Μεταγνώσεις

«Ηταν οι καλύτερες μέρες, ήταν οι χειρότερες μέρες, ήταν τα χρόνια της σοφίας, ήταν τα χρόνια της άνοιας, ήταν η εποχή της πίστης, ήταν η εποχή της ολιγοπιστίας, η εποχή του Φωτός και η εποχή του Σκότους, ήταν η άνοιξη της ελπίδας και ήταν ο χειμώνας της απελπισίας, είχαμε μπρος μας τα πάντα, είχαμε μπρος μας το τίποτε, πηγαίναμε όλοι στον Παράδεισο, πηγαίναμε όλοι στο αντίθετό του»
Ch Dickens, A Tale of Two Cities

«Εσύ κι εγώ Ζόιντ, είμαστε σαν τον Μπιγκ Φουτ. Οι καιροί περνούν, εμείς ποτέ δεν αλλάζουμε…»
Τ Πύντσον, Vineland

«Οι άνθρωποι κάνουν την ίδια τους την Ιστορία, δεν την κάνουν όμως κάτω από ελεύθερες συνθήκες, που διάλεξαν μόνοι τους, μα κάτω από συνθήκες που βρέθηκαν άμεσα, που δόθηκαν και κληρονομήθηκαν από το παρελθόν.»
K Μαρξ, Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη

«Αυτοί που ελέγχουν το Μικροσκοπικό, ελέγχουν τον κόσμο»
Τ Πύντσον,
Mason & Dixon

Δευτέρα 19 Νοεμβρίου 2012

Κρίση

 Κρίση
 του Φώτη Τερζάκη





ΚΑΤΗΦΕΙΑ, ΖΟΦΟΣ και ανασφάλεια πλανιώνται πάνω από την ελληνική κοινωνία. Το πρόγραμμα σταθεροποίησης που επέβαλαν ΔΝΤ και Ευρωπαϊκή Ένωση γίνεται αντιληπτό ως απειλή για τα «κοινωνικά κεκτημένα» της Μεταπολίτευσης και κουρελιάζει οριστικά εκείνη την καταναλωτική ευφορία που συνεπήρε επί τρεις περίπου δεκαετίες μικροαστικά και μεσαία στρώματα, λαθρεπιβάτες στο τραίνο της ευρωπαϊκής «ανάπτυξης» που πίστεψαν ότι έχουν απεριόριστο ελευθέρας στον επί πιστώσει παράδεισο μιας ιλουστρασιόν Δύσης. Με κουτοπόνηρη αμεριμνησία αφέθηκαν να ξεγελαστούν από ανενδοίαστες πολιτικές ηγεσίες, σάρκα εκ της σαρκός τους άλλωστε, για τις οποίες είναι εδώ και μισό αιώνα τουλάχιστον ––και ανεξαρτήτως πολιτικών αποχρώσεων–– άρθρο πίστεως το «ανήκομεν εις την Δύσιν». Ιδού λοιπόν τα επίχειρα της υπολογιστικής δουλικότητας, η δίκαιη αμοιβή τού υποτακτικού που έχει κάνει τέχνη τον προσεταιρισμό των ισχυρών με την ελπίδα ότι θα καρπωθεί και ο ίδιος ένα περίσσευμα ισχύος.
Ασφαλώς η ελληνική κοινωνία έπρεπε να πληρώσει. Για τί πράγμα όμως, είναι το κρίσιμο ερώτημα. Για την ανευθυνότητα, την αναξιοπιστία, τον παρασιτισμό της, λένε ορισμένοι, τα «τριτοκοσμικά» της χαρακτηριστικά – την έλλειψη δηλαδή εκείνης της ορθολογικότητας που θα την έκανε αντάξια του «ανεπτυγμένου κόσμου» στον οποίον φιλοδοξούσε να συμμετάσχει. Ξεχνούν όμως να μας πουν ποιος εξώθησε, και με ποιους εκβιαστικούς τρόπους, μία κοινωνία πρότινος στερημένη και τραυματισμένη από τον εμφύλιο διχασμό, την αμερικανοκίνητη δικτατορία και την ταπεινωτική ΝΑΤΟϊκή κηδεμονία στην υιοθέτηση των μοντέλων της παγκόσμιας αγοράς και σ’ εκείνες τις καταναλωτικές συμπεριφορές που απαιτούσε η αναπαραγωγή του διεθνοποιούμενου κεφαλαίου· ποιος κατέστρεψε την παραγωγική της αυτάρκεια εντάσσοντάς την σ’ έναν πανευρωπαϊκό (αναπόσπαστο τμήμα τού παγκόσμιου) καταμερισμό εργασίας, εξαρθρώνοντας τις αγροτικές της υποδομές, τη μικρή κατά τόπους παραγωγή και τις άτυπες συναλλακτικές σχέσεις, για να την μεταμορφώσει σε εξάρτημα της παγκόσμιας τουριστικής βιομηχανίας, κέντρο διοίκησης επιχειρήσεων και κόμβο χρηματιστικών και χρηματιστηριακών δραστηριοτήτων για την Ανατολική Μεσόγειο, τα Βαλκάνια ή και την υπόλοιπη Ανατολική Ευρώπη – στην προοπτική τού οποίου σχεδιασμού χρηματοδοτήθηκαν φαραωνικά προγράμματα όπως τα μεγάλα έργα στην Αττική, η είσοδος στην ΟΝΕ και το όνειδος της Ολυμπιάδας του 2004· ποιος εξώθησε σε εγκληματικά ανεξέλεγκτο δανεισμό την οικιακή οικονομία, όπως τηρουμένων των αναλογιών και τον ίδιο τον κρατικό προϋπολογισμό, πέραν της ενδημικής διαφθοράς και κακοδιαχείρισης που απλώς επιδείνωσαν την κατάσταση κι επιτάχυναν μια εξέλιξη η οποία ήταν εν πολλοίς δρομολογημένη: διότι όσο απελπιστική κι αν παρουσιάζεται η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας σήμερα, η Ελλάδα κάθε άλλο παρά μόνη βρίσκεται στο ικρίωμα του δημόσιου χρέους, και οι ελληνικές ιδιομορφίες προφανώς δεν αρκούν για να εξηγήσουν την κανονικότητα με την οποία ο δημοσιονομικός στραγγαλισμός καραδοκεί τη μία μετά την άλλη τις χώρες του κόσμου, προχωρώντας αμείλικτα από τις περιφέρειες προς τα κέντρα.
Το ασυγχώρητο έγκλημα της ελληνικής κοινωνίας είναι μάλλον ο αυτισμός της. Το ότι καθ’ έξιν ––και αυτό αφορά όχι μόνο την κρίσιμη λαϊκή μάζα αλλά σε μεγάλο ποσοστό και τους διανοουμένους της–– αντιλαμβάνεται τον εαυτό της ως  μεμονωμένη και λίγο πολύ μοναδική περίπτωση, ότι αγνοεί συστηματικά τί συμβαίνει έξω από τα σύνορά της, ότι είναι ανίκανη να εντάξει τα όσα διαδραματίζονται στη μικρή και αμελητέα εσωτερική της σκηνή στο πυκνό πλέγμα τής διεθνούς πραγματικότητας. Αν απλώς κάποιοι παρακολουθούσαν προσεκτικά τί συμβαίνει εδώ και τριάντα-σαράντα χρόνια, ας πούμε, στη στη Ζιμπάμπουε ή στη Νιγηρία και στο μεγαλύτερο μέρος τής Αφρικής, σε μια σειρά από χώρες της Λατινικής Αμερικής με κορυφαίο παράδειγμα την Αργεντινή, κι εσχάτως σε περιπτώσεις χωρών όπως η Λεττονία, η Ουγγαρία, η Ρουμανία, η Μολδαβία, θα έβλεπαν καθαρά ποια είναι τα βήματα που έφεραν αυτή τη στιγμή εδώ την Ελλάδα – με την την Ιρλανδία, την Ισπανία, την Πορτογαλία ν’ ακολουθούν σε απόσταση αναπνοής… Με μία λέξη, από τις ημέρες της αποαποικιοποίησης στη δεκαετία του 1960, το κατά κεφαλήν εισόδημα στις περισσότερες χώρες του «αναπτυσσόμενου» κόσμου έχει πέσει περίπου στο μισό, ενώ το δημόσιο χρέος έχει εκτοξευθεί σε αστρονομικούς αριθμούς, και συνεχίζει ν’ αυξάνεται… Είναι το τίμημα της ένταξής τους στο παγκόσμιο διακρατικό σύστημα με όρους οικονομίας της αγοράς, επιλογή εξαναγκασμένη από τους πρώην δυνάστες τους, οι οποίοι εγκαταλείποντας τις κτήσεις τους διασφάλισαν τη διαρκή οικονομική τους εξάρτηση από τα μητροπολιτικά κέντρα. Αφού κατέστρεψαν με τις μονοκαλλιέργειες και με τον βιομηχανικό καταμερισμό της εργασίας την τροφική τους αυτάρκεια, αφού εξάρθρωσαν τις παραδοσιακές κοινωνικές δομές κι επέβαλαν τη χρηματική οικονομία, τις εξανάγκασαν στη συνέχεια ν’ αγοράζουν εκείνο που τους έκλεψαν με όρους οι οποίοι τις τοποθετούν αυτομάτως στο κατώτατο όριο της παγκόσμιας πυραμίδας του πλούτου: το μεροκάματο ενός ινδονήσιου εργάτη στις κακαοφυτείες της Ιάβας δεν αρκεί για ν’ αγοράσει μια σοκαλάτα συσκευασμένη στο Βέλγιο ή στην Ολλανδία. Τα κράτη που γεννήθηκαν με αυτό τον τρόπο, σκελετός των οποίων ήταν η ίδια η αποικιακή διοίκηση, επανδρώθηκαν από μια τοπική ελίτ σπουδασμένη στα πανεπιστήμια των αποικιακών κέντρων και, ως εκ τούτου, αποκομμένη από τον ιθαγενή πληθυσμό και συνηθισμένη να ταυτίζει τα συμφέροντά της με τα συμφέροντα εκείνων. Από την εξαρτημένη αυτή θέση έπρεπε να δανείζονται για να χρηματοδοτήσουν τη λειτουργία τους, και οι δανειστές τους επέβαλλαν περαιτέρω όρους που είχαν μοναδικό στόχο την «αξιοποίηση» της επένδυσής τους – δηλαδή, όχι μόνο την επιστροφή του δανείου στους ίδιους μέσω της εξαναγκαστικής αγοράς δικών τους προϊόντων και υπηρεσιών, αλλά επιπροσθέτως τη διαρκή εξαθλίωση των πληθυσμών οι οποίοι πρέπει να γίνουν φτηνή εργατική δύναμη στο έλεος των δυτικών κεφαλαίων (δημιουργήθηκαν άλλωστε ειδικοί θεσμοί γι’ αυτό: και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο είναι ένας από τους αποτελεσματικότερους…). Και όποτε τύχαινε να εμφανιστεί ένας υπερήφανος ηγέτης που οραματιζόταν την ανεξαρτησία τής χώρας του και μια καλύτερη μοίρα για τον πληθυσμό της, τί ευκολότερο από το να κινητοποιηθούν δυο-τρεις επιλοχίες με γυαλιά rayban και αμερικανικά (ή βρετανικά ή γαλλικά) τζιπ για να το κρεμάσουν στη μέση της πλατείας;
Αυτό, εν ολίγοις, στη δεκαετία του ’60 και του ’70 λέγαμε «νεοαποικισμό». Σήμερα η λέξη σπανίως ακούγεται· έχουμε επινοήσει νέες και πιο εξωτικές, όπως «παγκοσμιοποίηση» ή «αυτοκρατορία», που μας δίνουν την όμορφη ψευδαίσθηση ότι λέμε κάτι καινούργιο. Το κακό είναι ότι μας εμποδίζουν να δούμε τη συνέχεια ανάμεσα στα φαινόμενα που υποτίθεται ότι περιγράφουν. Και το θεμελιώδες φαινόμενο του οποίου την εκδίπλωση περιγράφουν ακούει σε ένα ακόμη πιο πολύχρηστο όνομα, που ο χειρισμός του ––δυστυχώς!–– αφήνει μικρά περιθώρια στους μεταμοντέρνους διανοούμενους ν’ ακουστούν πρωτότυποι: καπιταλισμός, κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής δηλαδή και οικονομία της αγοράς, ή καθολική μεσολάβηση του γενικού ισοδυνάμου (της φετιχισμένης μορφήςχρήμα). Αν το κτηνώδες αποικιακό εγχείρημα σηματοδοτεί την έναρξη του καπιταλισμού, αντιπροσωπεύει ταυτόχρονα και την πρώτη απόπειρα παγκοσμιοποίησής του – πράγμα που σημαίνει, μια ροπή προς την παγκοσμιοποίηση πρέπει να θεωρείται εγγενής στον καπιταλισμό, μέρος τής ίδιας του της φύσης. Ακριβέστερα: εκείνο που έχει ο καπιταλισμός κοινό με τον καρκίνο είναι ότι χρειάζεται διαρκώς υγιείς ιστούς για ν’ αναλώνει – μη καπιταλιστικές κοινωνίες, μη εμπορευματοποιημένες πτυχές της κοινωνικής ζωής, μια προϋφιστάμενη βιόσφαιρα. Σύροντάς τα στον κύκλο τής εμπορευματοποίησης, όπως λέμε, τα «αξιοποιεί», δηλαδή τα στραγγίζει απ’ όλα τα ποιοτικά τους χαρακτηριστικά και τα αναλώνει. Οπότε χρειάζεται αμέσως καινούργια θύματα. Αυτή είναι και η σοβαρότερη εγγενής του αδυναμία: αν δεν απομυζά ασταμάτητα κάτι ζωντανό, το χρήμα παύει να γεννάει χρήμα και η μηχανή κινδυνεύει με εμπλοκή. Αυτό είναι που λέμε «δομική κρίση».
Εκείνο που συμβαίνει σήμερα, στη λεγόμενη εποχή της παγκοσμιοποίησης, είναι ότι αυτή η διαδικασία βρίσκεται πολύ κοντά στο σημείο να ολοκληρωθεί: πολύ κοντά στο να μην έχει απομείνει τίποτα έξω από τον θανάσιμο εναγκαλισμό τής χρηματικής οικονομίας και της κεφαλαιοκρατικής «αξιοποίησης», τίποτα πλέον το παρθένο για ν’ αναλωθεί, οπότε ο καπιταλισμός είναι αναγκασμένος να φάει τις ίδιες του τις σάρκες. Αυτό στην τεχνική γλώσσα των αναλυτών του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής (που τόσο άσχημα τους διαβάζουν οι αυταποκαλούμενοι κληρονόμοι τους) λέγεται «πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους» και «κρίση υπερσυσσώρευσης». Είναι ακριβώς η ταυτότητα της κρίσης που διανύουμε, της οποίας τα συμπτώματα έχουν τρομοκρατήσει την παγκόσμια κοινωνία, και μέρος των συμπτωμάτων αυτών είναι η τραγωδία μιας αλυσίδας χωρών που ξεκινάει ––έχει προ πολλού ξεκινήσει–– από την «υπανάπτυκτη» περιφέρεια και φτάνει αισίως πλέον, διαδοχικά, στην Ανατολική και στη Νότιο Ευρώπη. Όχι βεβαίως ότι προορίζεται να σταματήσει εδώ: τα σημάδια έχουν πυκνώσει ήδη στην καρδιά των κοινωνιών που θεωρούνται ––και είναι–– οι ατμομηχανές της παγκόσμιας κεφαλαιοκρατικής οικονομίας.
Πώς φτάσαμε λοιπόν ως εδώ; Το 2008, όταν έσκασε η βόμβα, μιλούσαν όλοι για χρηματοπιστωτική κρίση· σήμερα, δύο χρόνια αργότερα, έχει πάρει τη μορφή δημοσιονομικής κρίσης. Εκείνο που συνέβη εν τω μεταξύ είναι ότι οι κρατικές οικονομίες συμφώνησαν να διασώσουν τον κλονισμένο χρηματοπιστωτικό τομέα δημιουργώντας υπέρογκες τρύπες στους δικούς τους προϋπολογισμούς, τις οποίες τώρα πασχίζουν ν’ αναπληρώσουν με μια ληστρική ––και απεγνωσμένη–– λεηλάτηση των ίδιων των εργαζόμενων πληθυσμών τους. Απεγνωσμένη επειδή, αν δει κανείς καθαρά την πορεία των συμβάντων που οδήγησαν ως εδώ, θ’ αντιληφθεί ότι το φάρμακο είναι χειρότερο από την ασθένεια που καλείται να θεραπεύσει. Διότι, ας μην υπάρχουν επ’ αυτού αυταπάτες, η κρίση για την οποία μιλάμε έχει ξεκινήσει από τα μέσα της δεκαετίας του 1970, και στα τέλη της δεκαετίας του ’80 έφτασε ήδη στην πρώτη της κορύφωση. Τότε, απέναντι στην καλπάζουσα ύφεση που θα μπορούσε να έχει οδηγήσει σε κραχ όμοιο με του 1929, επινοήθηκε η στρατηγική του μαζικού δανεισμού και της χρηματιστικής αξιοποίησης κεφαλαίων τα οποία λίμναζαν και ήταν αδύνατο πλέον να αξιοποιηθούν στην παραγωγική σφαίρα: σαν να λέμε, αφού εξαντλήθηκαν τα όρια εκμετάλλευσης της ανθρώπινης εργατικής δύναμης, των μη-ακόμη καπιταλιστικών κοινωνιών και της ίδιας της φύσης, σύρεται στην κολασμένη τροχιά τής εμπορευματοποίησης και αυτός ο χρόνος, καθώς προεξωφλείται και αναλώνεται η δυνητική παραγωγή (αυτό είναι το ακριβές νόημα της αντιστροφής των παραδοσιακών σχέσεων παραγωγικού-χρηματιστικού κεφαλαίου υπέρ του δεύτερου)·  και αν αυτή δεν πραγματοποιηθεί στον αναμενόμενο χρόνο και στο αναμενόμενο ύψος, κάτι που είναι αναπόφευκτο, ακολουθεί η αλυσίδα καταστροφών που παρακολουθήσαμε το 2008, δήθεν έκπληκτοι. Τίποτα δεν είναι πιο εξοργιστικό ––και αβυσσαλέα παραπλανητικό–– από τις κούφιες ηθικολογικές κραυγές κατά των «κερδοσκόπων» που ακούστηκαν τότε, κι εξακολουθούν να ακούγονται, από στόματα «προοδευτικών» και «αριστερών» κάθε είδους: λες και υπάρχει μια έντιμη και ηθική παραγωγική οικονομία στην οποία θα πρέπει να επιστρέψουμε, λες και το κέρδος δεν είναι η καταστατική αρχή που κινεί την καπιταλιστική οικονομία, λες και δεν είναι αυτή η οικονομία στις κλασικές, καταστατικές της αρχές δύναμη στραγγαλισμού τής ανθρωπινης ζωής και της φύσης στο ικρίωμα της «αξιοποίησης», αέναης δηλαδή κερδοφορίας του κεφαλαίου που είναι η μόνη αξία και ο μόνος σκοπός, και σε τελευταία ανάλυση λες και δεν ήταν αυτή η φυγή προς τα εμπρός του κερδοσκοπικού κεφαλαίου προϊόν της «κανονικής» λειτουργίας του καπιταλισμού, τη στιγμή που η μόνη εναλλακτική εκδοχή ήταν η πλήρης κατάρρευσή του! Τη στιγμή όμως που αυτή η κατάρρευση είχε ξαναμπεί στην ατζέντα πολλών ριζοσπαστικών κινημάτων στην Ευρώπη και στην Αμερική (και σε πολλά άλλα μέρη του κόσμου, οπωσδήποτε) γύρω στα 1970, όλες οι «προοδευτικές» δυνάμεις της κοινωνίας, περιλαμβανομένων των οργανώσεων της κοινοβουλευτικής αριστεράς και των Κομμουνιστικών Κομμάτων, συστρατεύθηκαν για να τον στηρίξουν με κάθε τίμημα. Αυτοί οι ίδιοι τώρα θρηνούν για την επικράτηση του «νεοφιλελευθερισμού» και για την άρση των «κοινωνικών κεκτημένων», που ήταν στην πραγματικότητα το εχέγγυο της ενσωμάτωσής τους στο υπάρχον πολιτικό σύστημα!
Το «κράτος προνοίας» που νοσταλγουν οι μελιστάλακτοι αυτοί δημοκράτες, πολύ περισσότερο απ’ ό,τι «κατάκτηση» των δυνάμεων της εργασίας, ήταν ένας μηχανισμός αποτροπής της κατάρρευσης του καπιταλισμού τη στιγμή που προσέκρουσε στην προηγούμενη τέτοια κρίση υπερσυσσώρευσης, προς τα τέλη της δεκαετίας του ’20 (είναι αξιοπρόσεκτο ότι οι κρίσεις αυτές συμπίπτουν με την κορύφωση των σημαντικότερων επαναστατικών γεγονότων του εικοστού αιώνα). Ήταν ακόμη ένας τρόπος να υπαχθούν όλες οι δυνάμεις της κοινωνίας, ασφαλώς η εργασιακή δύναμη αλλά και οι μέχρι τότε εξαιρούμενες από την παραγωγική εργασία δραστηριότητες, στον κύκλο της εμπορευματικής αξιοποίησης, και αυτό μπορούσε να γίνει μόνο με τον δεσποτικό άνωθεν σχεδιασμό (δηλαδή, από το ίδιο το κράτος ως πράκτορα των μονοπωλιακών συμφερόντων, όπως πειραματικά έβαλαν σ’ εφαρμογή οι λεγόμενοι ολοκληρωτισμοί, το πραγματικό θερμοκήπιο του «κοινωνικού κράτους»)· η συγκεντροποίηση αυτή αντικατοπτρίστηκε και στη διεθνή πολιτική, όπου ο ανταγωνισμός μεμονωμένων αποικιακών αυτοκρατοριών για τον έλεγχο των παγκόσμιων πλουτοπαραγωγικών πηγών έδωσε τη θέση του σε λίγους μεγάλους άξονες ισχύος με μια υπεδύναμη στο κέντρο και γύρω της ένα σύστημα δορυφορικών κρατών, ενώ η στρατιωτική κατοχή κρίθηκε ασύμφορη και τη θέση έδινε όλο και περισσότερο σε μορφές οικονομικού καταναγκασμού υπό την έννοια της μετατροπής τής παγκόσμιας κοινωνίας σε ενιαία, ελεγχόμενη από τα δυτικά χρηματιστηριακά κέντρα, αγορά (το σύστημα νομισματικών ισοδυναμιών που καθιερώθηκε στο Μπρέτον-Γουντς ήταν το κατεξοχήν εργαλείο για την αποκρυστάλλωση μιας παγκόσμιας ιεραρχίας ισχύος, προπομπός της σημερινής λεγόμενης «παγκοσμιοποίησης»…). Δόλωμα γι’ αυτούς τους μετασχηματισμούς, αλλά και αναγκαίος όρος για την ανακύκλιση της εμπορευματικής παραγωγής, ήταν η ενίσχυση της αγοραστικής δύναμης των ασφυκτικά ελεγχόμενων μαζών τού ανεπτυγμένου τουλάχιστον κόσμου, υπό τον όρον ότι υπήρχαν ακόμα περιθώρια αντιστάθμισης του κεφαλαιοκρατικού κέρδους από την υπερεντατική εκμετάλλευση των φυσικών πόρων. Η ξέφρενη τεχνολογική καινοτομία και η προϊούσα οικοκτονία ανήγγειλαν το τέλος αυτής της ευφορικής περιόδου του παγκόσμιου καπιταλισμού.
Αυτοί έμελλαν να είναι και οι κύριοι πρωταγωνιστές, όπως φαίνεται, στους ραγδαίους ανασχηματισμούς της δεκαετίας του ’70. Η περιβαλλοντική εξάντληση πρόβαλε με τη μορφή της πετρελαϊκής κρίσης που ανέβασε απότομα το κόστος της παραγωγής και των μεταφορών, ενώ οι εφαρμογές της τελευταίας τεχνολογικής επανάστασης ––η γενίκευση του αυτοματισμού–– εμφανίστηκαν ως προσωρινό αντίδοτο που θα τόνωνε την κερδοφορία των επιχειρήσεων. Ο τεράστιος τεχνολογικός ανασχηματισμός που επακολούθησε, όμως, είχε μια μοιραία συνέπεια που έθιγε τη βαθύτερη δομή του καπιταλισμού: καθιστώντας την ανθρώπινη εργασία όλο και περισσότερο περιττή, και κατά κάποιον τρόπο ασύμφορη, μείωνε τις δυνατότητες απόσπασης υπεραξίας, άρα πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους, ενώ πυροδοτώντας δομική ανεργία, συνεπώς μειούμενη αγοραστική δύναμη σε αυξανόμενα ποσοστά του πληθυσμού, δυσχέραινε την ανακύκλιση των εμπορευμάτων στην αγορά, άρα κρίσης υπερπαραγωγής. Η τεράστια αύξηση της παραγωγικότητας που επέτρεπαν οι νέες, αυτοματοποιημένες μορφές εργασίας γινόταν θηλειά στο λαιμό του καπιταλισμού, εφόσον εμμένοντας αυτός στη μεγιστοποίηση του κέρδους έπρεπε ν’ αποκλείσει τόσο την ισοκατανομή του ελεύθερου χρόνου, δηλαδή την απελευθέρωση του συνόλου της ανθρωπότητας από ένα μεγάλο ποσοστό ετερόνομης εργασίας, όσο και τη μείωση των ρυθμών της λεγόμενης «ανάπτυξης», δηλαδή της ανάλωσης ανθρώπων και φυσικών πόρων στην ξέφρενη επιδίωξη κερδοφορίας. Υπό αυτές τις συνθήκες επινοήθηκε η απονενοημένη στρατηγική τού «υπερχρέωση ή θάνατος» – που αποδείχθηκε τελικώς υπερχρέωση και θάνατος.
Παρ’ όσα επακολούθησαν δεν έχουμε πάψει να περιστρεφόμαστε γύρω από αυτό το σημείο. Η σημερινή λυσσαλέα επίθεση των καταφανώς τρομαγμένων κεφαλαιοκρατικών ελίτ στον κοινωνικό κόσμο από την εκμετάλλευση του οποίου εξασφαλίζουν την υπεροχή και τα προνόμιά τους, η αδυσώπητη καταλήστευση όσων απομένουν αιχμάλωτοι στη μισθωτή εργασία και η αδιαφορία ––ουσιαστικά μεθοδευμένη εξόντωση–– για τη αυξανόμενη μάζα που καταφανώς περισσεύει, δεν λύνουν το παραπάνω δομικό πρόβλημα, τουναντίον το επιτείνουν. Επικρατούσα στρατηγική σε αυτές τις συνθήκες είναι το «ο σώζων εαυτόν σωθήτω», και ο απεγνωσμένος αγώνας  των κατεχόντων για διασφάλιση των αθέμιτων κεκτημένων τους εξομοιώνει όλο και περισσότερο τον παγκόσμιο καπιταλισμό των ημερών μας με το οργανωμένο έγκλημα. Ο γενικευμένος κοινωνικός πόλεμος, χωρίς στρατηγική και κανόνες, χωρίς αναστολές και οίκτο από καμία πλευρά, μοιάζει να είναι η πραγματικότητα που μας περιμένει τις ημέρες που έρχονται.

ΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΛΟΙΠΟΝ να κάνουμε; Οι αναλύσεις περισσεύουν, εκείνο που όλοι ζητούν είναι προπαντός πρακτικές λύσεις. Το δυσκολότερο ίσως δεν είναι να πει κανείς τί πρέπει να γίνει, αλλά το πώς μπορεί να γίνει αυτό που θα έπρεπε. Πώς οι άνθρωποι δηλαδή μπορούν να κινητοποιηθούν ώστε να δράσουν με τον τρόπο που μια στοιχειωδώς ορθολογική ανάλυση της κατάστασης υποδεικνύει. Στο επίπεδο της κρατικής πολιτικής, αν ακόμα υπάρχει τέτοιο πράγμα, για παράδειγμα, υποστηρίζεται από ένα μεγάλο μέρος της ακροαριστερής διανόησης η μονομερής έξοδος από την Ευρωπαϊκή Ένωση και η κήρυξη στάσης πληρωμών για την Ελλάδα. Η θέση αυτή είναι οπωσδήποτε ορθή από θέση αρχής· αναρωτιέται κανείς ωστόσο πώς, υπό τον παρόντα συσχετισμό δυνάμεων, θα ήταν δυνατή μια επιστροφή στο εθνικό νόμισμα χωρίς αυτό να σημάνει αυτομάτως πολλαπλασιασμό των οικονομικών αποκλεισμών της χώρας και τελεσίδικο στραγγαλισμό της. Η χάραξη μιας αυτόνομης οικονομικής/νομισματικής πολιτικής σε εθνικό επίπεδο υπό τις υπάρχουσες συνθήκες και με την παρούσα κατάσταση της παραγωγικής υποδομής, φοβάμαι, παρουσιάζεται τόσο εφικτή όσο και η υπόθεση του σοσιαλισμού «σε μία μόνη χώρα». Εκείνο που θα έπρεπε να τεθεί ως στρατηγικός στόχος είναι μάλλον η διάλυση της ευρωζώνης, και αυτό απαιτεί συντονισμένη δράση εκ μέρους πολλών χωρών, σε πρώτη φάση τουλάχιστον εκείνων που θίγονται αμεσότερα από τους σκληρούς καταναγκασμούς του ευρωπαϊκού νομίσματος. Μία πολιτική συμμαχιών σε μεσογειακό επίπεδο εναντίον του ευρωπαϊκού διευθυντηρίου, η οποία θα σφυρηλατούσε ταυτόχρονα οικονομικούς και πολιτικούς δεσμούς με τον Αραβικό κόσμο, κι εν συνεχεία με ένα ευρύτερο τόξο χωρών από τη Λατινική Αμερική, την Μέση Ανατολή, την Ασία και την Αφρική, με τακτικό στόχο τη ρήξη τής αλυσίδας του χρέους και στρατηγικό τη δημιουργία ενός διεθνούς αντιολιγοπωλιακού μετώπου που θ’ αντιπαρατασσόταν δυναμικά στην ιμπεριαλιστική Δύση και θα βραχυκύκλωνε τα σχέδια της κεφαλαιοκρατικής παγκοσμιοποίησης, θα προσανατολιζόταν δυναμικά προς την τροφική αυτάρκεια, τη μεθοδευμένη απο-ανάπτυξη προς όφελος του κοινωνικού και περιβαλλοντικού πλούτου και, βεβαίως, τη χάραξη αυτόνομης πολιτικής των χωρών, ενώ θα ενίσχυε διεθνώς τη συνασπισμένη παρουσία τους μέσ’ από εντατικές οικονομικές, ενεργειακές, πολιτισμικές και κοινωνικές ανταλλαγές μεταξύ τους, φαίνεται ως η μόνη βιώσιμη πολιτική σε αυτό το επίπεδο. Θα θωράκιζε επίσης τις χώρες αυτές απέναντι στο ενδεχόμενο απροκάλυπτων στρατιωτικών επεμβάσεων εκ μέρους τού ολοκληρωτικού άξονα της παγκόσμιας κεφαλαιοκρατικής κυριαρχίας (που αρθρώνεται ακόμα γύρω από τον ηγεμονικό συνασπισμό ΗΠΑ-Βρετανία-Ισραήλ-Αυστραλία): στο επίπεδο της πλανητικής πολιτικής, όπως και στο επίπεδο της μοριακής δράσης των κοινωνικών κινημάτων, συνιστά πάντα προτεραιότητα  ζωής και θανάτου να προσδιορίσουμε με ευκρίνεια ποιος είναι ο εχθρός.
Το ερώτημα είναι, ποιες χώρες θα ήταν υποψήφιες για μια τέτοια πολιτική όταν οι όροι του κοινοβουλευτικού παιχνιδιού διασφαλίζουν τη μονοπώληση της πολιτικής εξουσίας από μέλη μιας ορισμένης ελίτ τής οποίας τα συμφέροντα είναι εν τοις πράγμασιν διαπλεγμένα με την διεθνή κεφαλαιοκρατική ολιγαρχία, και ποια συντεταγμένη πολιτική δύναμη στην Ελλάδα θα είχε το σθένος και τη βούληση για μια τέτοια ιλιγγιώδη αλλαγή πλεύσης. Κανένα απολύτως σημάδι μιας τέτοιας δύναμης δεν υπάρχει στον ορίζοντα. Ούτε βεβαίως υπάρχει ένδειξη μιας χαλύβδινης συλλογικής βούλησης η οποία θα πίεζε ασφυκτικά, από τα κάτω, τις πολιτικές ηγεσίες οδηγώντας σε ρήξη το υφιστάμενο πολιτικό σύστημα. Διότι οι αποφασιστικές αλλαγές κρίνονται όχι στο επίπεδο των ηγεσιών και της κρατικής πολιτικής αλλά στο επίπεδο της κοινωνικής βάσης, στο επίπεδο της ανθρώπινης συλλογικότητας που είναι σε θέση, όταν πράγματι θέλει, να μεταβάλει το πολιτισμικό παράδειγμα και να πυροδοτεί κοσμοϊστορικές αλλαγές περιεχομένων.
Αναμφίβολα οι μάζες αυτές, και τα κινήματα που προορίζονται να συστήσουν την εμπροσθοφυλακή τους, θα αναγκαστούν να ασκήσουν μορφές βίας ικανής ν’ απαντήσει στην πολλαπλάσια βία των εγκληματικών συμφερόντων που στέκουν απέναντί τους. Το έργο που έχουν να επιτελέσουν δεν είναι όμως στρατιωτικής τάξεως και τίποτα δεν πρόκειται να κριθεί στο επίπεδο των συγκρούσεων ως τέτοιων. Όλα θα εξαρτηθούν από την ανάδυση ενός νέου συλλογικού φαντασιακού, ικανού να υλοποιηθεί σε συγκεκριμένες μορφές ζωής, στον επίμονο πειραματισμό με καινοφανείς τρόπους συμβίωσης, παραγωγής και συλλογικής αυτοδιαχείρισης. Η πολιτική αυτονομία, η κατά τόπους αυτοοργάνωση και ο οριζόντιος τρόπος λήψης των αποφάσεων είναι μια επίπονη και μακρόχρονη μαθητεία για υποκείμενα ––όπως όλοι εμείς–– που έχουν ανατραφεί και διαπαιδαγωγηθεί στον μολυσμένο αέρα της θεσμικής εθελοδουλείας· είναι ωστόσο η μόνη ελπίδα των ανθρώπων να γίνουν αληθινοί ρυθμιστές της ζωής τους, μιας ζωής που για πρώτη φορά ίσως θ’ αξίζει να τη ζήσουν. Το επιτακτικότερο πράγμα που ακολουθεί είναι ο αναπροσδιορισμός των ίδιων τους των αναγκών. Όσο οξύμωρο κι αν ηχεί, οι άνθρωποι είναι οι τελευταίοι που γνωρίζουν τί οι ίδιοι χρειάζονται, όταν η συστηματική χάλκευση των αναγκών τους και των καταναλωτικών τους προτύπων από και για λογαριασμό του σιδερένιου μηχανισμού ανακύκλισης του εμπορεύματος έχει γίνει από καιρό γι’ αυτούς δεύτερη φύση. Θα πρέπει να στραφούν σε μη οικονομικώς ανταλλάξιμα αγαθά, σε ποιοτικές μορφές ηδονής και εκπλήρωσης, δημιουργώντας ζώνες συναλλαγής εκτός της εμπορευματικής αγοράς, αδιαμεσολάβητες από το μορφή χρήμα. Αντιλαμβάνεται κανείς ότι υπο τίς παρούσες συνθήκες στις περισσότερες χώρες του κόσμου αυτό είναι κατ’ ουσίαν παράνομο, αν σκεφτούμε τον καταναγκασμό που ασκεί στις κοινωνικές ανταλλαγές το ασφυκτικό σύστημα φορολόγησης-ασφάλισης· και αυτό αναπόδραστα σημαίνει ότι, σε κάποιον βαθμό, θα πρέπει να μάθουμε να αφήνουμε τους νόμους του ολιγαρχικού κράτους ν’ απονομιμοποιηθούν απλώς εκλαμβάνοντάς τους ως μη ισχύοντες, ως μη δεσμευτικούς για τη δράση μας, στον βαθμό που δεν έχουν προκύψει από πραγματική διαβούλευση στην οποία έχουμε συμμετάσχει. Οπωσδήποτε όμως υπάρχουν αρκετά περιθώρια ενδιάμεσων τακτικών: παραδείγματος χάριν, η σύσταση τοπικών αγορών με χρήση εκτός από το εθνικό νόμισμα μη μετατρέψιμων τοπικών νομισμάτων, όπως έχουν κάποιοι προτείνει… Τέτοια τοπικά συστήματα ανταλλαγής υπηρεσιών και αγαθών μπορούν να συμπληρώνονται με τη δωρεάν παροχή ενός όλο και μεγαλύτερου μέρους αγαθών και με την αυτοπαραγωγή, ώστε ο μισθός να μην χρειάζεται να καλύπτει παρά ένα όλο και μικρότερο μέρος των πραγματικών αναγκών. Προπαντός, χρειάζεται να αναπροσανατολιστούμε σε μια λογική των ανταλλαγών υπό την αρχαϊκή ––δηλαδή, εξαιρετικά μοντέρνα–– λογική του δώρου, τη μόνη που μπορεί να πλήξει στην καρδιά του το πλέγμα τής ανταλλακτικής αξίας και να εγγυηθεί μια σταδιακή μετατόπιση του κέντρου βάρους προς τις αξίες χρήσης.
«Χρειάζεται», «πρέπει»: κανονιστικότητες, δηλαδή, τις οποίες μοιάζει να περιγελά σκληρά το de facto ισχύον, η πραγματική συνείδηση των μαζών και τα τρέχοντα κίνητρά τους. Διότι οι μάζες αυτές, ας μη γελιόμαστε, παρά την ανώφελη κολακεία τους από θεωρητικούς οι οποίοι στις ημέρες μας τις χρίζουν ––ακόμα–– «κυρίαρχο λαό» ή ––πλέον–– «δυνητικά επαναστατικό πλήθος», μοιάζουν να βρίσκονται σε βαθύτερα ληθαργική κατάσταση απ’ ό,τι ποτέ άλλοτε στο πρόσφατο παρελθόν, απορροφούν άπληστα τις μολυσμένες αξίες των δημίων τους, ακόμα και στο χείλος της κατακρήμνισης ονειρεύονται κάποιου είδους θαυματουργή «έξοδο» που θα τους επιτρέψει να επιστρέψουν στον προηγούμενο ––κλονισμένο–– τρόπο ζωής και στρέφουν με ευκολία τη δίκαιη κατ’ αρχάς οργή τους όχι στους ίδιους τούς δυνάστες τους αλλά σε άλλες ομάδες εξαθλιωμένων, τις οποίες αντιλαμβάνονται ως αντεκδικητές στον δηλητηριώδη παράδεισο που τους υποσχέθηκαν, και τον οποίον ποτέ δεν θα έχουν. Ιδού η αχίλλειος πτέρνα όλων των ουτοπιών, όλων των ριζικών προγραμμάτων αναμόρφωσης της κοινωνίας: δεν μπορείς να εξαναγκάσεις τις μάζες να δράσουν με τον τρόπο που ονειρεύεσαι γι’ αυτές – σωτηρία με το στανιό, όπως λέμε, δεν υπάρχει… Κι αν είσαι στην ίδια βάρκα μαζί τους, δύσκολα θ’ αποφύγεις τη μοίρα να τις ακολουθήσεις στον βυθό.
Αυτό είναι το ανυπέρβατο όριο της θεωρίας, της ανεξάρτητης σκέψης. Είναι η έσχατη τραγωδία της, αν προτιμάτε… Αν όμως τη δύσκολη στιγμή όλοι στρέφονται σ’ αυτήν ζητώντας πιεστικά ιδέες και απαντήσεις, ας μπουν στον κόσμο τουλάχιστον να τις ακούσουν. Όσοι ζητούν απαντήσεις τις οποίες ήδη γνωρίζουν, ας μη ρωτούν· όταν η αλήθεια και ο «ρεαλισμός» βρίσκονται σε πλήρη διάζευξη, ποιος μπορεί να υποχρεώσει, και στο όνομα ποιας αναγκαιότητας, τη θεωρία να γίνει νομιμοποιητής των κυρίαρχων ψευδαισθήσεων του καιρού της; Ασφαλώς και γνωρίζουμε τί πρέπει να γίνει· αυτό δεν σημαίνει ότι είμαστε σε θέση να υποδείξουμε πώς μπορεί να γίνει, διότι αυτό δεν μπορεί να το υποδείξει κανένας, ειμή μόνον εκείνος που βασίζεται στα μέσα εξαναγκασμού τα οποία ενδεχομένως διαθέτει για να επιβάλει επιλογές και συμπεριφορές στην ανθρώπινη συλλογικότητα. Ή, για το θέσω αλλιώς: σε στιγμές τόσο ασυνήθιστες όσο αυτή που διανύουμε, ο ύψιστος δυνατός ρεαλισμός έγκειται στο κατανοεί κάποιος, και να δείχνει καθαρά, το χάσμα που ανοίγεται ανάμεσα σ’ εκείνο που πρέπει να γίνει και αυτό που κάθε φορά μπορεί, στην πραξη, να γίνει.
Πηγή:ΠΑΝΟΠΤΙΚόΝ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου