«Μπορεί να είμαστε όλοι αναγκασμένοι να υποκύψουμε στην Ιστορία, αναλογιζόταν, μπορεί και όχι – το ν’ αρνηθούμε όμως να φάμε όλο αυτό το σκατό από επώνυμες και συγκεκριμένες πηγές – ε, αυτό, μπορεί να είναι μια διαφορετική ιστορία»
Thomas Pynchon, Vineland
Μεταγνώσεις
«Ηταν οι καλύτερες μέρες, ήταν οι χειρότερες μέρες, ήταν τα χρόνια της σοφίας, ήταν τα χρόνια της άνοιας, ήταν η εποχή της πίστης, ήταν η εποχή της ολιγοπιστίας, η εποχή του Φωτός και η εποχή του Σκότους, ήταν η άνοιξη της ελπίδας και ήταν ο χειμώνας της απελπισίας, είχαμε μπρος μας τα πάντα, είχαμε μπρος μας το τίποτε, πηγαίναμε όλοι στον Παράδεισο, πηγαίναμε όλοι στο αντίθετό του» Ch Dickens, A Tale of Two Cities
«Εσύ κι εγώ Ζόιντ, είμαστε σαν τον Μπιγκ Φουτ. Οι καιροί περνούν, εμείς ποτέ δεν αλλάζουμε…» Τ Πύντσον, Vineland
«Οι άνθρωποι κάνουν την ίδια τους την Ιστορία, δεν την κάνουν όμως κάτω από ελεύθερες συνθήκες, που διάλεξαν μόνοι τους, μα κάτω από συνθήκες που βρέθηκαν άμεσα, που δόθηκαν και κληρονομήθηκαν από το παρελθόν.» KΜαρξ, Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη
«Αυτοί που ελέγχουν το Μικροσκοπικό, ελέγχουν τον κόσμο» Τ Πύντσον, Mason & Dixon
ΟΒΙΔΙΑΚΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ
1. Ασυγχώρητα λάθη
Η πολιτική των μνημονίων, η πολιτική των περικοπών,
τα μέτρα εξαθλίωσης του πληθυσμού και εξάπλωσης της κοινωνικής
απόγνωσης είναι τώρα πια «λάθος». Αν κάποτε υπήρξε η αναγκαιότητα να
μπει ένας φραγμός στην «κοινωνική ασυδοσία» της Ελλάδας, αυτός ο στόχος
έχει επιτευχθεί: Η «χώρα» έχει περάσει την αναγκαία μαθητεία στην
«κοινωνική αυτοσυγκράτηση», κατανόησε πλήρως ότι δεν μπορεί «να
καταναλώνει περισσότερα από όσα παράγει», έχει φορέσει μόνη της τον
«κοινωνικό γύψο» που έως πριν από μερικά χρόνια ούτε διανοείτο ότι
υπήρχε, είναι μια «πειθαρχημένη κοινωνία». Αν και με ορισμένες εκλάμψεις
βίας.
Όχι βέβαια των ναζιστικών «ταγμάτων εφόδου» της Χρυσής Αυγής που
δολοφονούν και τρομοκρατούν τους μετανάστες ή βιαιοπραγούν εναντίον
οποιουδήποτε δεν δέχεται τη μαφιόζικη «προστασία» από «κινδύνους» που οι
ίδιοι προκαλούν. Αυτή η βία συνδυάζεται αρμονικά με την έννομη κρατική
βία που τη «διώκει», μέσω των συγκοινωνούντων δοχείων της γενικευμένης
καταστολής. Πρόκειται για εστίες «αντικοινωνικής βίας» που επίμονα
εκδηλώνονται στις παρεκτροπές των υποκινούμενων αγανακτισμένων
συνταξιούχων ή αναπήρων, στις «τυφλές» συγκρούσεις με τα ΜΑΤ, ή των
θυμάτων της ανθρωπιστικής κρίσης που ξεπερνάνε τα όρια και καταστρέφουν
περιουσίες ή επιδίδονται σε λεηλασίες και «απαλλοτρίωση» εμπορευμάτων.
Και φυσικά στην καθημερινή φραστική βία μερικών αμετανόητων από τον
ΣΥΡΙΖΑ που ανερυθρίαστα αποκαλούν τον κεντρικό τραπεζίτη «κουκουλοφόρο
του κεφαλαίου», με περισσή ασέβεια απέναντι στην «ανεξαρτησία» του.
Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, η τριμερής συμμαχία της «λογικής του
αυτονόητου» «διαπραγματεύεται» με τους μασκοφόρους των διεθνών
οργανισμών τον περιορισμό της νέας «λανθασμένης» δόσης μέτρων, αυτής που
μπορεί κατά «λάθος» να σκοτώσει τον ασθενή που «θεραπεύει». Και έχουν
αδιάσειστο επιχείρημα για την ορθότητα της στρατηγικής τους: η
νεοφιλελεύθερη μετάλλαξη έχει συντελεστεί, η νομιμοποίησή της είναι
οριακή αλλά υπαρκτή στα κρίσιμα μεσοστρώματα, τα οποία είναι πια
διατεθειμένα να συνδέσουν την τύχη τους με την επιτυχία της επίθεσης.
Και ένα «λάθος» στη δοσολογία μπορεί να γύρει οριστικά την πλάστιγγα
υπέρ των «αντικοινωνικών στοιχείων», εκείνων που «ζουν απομυζώντας το
κράτος» (Μιτ Ρόμνευ), τα οποία θα δώσουν το έναυσμα για τη γενικευμένη
ανάφλεξη.
Το «κόμμα του λάθους» κηρύσσει λοιπόν το τέλος της νεοφιλελεύθερης
αναδιάρθρωσης εκτιμώντας ότι έχει εγκαθιδρυθεί ήδη η νεοφιλελεύθερη
κοινωνία των ονείρων τους. Γι’ αυτό και η επίκληση της «ανάπτυξης»,
γιατί αυτή θα στηριχθεί στον «λευκό κινέζο εργαζόμενο», θα οργανώσει την
κοινωνία πάνω στο μοντέλο των «αυτοκινητοδρόμων του Χίτλερ», θα
αξιοποιήσει το νέο πρότυπο «κοινωνικής εγκράτειας» που έχει ήδη
εμπεδωθεί.
2. Το ζειν επικινδύνως
Εκτός όμως από τους διαχειριστές υπάρχει και το
κεφάλαιο που δεν μπορεί να συνεχίσει να είναι όσο κερδοφόρο απαιτεί η
σημερινή του δομή και η τρέχουσα συσσώρευση χωρίς να υλοποιήσει τη νέα
«λάθος» δόση νεοφιλελεύθερης αναδιάρθρωσης. Μια λογική στην οποία τελικά
οι διαχειριστές πειθήνια υποτάσσονται: τα μέτρα είναι «οδυνηρά» αλλά
«αναγκαία» (και ποια δεν ήταν ως σήμερα;), ενώ διαθέτουν και προφανές
αιτιολογικό: θεραπεύουν τον μεγάλο «ασθενή», το ελληνικό Δημόσιο.
Από την αρχή της τρέχουσας φάσης της νεοφιλελεύθερης επίθεσης των
Μνημονίων και των αέναων «διαπραγματεύσεων» των διαχειριστών, έγινε
φανερό ότι η κρίση του δημόσιου χρέους αποτελούσε την πρόφαση. Πολύ
γρήγορα αγνοήθηκαν όλα τα εμπειρικά δεδομένα που έδειχναν ότι η κρίση
των δημόσιων οικονομικών, η διόγκωση των ελλειμμάτων και ο εκτροχιασμός
του χρέους οφειλόταν στην κατάρρευση των εσόδων, διαχρονικά και με αιχμή
το 2008. Η πραγματικότητα που δεν υποτασσόταν στα νεοφιλελεύθερα
ιδεολογήματα γρήγορα αντιστράφηκε: Αντί της κρίσης εσόδων αποκτήσαμε
ξαφνικά κρίση δαπανών με προφανή συνταγή τις περικοπές δαπανών με αιχμή
το Δημόσιο. Μάλιστα η «περιστολή των δαπανών» εκτροχιάστηκε πολύ γρήγορα
και προς την κατεύθυνση του ιδιωτικού τομέα: με άγνωστο σκεπτικό
απαιτήθηκε η θεσμική καταβαράθρωση των μισθών, η κατάργηση του 13ου και
14ου μισθού μια και εδώ βρίσκεται η αιτία του ελλείμματος
«ανταγωνιστικότητας».
Αλλά το Δημόσιο βρέθηκε σε πρώτο πλάνο, μιας και για τον ιδιωτικό τομέα
ανέλαβε δράση η «αόρατη χειρ» της αγοράς με όπλο την ανεργία. Διαδοχικά
κύματα «ορθολογικής» περιστολής του κόστους με άναρχες («οριζόντιες»)
μειώσεις των μισθών, συλλήβδην υψηλών και χαμηλών εισοδημάτων,
συνοδευόμενα από απαιτήσεις άμεσων απολύσεων που συνεχώς «αναβάλλονται»
για κάποιο πολύ κοντινό μέλλον. Για να ακολουθήσουν ακόμη μεγαλύτερες
μειώσεις αποδοχών, σχεδόν κάτω από το όριο διαβίωσης, σε μια
συντονισμένη επιχείρηση ολικής απαξίωσης της εργασίας στο Δημόσιο, που
έχει το ανήκουστο «προνόμιο» να διαφεύγει της καθαρτήριας λειτουργίας
της ανεργίας. Εργασία χωρίς ρίσκο απόλυσης είναι σήμερα πια η βασική
στρέβλωση της αγοράς εργασίας. Διότι η εξαρτημένη εργασία οφείλει να
συνδέεται καταστατικά με το «ρίσκο», έναν κίνδυνο που ο εργαζόμενος ως
άλλος «επιχειρηματίας» οφείλει να έχει πάντοτε κατά νου.
Η τάση είναι πια φανερή: εργασία χωρίς ρίσκο συνεπάγεται αμοιβή κάτω από
το όριο επιβίωσης, αδυναμία ακόμη και απλής αναπαραγωγής. Το κράτος ως
χώρος τυπικών, «νόμιμων» εργασιακών σχέσεων οφείλει να εξαλειφθεί. Και
οι τρόποι που αυτό μπορεί να επιτευχθεί είναι δυο και κατά βάση
συνδυασμένοι. Είτε επιβάλλοντας στο «στρεβλό» Δημόσιο νέα εργασιακά
πρότυπα υψηλού ρίσκου (σε τελική ανάλυση απολύσεις), είτε εξαναγκάζοντας
τον Δημόσιο Τομέα σε έναν ιδιότυπο «μαρασμό», τη συρρίκνωσή του ως μη
βιώσιμη κοινωνική σφαίρα που φθίνει διαρκώς αφήνοντας το πεδίο ελεύθερο
για την αγορά. Η αγορά, που μέσα στην κρίση δεν έχει ανάγκη ηχηρών
«θεσμικών» παρεμβάσεων ή μεταρρυθμίσεων για να επιβάλει τους νόμους της:
αρκεί η μεγάλη «μεταρρύθμιση» της ανεργίας του 25% για να λειανθούν οι
αντιστάσεις και να δημιουργηθεί το νέο πρότυπο του «λευκού κινέζου
εργαζόμενου», πρόθυμου για δουλειά αντί πινακίου φακής και με έμπρακτη
αδιαφορία για τα εργασιακά δικαιώματα μπροστά στο φάσμα της ανεργίας.
3. Το τέλος της εργασίας
Αυτή η διττή όψη των μετασχηματισμών που
συντελούνται στο Δημόσιο επιδιώκεται να ενδυθεί με ολοένα ευρύτερη
συναίνεση με τη διαρκή προβολή και το συνεχές σφυροκόπημα των πλέον
ακραίων ιδεολογημάτων. Μαθαίνουμε λοιπόν από τους αξιωματούχους της
ιδεολογίας ότι «η κοινωνία στενάζει γιατί το κράτος επιβάλει την
προστασία των προνομιούχων δημοσίων υπαλλήλων που οχυρώνονται πίσω από
τη μονιμότητα για να ζουν εις βάρος των εργαζομένων του ιδιωτικού
τομέα». Η ανεργία του 25% στον ιδιωτικό τομέα οφείλεται κοντολογίς στον
«εκβιασμό» του 0% του Δημοσίου, κάπως σαν συγκοινωνούντα δοχεία στα
οποία η υψηλή στάθμη του ενός παράγεται από την εξαναγκασμένη χαμηλή
στάθμη του άλλου. Ενώ παράλληλα μαθαίνουμε ότι ο ιδιωτικός τομέας
δεινοπαθεί για να συντηρεί (με τους φόρους) τον «αντιπαραγωγικό»
δημόσιο, μιας και ο τελευταίος απομυζά «αντιπαραγωγικά» τους
περιορισμένους πόρους από τον υγιή ιδιωτικό τομέα.
Μήπως όμως, προφανώς από κεκτημένη ταχύτητα, γίνονται «υπερβολές» στα
«αντιπαρασιτικά» μέτρα; Όπως για παράδειγμα με την ασφυκτική φορολόγηση
των συνταξιούχων που είναι κάτω από το όριο επιβίωσης, οι οποίοι απλώς
έχουν την «αδυναμία» να ζουν περισσότερο του «αναμενόμενου», προφανώς
«αντιπαραγωγικά»; Ή με εξοντωτικά τέλη που επιβάλλονται επί των θυμάτων
της εργοδοτικής αυθαιρεσίας που όντας μισθωτοί δηλώνουν «ελεύθεροι
επαγγελματίες» (τα «μπλοκάκια») για να μειωθεί το εργασιακό κόστος; Ή
πάλι με την επαπειλούμενη κατάργηση όλων των κοινωνικών επιδομάτων μετά
από μια γκεμπελική εκστρατεία κατά της «διαφθοράς», όταν γνωρίζουμε από
τα διεθνή στατιστικά δεδομένα ότι στην κοινωνική προστασία υπάρχει ένα
αποδεκτό ποσοστό λάθους ή εξαπάτησης της τάξης του 3-5%. Τελικά, μήπως
αυτή η «λάθος» σκληρότητα των μέτρων έχει κάποιον άλλο στόχο, μια
απόλυτα ορθολογική επιδίωξη, να καταστρέψει όλη την «άχρηστη» κοινωνική
σφαίρα την οποία αδυνατεί να εκμεταλλευτεί αποδοτικά το κεφάλαιο;
Ο πόλεμος κατά των παραπάνω «προνομίων» είναι η συμπλήρωση της
καταστροφικής αποδόμησης κάθε κοινωνικής πρόνοιας: είτε των εργασιακών
σχέσεων στο Δημόσιο, είτε της ίδιας της εργασίας στον ιδιωτικό. Το
«αδύναμο» κράτος της ανύπαρκτης κοινωνικής προστασίας, των διαρκών
περικοπών και των μισθών πείνας και το «ισχυρό» κράτος της αναγκαστικής
επιβολής της ανεργίας, της φορολογικής αφαίμαξης των φτωχών κοινωνικών
στρωμάτων και της βίαιης καταστολής αποτελούν δυο όψεις του αυτού
νομίσματος. Και προκύπτει το «παράδοξο» της νεοφιλελεύθερης
αναδιάρθρωσης, η οποία με τα συνδυασμένα χτυπήματα που καταφέρει στην
εργασία φαίνεται να απονομιμοποιείται πλήρως ακόμη και στο στοιχειώδες,
την απλή αναπαραγωγή της εργασιακής δύναμης ως βάσης για τη λειτουργία
και διευρυμένη αναπαραγωγή της σχέσης του κεφαλαίου.
Στόχος όμως της αναδιάρθρωσης, που δεν είναι τίποτε άλλο από κοινωνικός
πόλεμος, είναι να ξεκινήσει ένας νέος κύκλος συσσώρευσης με διαφορετικό
συσχετισμό δύναμης και υψηλές αποδόσεις πάνω στα ερείπια της κοινωνικής
ερήμωσης μέσα στην κρίση. Με την εργασία να μετατρέπεται σε απλό
εξάρτημα του κεφαλαίου, με υποχώρηση των κοινωνικών δεσμεύσεων του
συλλογικού κεφαλαιοκράτη, με διεύρυνση του πεδίου αξιοποίησης των
ατομικών κεφαλαίων, με την «επιχειρηματικότητα» και το «ρίσκο» να
εκτοπίζουν τα δικαιώματα της εργασίας. Το κράτος, στην κεντρική αποστολή
του να εμφανίζει το συμφέρον του κεφαλαίου ως το συμφέρον όλης της
κοινωνίας, βλέπει στις στρατιές των ανέργων τους φορείς της νέας
«επιχειρηματικότητας», που ορίζεται πλέον ως η μοναδική πηγή κοινωνικής
ευημερίας, στον αιώνα της νεοφιλελεύθερης βαρβαρότητας.
Το τέλος της εργασίας δεν διακηρύσσεται απλά, υλοποιείται με μοχλό την
αγορά, την ανεργία, την εισοδηματική ανέχεια, την πλήρη απαξίωση κάθε τι
δημόσιου και την «θετική» προβολή του νέου ελντοράντο της
«επιχειρηματικότητας», με το κράτος να στέκεται μπροστά στα
κυριαρχούμενα στρώματα ως βασικός μοχλός επιβολής της κοινωνικής
λοβοτομής.
4. Ο παράδεισος της ύφεσης
Το τέλος της εργασίας είναι για το άρχον συγκρότημα
και η αρχή της ανάκαμψης. Ο «λευκός κινέζος εργαζόμενος» μπορεί να
γίνει η αφετηρία για υψηλούς ρυθμούς μεγέθυνσης πάνω στη στέρεα βάση της
εκκαθάρισης. Και όπου απαιτείται, όπου η κοινωνία δεν πειθαρχεί, όπου
εμφανίζεται αμφισβήτηση, υπάρχει μια ολόκληρη παλέτα προφανών απειλών
που έχουν ήδη δοκιμαστεί στην κρίση και μπορούν κάθε στιγμή να
ανασυρθούν για να βοηθήσουν στην καλλιέργεια του φόβου ως πρώτο βήμα για
την κοινωνική απονεύρωση. Με κομβική τη λειτουργία της ύφεσης που
αποκαθιστά ισορροπίες, μειώνει τον «κοινωνικό ανορθολογισμό», συμβάλλει
στην κοινωνική πειθάρχηση, περιορίζει το «σπάταλο» κοινωνικό κράτος,
υπαγορεύει στις κυριαρχούμενες τάξεις τα νέα πρότυπα κοινωνικής
αναπαραγωγής.
Για το επόμενο χρονικό διάστημα, η κρατική τρομοκρατία θα «επενδύσει»
και πάλι στις δυο βασικές αιχμές της επίσημης πολιτικής: το δημόσιο
έλλειμμα και την «έξοδο από το ευρώ». Το πρώτο μέσω του ασφυκτικού
πλαισίου της τρόικας τροφοδοτεί το δεύτερο, και τα δυο μαζί την
κοινωνική πειθάρχηση εξ ονόματος και ως υπηρεσία στη σχέση του
κεφαλαίου.
Πόσο μετράει άραγε ότι τα περίφημα μέτρα των δεκάδων δις περιστολής
δαπανών που έχουν ληφθεί, οδηγούν ευθέως σε μείωση των εσόδων και
επομένως σε νέο καθοδικό σπιράλ, νέα ελλείμματα και νέα μέτρα;
Ποιος ενδιαφέρεται για το γεγονός ότι οι υπέρογκες αυξήσεις σε είδη
άμεσης ανάγκης όπως το πετρέλαιο θέρμανσης δεν πρόκειται να αυξήσουν τα
κρατικά έσοδα, μιας και απλά θα περιστείλουν δραστικά τη λαϊκή
κατανάλωση;
Ποιος κοιτάζει άραγε τα στατιστικά στοιχεία από τις φοβερές ανατιμήσεις
με την εκτόξευση του ΦΠΑ και την ασύμμετρη επιβολή νέων φόρων, που στην
καλύτερη περίπτωση άφησαν στάσιμα τα δημόσια έσοδα;
Πόση δημοσιότητα δόθηκε, τέλος, στο γεγονός ότι όλα τα μέτρα που έχουν
ληφθεί «καθ’ υπόδειξη» (;) της τρόικας έχουν πλήξει αποκλειστικά το
εισόδημα των κατώτερων και μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων, αφήνοντας τον
πλούτο ανέπαφο;
Ίσως να είναι και πάλι «λογικό» αυτό που συνέβη. Διότι στόχος δεν ήταν
ούτε να κλείσει το έλλειμμα, ούτε να μειωθεί το χρέος, ούτε βέβαια πολύ
περισσότερο να επιδιωχθεί η βιωσιμότητά του, μιας και μετά από δυο
«κουρέματα» που πλούτισαν αυτούς που τα θεωρούσαν καταστροφικά,
συζητιέται ήδη το τρίτο. Η πολιτική αυτή που συνεχίζεται και σήμερα σε
αμείωτη ένταση με τις ευλογίες της «υπεύθυνης» ΔΗΜΑΡ δεν έχει άλλο στόχο
από την κοινωνική πειθάρχηση στα νέα πρότυπα κυριαρχίας-υποταγής στην
κρίση, τη μαθητεία σε νέα πρότυπα ζωής και αναπαραγωγής, την ενσωμάτωση
του φόβου και της ανασφάλειας στην τρέχουσα καθημερινότητα, τη νέα
καταστατική κοινωνική εγκράτεια που θα βλέπει στο κεφάλαιο και στην
«επιχειρηματικότητα» τη λύση στα κοινωνικά αδιέξοδα: είτε με την ενεργή
συμμετοχή στους κυοφορούμενους μετασχηματισμούς από τη σκοπιά του
κεφαλαίου, είτε με την παθητική υποταγή μιας εργασίας που θα αποτελεί
ένα απλό εξάρτημα του κεφαλαίου.
Η ύφεση μπορεί να καταστρέφει μη επαρκώς αξιοποιούμενα κεφάλαια, αλλά
κυρίως καταστρέφει την εργασία. Άμεσα με την ανεργία, έμμεσα με την
αλλαγή στρατοπέδου και τη στοίχιση πίσω από τον χορό της
«επιχειρηματικότητας».
5. Διαχωριστικές γραμμές
Η στρατηγική του κεφαλαίου είναι σαφής και
αξιοποιεί όλες τις λαϊκές δοξασίες που άνθιζαν πριν, αλλά εντάθηκαν μέσα
στην κρίση: Η καταστροφή είναι συνέπεια των κοινωνικών «υπερβολών»,
ενός «ανορθολογικού» καταμερισμού εργασίας που δεν σεβόταν θεμελιώδεις
αρχές της «οικονομίας», μιας στάσης που καλλιεργούσε τον εργασιακό
«εφησυχασμό», και τέλος μιας ιδιωτικής και δημόσιας κατανάλωσης που
ξεπέρασε κάθε όριο ευσταθούς ισορροπίας. Η ιδεοληψία αυτή είναι πολύ πιο
ισχυρή από τα αντικειμενικά στοιχεία που την διαψεύδουν, γιατί
στηρίζεται στις πεποιθήσεις και παραδοχές του συλλογικού ασυνείδητου, το
οποίο συνεχώς βομβαρδίζει με συστοιχίες συλλογικής ενοχής. Την οποία
άλλωστε συμπληρώνει θετικά με το όραμα της «επιχειρηματικότητας», της
«εργασίας» που είναι εμβαπτισμένη στη σχέση του κεφαλαίου.
Όμως, αυτή η στρατηγική δεν είναι πλέον ηγεμονική: περισσότερο από τρία
χρόνια κρίσης έχουν σημαδέψει την ευκολία των συνεχών αναβολών στην
επαγγελία του αδύνατου παράδεισου. Ενώ η προθυμία με την οποία οι
εκάστοτε διαχειριστές αλλάζουν την τήβεννο της αντιπολίτευσης με τη
λεοντή της εξουσίας, διατηρώντας μνήμη χρυσόψαρου για όσα κριτικά
επεσήμαιναν έως πριν από λίγο, συμβάλλει στην περαιτέρω απαξίωσή τους.
Κυρίως όμως προβάλλει εκφοβιστικά στο υπόβαθρο η προοπτική συνεχούς
επιδείνωσης και η αδυναμία διαχείρισης μιας καθημερινότητας που στον
χειμώνα που μας έρχεται θα προσλάβει τα χαρακτηριστικά ανθρωπιστικής
κρίσης, με μεγάλα τμήματα του πληθυσμού να βρίσκονται σε πρόδηλη
αδυναμία να διασφαλίσουν τα προς το ζειν.
Ιδίως όταν η αντίπαλη οπτική δεν είναι μια ακόμη πρόταση οργάνωσης της
συναίνεσης στο πρότυπο των κυβερνητικών εναλλαγών που συγκροτούν το
πλαίσιο πολιτικής κυριαρχίας του κεφαλαίου: Στην αντίπερα όχθη βρίσκεται
μέσω του ΣΥΡΙΖΑ μια πρόταση που με όλες τις αντιφάσεις και αδυναμίες
της, προσπαθεί να αρθρώσει έναν αντι-συστημικό λόγο, κηρύσσει την
ανατροπή και επιχειρεί να την αναδείξει στηρίζοντας και υποστηριζόμενη
από τη δυναμική των «από κάτω». Ενισχύοντας μια πολιτική η οποία
επιχειρεί να φέρει στην επιφάνεια κοινωνικές αντιφάσεις που αναδεικνύουν
εναλλακτικές κοινωνικές σχέσεις, ωριμάζοντας στην κοινωνία μια διάσταση
που δίνει την πρωτοκαθεδρία στην πολιτική και την οικονομία των
αναγκών, και όχι κάποια κίβδηλα φληναφήματα που θεοποιούν τον
καπιταλιστικό ανταγωνισμό στην όποια αγοραία μορφή του.
Ο ΣΥΡΙΖΑ ανταποκρίνεται τόσο καλύτερα στον αντι-συστημικό ρόλο του όσο
προσπαθεί συστηματικά να αναδείξει τα στοιχεία του κοινωνικού
ανταγωνισμού που τον έφεραν μια ανάσα από την κυβέρνηση, όσο μπορεί να
συνδυάζεται με την κοινωνική δυναμική που έρχεται από τους «από κάτω»,
όσο συμπλέει με τις νέες μορφές αντίστασης που η ταξική πάλη αναδεικνύει
μέσα στη συγκυρία. Η δημιουργική συμπόρευση με τα κινήματα και η
συνεχής διατάραξη της ισορροπίας είναι η αναγκαία συνθήκη για την
πολιτική αποτελεσματικότητα: η γραμμή του κοινωνικού ανταγωνισμού
γίνεται διακριτή μέσα στη μάχη, δεν υπάρχει αφ’ εαυτής.
Στη γραμμή αυτή εντάσσεται και η προστασία των εργασιακών δικαιωμάτων, η
υπεράσπιση του κοινωνικού κράτους, η πρωτοκαθεδρία των κοινωνικών
αναγκών, η προστασία των ευπαθών κοινωνικών ομάδων, η διασφάλιση
στοιχειωδών όρων αξιοπρεπούς διαβίωσης για όλους, η πολιτική ως μέσο για
την κοινωνική ρύθμιση. Εδώ θεμελιώνεται και η ανάγκη για προστασία των
δημόσιων αγαθών, για τον έλεγχο και ρύθμιση της αγοράς, για την επιβολή
κανόνων στον ανταγωνισμό.
Δεν σημαίνει όμως ότι όλα αυτά διασφαλίζονται «αυτόματα» με τον δημόσιο χαρακτήρα των θεσμών ή της οποιασδήποτε πρωτοβουλίας.
6. Η γοητεία των νομικών μορφών
Η επίθεση στο Δημόσιο που έχει ως στόχο την πλήρη
και απόλυτη απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων, ως μέσο για τη διεύρυνση
της σφαίρας αξιοποίησης του κεφαλαίου, δεν μπορεί όμως να ανασχεθεί με
την «υπεράσπιση του δημόσιου χαρακτήρα» δημόσιων υπηρεσιών και
επιχειρήσεων.
Από τη μια πλευρά, ο «δημόσιος» χαρακτήρας είναι βαθύτατα σημαδεμένος
από την ιεραρχική δομή και τη σχέση του κεφαλαίου που εγγράφεται στους
κρατικούς μηχανισμούς, αποτυπώνοντας ανεξίτηλα ίχνη στα ειδικά
ιδεολογικά χαρακτηριστικά που τους διαπερνούν. Από την άλλη, ο ειδικά
καπιταλιστικός χαρακτήρας των «δημόσιων επιχειρήσεων» που δεν είναι
άλλος από την έστω και σχετικά αμβλυμμένη τάση να λειτουργούν με όρους
αγοράς, με «ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια», δεν αποτελεί ένα εξωτερικό
περίβλημα το οποίο αφαιρούμενο αποκαλύπτει έναν αλώβητο πυρήνα, ο οποίος
εκφράζει ως τάση την «οικονομία των αναγκών», έναν κομμουνισμό εν
αναστολή, ένα καθαρό «δημόσιο αγαθό» το οποίο έρχεται να εκμεταλλευθεί
εκ των υστέρων η αγορά.
Η δημόσια διοίκηση και η δημόσια επιχείρηση ενσωματώνουν στον εσωτερικό
πυρήνα της λειτουργίας τους τον συνολικό κοινωνικό συσχετισμό δύναμης,
τις σχέσεις κυριαρχίας-υποταγής που απορρέουν από τη σχέση του
κεφαλαίου, με τρόπους που δεν μπορούν να ανατραπούν με μια απλή αλλαγή
προσανατολισμού στην κρατική διαχείριση, με μια επίκληση των δημόσιων
αγαθών από μια «φιλολαϊκή» κυβέρνηση, με τον καταστατικό «εξοβελισμό»
της αγοράς δια νόμου. Γνωρίζουμε άλλωστε πόσο κοντά στον «κομμουνισμό»
ήταν τα καθεστώτα του «υπαρκτού σοσιαλισμού», που θεώρησαν ότι
κατήργησαν τον ανταγωνισμό με το «πλάνο», όταν απλά χρησιμοποίησαν την
κρατικο-καπιταλιστική ρύθμιση ως μεταμφίεση του ανταγωνισμού.
Η γοητεία των νομικών μορφών επικρατεί εκεί όπου απουσιάζει η πολιτική.
Γιατί ριζική ανατροπή των κοινωνικών συσχετισμών χωρίς πρωτοκαθεδρία της
πολιτικής είναι αδιανόητη και κυρίως ανέφικτη.
Η Δημόσια Διοίκηση δεν μπορεί να τεθεί στην υπηρεσία των κοινωνικών
αναγκών χωρίς αμεσοδημοκρατική συμμετοχή των πολιτών στις διαδικασίες,
άμεση εκλογή και ανακλητότητα των δημόσιων λειτουργών. Τα γραφειοκρατικά
στεγανά, η αδιαφάνεια των μηχανισμών δεν αποτελεί παρενέργεια αλλά
βασικό χαρακτηριστικό του ειδικά καπιταλιστικού κρατικού μηχανισμού.
Η δημόσια επιχείρηση είναι κυρίως επιχείρηση που ορίζεται μέσα στον
ανταγωνισμό ακόμη και αν επικαλείται το δημόσιο συμφέρον για τη μερική
αναστολή του, ιδίως όταν απομυζά κοινωνικούς πόρους (της εργασίας) για
τη συσσώρευση που δεν μπορεί να αναλάβει το ατομικό κεφάλαιο. Ακόμη και
αν «διοικείται» από συνδικαλιστές που επιδιώκουν το «δημόσιο συμφέρον», η
δημόσια επιχείρηση λειτουργεί με βάση τη συνάρθρωση του δεσποτισμού του
εργοστασίου και της δικτατορίας της αγοράς.
Με αυτή την έννοια υπάρχουν δυο δρόμοι προς την ιδιωτικοποίηση δημόσιων
υπηρεσιών και δημόσιων επιχειρήσεων: ο άμεσος με την τόνωση του
«δεσποτισμού του εργοστασίου», την αποδοτική λειτουργία που κάνει την
υπηρεσία ή την επιχείρηση ελκυστική για το ατομικό κεφάλαιο, και ο
έμμεσος με την «φιλεργατική» χαλάρωση του δεσποτισμού που φέρνει στην
επιφάνεια την υποχώρηση στον ανταγωνισμό και την κατάληψη της θέσης της
από ανταγωνιστές μέσω της «δικτατορίας της αγοράς».
Η προσήλωση στις νομικές μορφές δεν συνιστά προστασία απέναντι σε καμία από τις δυο εκδοχές της ήττας.
7. Η άλλη πολιτική
Προέχει λοιπόν αυτή τη στιγμή η ανάδειξη της
πολιτικής ως πεδίου που συμπυκνώνονται οι κοινωνικοί ανταγωνισμοί, ως
χώρου για την κοινωνική ανατροπή. Και η πολιτική είναι κάτι απείρως πιο
σύνθετο και ανεξέλεγκτο από την επίκληση μιας χρηστής φιλολαϊκής
διαχείρισης.
Πολιτική δεν είναι να διατείνεσαι ότι θα εμποδίσεις το «ξεπούλημα των
ασημικών», της περιουσίας του λαού που θα τα πάρουν οι «ξένοι». Αν
δηλαδή πωληθούν ακριβά και τα πάρει το ελληνικό κεφάλαιο υπάρχει θέμα
προς συζήτηση;
Πολιτική δεν είναι η επίκληση του δημοσίου συμφέροντος, όταν αυτό δεν
συνδέεται χειροπιαστά με την πορεία προς μια κοινωνία στην οποία την
πρωτοκαθεδρία έχουν οι κοινωνικές ανάγκες και το βασικό πολιτικό
εργαλείο είναι ο κοινωνικός έλεγχος.
Αριστερή πολιτική κατά του Μνημονίου δεν συγκροτείται όταν απλά
στιγματίζεται η διαπραγματευτική ανικανότητα της κυβέρνησης (και της
ζητιέται να «παραμερίσει» για να αναλάβουν εκείνοι που «γνωρίζουν να
διαπραγματεύονται»), αλλά μόνο όταν αποκλείεται η πολιτική
διαπραγμάτευση για μνημονιακά μέτρα, και συζητιούνται αποκλειστικά οι
όροι αποπληρωμής/αναδιάρθρωσης του δανείου. Ούτε με την επίκληση της
«ανάπτυξης», που δεν είναι παρά η αναδιάταξη των ισορροπιών και των
συμμαχιών στο εσωτερικό του κυρίαρχου συγκροτήματος.
Ο εσωτερικός πολιτικός συσχετισμός που μπορεί να προκύψει στο άμεσο
μέλλον μετά την κατάρρευση της τρικομματικής οπερέτας οφείλει να
αναλωθεί για τη δημιουργία ευνοϊκών προϋποθέσεων χειρισμού της δύσκολης
ισορροπίας με τους δανειστές και των εσωτερικών αντιφάσεων μέσα στη
χώρα, με προεξάρχοντες «ουδέτερους» θεσμούς (βλ. Τράπεζα της Ελλάδος)
που δεν είναι τίποτε άλλο από τη φρικτή μάσκα του κεφαλαίου.
Τούτο συνεπάγεται «πόλεμο θέσεων» και όχι γενικά και αόριστα «θυσίες». Ή
καλύτερα, μια διαρκή φυγή προς τα εμπρός ως βέλτιστη μέθοδο για να
αποφευχθεί η άτακτη υποχώρηση.
Διότι, παραφράζοντας μια γνωστή ευκλείδεια ρήση, δυστυχώς δεν υπάρχει βασιλική οδός για την κοινωνική ανατροπή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου