηχανική αστική τάξη έβλεπε τα συμφέροντα της να κινδυνεύουν, η μικροαστική τάξη ήταν γεμάτη από ηθική αγανάχτηση, η λαϊκή φαντασία ήταν ξαναμμένη, το Παρίσι ήταν πλημμυρισμένο με λίβελους—«η δυναστεία των Ρότσιλντ», «οι τοκογλύφοι είναι βασιλιάδες της εποχής » κλπ— με τους οποίους, με περισσότερο ή λιγότερο πνεύμα, καταγγέλλανε και στιγματίζανε την κυριαρχία της αριστοκρατίας του χρήματος.






Ούτε πεντάρα για τη δόξα! Η δόξα δε φέρνει κανένα κέρδος. Ειρήνη παντού και πάντα! Ο πόλεμος κάνει να πέφτουν οι τρέχουσες τιμές των χρεωγράφων των 3 και των 4%! Να τί είχε γράψει στη σημαία της η Γαλλία των τοκογλύφων του χρηματιστηρίου. Γι αυτό η εξωτερική της πολιτική χαντακώθηκε μέσα σε μια σειρά από ταπεινώσεις του γαλλικού εθνικού αισθήματος, που αντέδρασε με τη μεγαλύτερη ζωηρότητα όταν η αρπαγή της Πολωνίας ολοκληρώθηκε με την προσάρτηση της Κρακοβίας από την Αυστρία και όταν ο Γκιζό προσχώρησε ενεργά στο πλευρό της Ιερής Συμμαχίας, στον ελβετικό πόλεμο του Ζόντερμπουντ. Η νίκη των Ελβετών φιλελεύθερων σ' αυτό τον ψευτοπόλεμο ανέβασε την αυτοπεποίθηση της αστικής αντιπολίτευσης στη Γαλλία, η αιματηρή εξέγερση του λαού στο Παλέρμο ενήργησε σαν ηλεκτρική εκκένωση πάνω στην παράλυτη λαϊκή μάζα και ξύπνησε τις μεγάλες επαναστατικές αναμνήσεις και τα επαναστατικά πάθη της.

Το ξέσπασμα της γενικής δυσφορίας επιταχύνθηκε τελικά και η δυσθυμία ωρίμασε σε στάση χάρη σε δυο παγκόσμια οικονομικά γεγονότα.
Η αρρώστια της πατάτας και οι κακές σοδιές του 1845 και του 1846 μεγάλωσαν το γενικό αναβρασμό στο λαό. Η ακρίβεια του 1847 προκάλεσε στη Γαλλία, όπως και στη λοιπή ηπειρωτική Ευρώπη αιματηρές συγκρούσεις. Μπρος στα αναίσχυντα όργια της αριστοκρατίας του χρήματος, είχαμε την πάλη του λαού για τα πιο στοιχειώδη τρόφιμα! Στο Μπυζανσέ εκτελούσαν τους εξεγερμένους από την πείνα, ενώ στο Παρίσι η βασιλική οικογένεια

αποσπούσε από τα δικαστήρια παραχορτάτους λωποδύτες.

ο δεύτερο μεγάλο οικονομικό γεγονός πού επέσπευσε το ξέσπασμα της επανάστασης ήταν μια γενική εμπορική και βιομηχανική κρίση στην Αγγλία. Η κρίση αυτή, -που την προμηνούσε ακόμα απ' το φθινόπωρο του 1845 η μαζική χρεωκοπία των κερδοσκόπων πάνω στις μετοχές των σιδηροδρόμων και αναχαιτίστηκε το 1846 από μια σειρά τυχαία περιστατικά, όπως από την επικείμενη κατάργηση των δασμών του σταριού- ξέσπασε τέλος το φθινόπωρο του 1847 με τις χρεοκοπίες των μεγαλεμπόρων αποικιακών προϊόντων του Λονδίνου, που τις ακολούθησαν κατά πόδας οι πτωχεύσεις των γεωργικών τραπεζών και το κλείσιμο των εργοστασίων στις εγγλέζικες βιομηχανικές περιοχές. Ο αντίχτυπος της κρίσης αυτής δεν είχε ακόμα εξαντληθεί στην ηπειρωτική Ευρώπη, όταν ξέσπασε η επανάσταση του Φλεβάρη.
Το ρήμαγμα του εμπορίου και της βιομηχανίας από την οικονομική επιδημία έκανε ακόμα πιο αφόρητη την αποκλειστική κυριαρχία της αριστοκρατίας του χρήματος. Η αντιπολιτευτική αστική τάξη ξεσήκωσε σ' όλη τη Γαλλία την εκστρατεία των συμποσίων για την εκλογική μεταρρύθμιση που θα της επέτρεπε να καταχτήσει την πλειοψηφία στις βουλές και να ανατρέψει την κυβέρνηση του χρηματιστηρίου. Στο Παρίσι η βιομηχανική κρίση είχε ακόμα σαν ειδική συνέπεια να ρίξει στο εσωτερικό εμπόριο ένα πλήθος εργοστασιάρχες και μεγαλέμπορους που, κάτω από τις συνθήκες της στιγμής εκείνης, δε μπορούσαν πια να κάνουν καμία επιχείρηση στην αγορά του εξωτερικού.


 Ιδρύσανε μεγάλα καταστήματα που ο συναγωνισμός τους ρήμαζε κατά μάζες τους μπακάληδες και τους μαγαζάτορες. Έτσι εξηγούνται οι αναρίθμητες πτωχεύσεις στη μερίδα της παρισινής αστικής τάξης. Έτσι εξηγείται κι η επαναστατική εμφάνισή της το Φλεβάρη. Είναι γνωστό ότι ο Γκιζό και οι βουλές απάντησαν σ' αυτές τις προτάσεις για μεταρρύθμιση μια ξεκάθαρη πρόκληση (Σημ. Μτφρ: Σε όλες αυτές τις προτάσεις ο Πρωθυπουργός Γκιζό απαντούσε: «πλουτίστε για να γίνετε εκλογείς»), ότι ο Λουδοβίκος Φίλιππος πολύ αργά αποφάσισε να σχηματίσει την κυβέρνηση Μπαρρό, ότι φτάσανε τα πράματα ως τις συμπλοκές ανάμεσα στο λαό και στο στρατό, ότι ο στρατός αφοπλίστηκε χάρη στην παθητική στάση της εθνοφρουράς, ότι η μοναρχία του Ιούλη αναγκάστηκε να παραχωρήσει τη θέση της σε μια προσωρινή κυβέρνηση.
 
  Η προσωρινή κυβέρνηση που πρόβαλε από τα οδοφράγματα του Φλεβάρη καθρέφτιζε αναγκαστικά στη σύνθεση της τα διάφορα κόμματα που μοιράστηκαν τη νίκη. Δε μπορούσε να είναι τίποτα άλλο παρά ένας συμβιβασμός ανάμεσα στις διάφορες τάξεις που μαζί είχαν ανατρέψει το θρόνο του Ιούλη, που τα συμφέροντα τους όμως συγκρούονταν. Τη μεγάλη πλειοψηφία της την αποτελούσαν αντιπρόσωποι της αστικής τάξης. Η δημοκρατική μικροαστική τάξη αντιπροσωπευόταν από τον Λεντρύ-Ρολλέν και το Φλοκόν, η δημοκρατική αστική τάξη από τους ανθρώπους της «Νασιονάλ» (Σημ. Συντ. «National»: Η εφημερίδα που έβγαινε στο Παρίσι στα 1830-1851, όργανο του αστικού δημοκρατικού κόμματος) η δυναστική αντιπολίτευση από τους Κρεμιέ, Ντυπόν ντε λ' Έρ κλπ.
Η εργατική τάξη είχε δυο μόνο αντιπροσώπους, τον Λουί Μπλάν και τον Αλμπέρ. Τέλος, η συμμετοχή του Λαμαρτίνου στην προσωρινή κυβέρνηση δεν υποστήριζε άμεσα κανένα πραγματικό συμφέρον, καμιά ορισμένη τάξη: ήταν η ίδια η επανάσταση του Φλεβάρη, η κοινή εξέγερση με τις αυταπάτες της, την ποίησή της, το χιμαιρικό περιεχόμενό της και τις φράσεις της. Κατά τ' αλλά, ο εκπρόσωπος της επανάστασης του Φλεβάρη, σύμφωνα με τη θέση του και τις απόψεις του, άνηκε στην αστική τάξη.
Αν το Παρίσι χάρη στον πολιτικό συγκεντρωτισμό εξουσιάζει τη Γαλλία, οι εργάτες, σε στιγμές επαναστατικών κλονισμών, εξουσιάζουν το Παρίσι. Η πρώτη πράξη της προσωρινής κυβέρνησης ήταν η προσπάθεια της ν' απαλλαγεί απ' αυτήν την συντριπτική επιρροή με μιαν έκκληση από το μεθυσμένο Παρίσι προς τη νηφάλια Γαλλία. Ο Λαμαρτίνος αμφισβήτησε στους μαχητές των οδοφραγμάτων το δικαίωμα ν' ανακηρύξουν τη δημοκρατία. Αρμόδια γι' αυτά, έλεγε, είναι μονάχα η πλειοψηφία των Γάλλων. Έπρεπε να περιμένουν την ψήφο της. Το παρισινό προλεταριάτο δεν έπρεπε να λερώσει τη νίκη του με ένα σφετερισμό. Η αστική τάξη επιτρέπει στο προλεταριάτο μονάχα ένα σφετερισμό—το σφετερισμό του αγώνα.
Το μεσημέρι της 25 του Φλεβάρη η δημοκρατία δεν είχε ακόμα ανακηρυχθεί, ενώ αντίθετα είχαν κιόλας μοιραστεί όλα τα υπουργεία ανάμεσα στα αστικά στοιχεία της προσωρινής κυβέρνησης κι ανάμεσα στους στρατηγούς, τους τραπεζίτες και τους δικηγόρους της «Νάσιοναλ». Οι εργάτες όμως τη φορά αυτή ήταν αποφασισμένοι να μην ανεχθούν καμιάν απάτη σαν εκείνη του Ιούλη του 1830. Ήταν έτοιμοι να ξαναρχίσουν τον αγώνα και να επιβάλουν τη δημοκρατία με τη βία των οπλών. Μ' αυτό το μήνυμα, ο Ρασπάιγ πήγε στο δημαρχείο. Στο όνομα του παρισινού προλεταριάτου πρόσταξε την προσωρινή κυβέρνηση να ανακηρύξει τη δημοκρατία. Αν δεν εκτελούσαν μέσα σε δυο ώρες την προσταγή αυτή του λαού, θα επέστρεφε επικεφαλής 200.000 ανδρών. Τα πτώματα αυτών που είχαν πέσει δεν είχαν καλά-καλά κρυώσει, τα οδοφράγματα δεν είχαν παραμεριστεί, οι εργάτες δεν είχαν αφοπλιστεί και η μοναδική δύναμη που μπορούσε να τους αντιμετωπίσει ήταν η εθνοφρουρά. Κάτω απ' αυτές τις συνθήκες εξαφανίστηκαν ξαφνικά οι σοφοί πολιτικοί δισταγμοί και οι νομικοί ενδοιασμοί της προσωρινής κυβέρνησης. Η δίωρη προθεσμία δεν είχε ακόμα λήξει και στους τοίχους του Παρισιού άστραφταν κιόλας οι γιγάντιες ιστορικές λέξεις:

Γαλλική Δημοκρατία! Ελευθερία! Ισότητα! Αδερφοσύνη!
 Πηγή: http://www.iskra.gr/
 




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου