Μεταγνώσεις

«Ηταν οι καλύτερες μέρες, ήταν οι χειρότερες μέρες, ήταν τα χρόνια της σοφίας, ήταν τα χρόνια της άνοιας, ήταν η εποχή της πίστης, ήταν η εποχή της ολιγοπιστίας, η εποχή του Φωτός και η εποχή του Σκότους, ήταν η άνοιξη της ελπίδας και ήταν ο χειμώνας της απελπισίας, είχαμε μπρος μας τα πάντα, είχαμε μπρος μας το τίποτε, πηγαίναμε όλοι στον Παράδεισο, πηγαίναμε όλοι στο αντίθετό του»
Ch Dickens, A Tale of Two Cities

«Εσύ κι εγώ Ζόιντ, είμαστε σαν τον Μπιγκ Φουτ. Οι καιροί περνούν, εμείς ποτέ δεν αλλάζουμε…»
Τ Πύντσον, Vineland

«Οι άνθρωποι κάνουν την ίδια τους την Ιστορία, δεν την κάνουν όμως κάτω από ελεύθερες συνθήκες, που διάλεξαν μόνοι τους, μα κάτω από συνθήκες που βρέθηκαν άμεσα, που δόθηκαν και κληρονομήθηκαν από το παρελθόν.»
K Μαρξ, Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη

«Αυτοί που ελέγχουν το Μικροσκοπικό, ελέγχουν τον κόσμο»
Τ Πύντσον,
Mason & Dixon

Παρασκευή 24 Αυγούστου 2012

Κρίση χωρίς Τέλος-μέρος 4, Μονοπωλιακό – Χρηματοπιστωτικό Κεφάλαιο και Μεγάλη Στασιμότητα


 
Κρίση χωρίς Τέλος
Τζον Μπέλαμι Φοστερ και Ρόμπερτ Γ. ΜακΤσίσνεϊ
Μτφ. proletariates – Οι παραπομπές με ελληνική αρίθμηση είναι των συγγραφέων ενώ με λατινική δικές μου επεξηγηματικές σημειώσεις.

Μονοπωλιακό – Χρηματοπιστωτικό Κεφάλαιο και Μεγάλη Στασιμότητα
Η δική μας ανάλυση σ’ αυτό το βιβλίο αρχίζει κατά πολλούς τρόπους εκεί όπου την άφησαν ο Σουήζι και ο Χάρι Μαγκντόφ και εξελίσσει την ανάλυση των Τζον Μπέλαμι Φόστερ και Φρεντ Μαγκντόφ στο The Great Financial Crisis: Causes and Consequences (2009).[40] Αυτό που ο Σουήζι ονομάζει «περίπλοκη διασύνδεση» των όψεων της μονοπωλιοποίησης, της στασιμότητας και της παγκοσμιοποίησης, έχει δημιουργήσει μια νέα ιστορική φάση που αναφέρεται ως «μονοπωλιακό – χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο.» Την περίοδο αυτή οι οικονομίες της Τριάδας έχουν πέσει σε μια παγίδα στασιμότητας – χρηματιστηριοποίησης ενώ είναι συνδεδεμένες με την ανάπτυξη των αναδυόμενων οικονομιών μέσω του παγκόσμιας εργασιακής εκμετάλλευσης – όπου οι πολυεθνικές εταιρίες εκμεταλλεύονται τα διαφορετικά επίπεδα μισθών που υπάρχουν στον κόσμο ώστε να βγάλουν μεγαλύτερα κέρδη. Το αποτέλεσμα είναι η επιδείνωση του συνολικού προβλήματος απορρόφησης του πλεονασματικού κεφαλαίου και η χρηματιστηριακή αστάθεια στο κέντρο της παγκόσμιας οικονομίας. Στο βιβλίο αυτό ασχολούμαστε ιδιαιτέρως με τον τρόπο που γίνεται αυτό σε παγκόσμιο επίπεδο και με ακόμη πιο ιδιαίτερη εστίαση (στα τελευταία κεφάλαια) στον τρόπο με το οποίο αυτό σχετίζεται με την Κινέζικη οικονομία.
Το κεντρικό πρόβλημα ακόμη παραμένει η υπερσυσσώρευση εντός της Τριάδας όπου οι ΗΠ, παρόλη τη φθίνουσα ηγεμονία τους, παραμένει ακόμη η δύμανη που καθορίζει τις τάσεις στο παγκόσμιο σύστημα συσσώρευσης. Οι σημαντικότερες επιπτώσεις της στασιμότητας της οικονομίας των ΗΠ παρουσιάζονται στην Εικόνα 2 όπου και φαίνεται η μακροπρόθεσμα πτωτική τάση του ρυθμού ανάπτυξης της βιομηχανικής παραγωγής των ΗΠ.
 
Εικόνα 2. Δείκτης βιομηχανικής παραγωγής. FRED Graph Observations, Economic Research Division, Federal Reserve Board of St. Louis, Industrial Production Index (INDPRO), Index 2007=100, Monthly, Seasonally Adjusted, http://research.stlouisfed.org/fred2. Χρησιμοποιείται μέσος κινούμενος όρος τα είκοσι έτη. Σημείωση: Ο κινούμενος μέσος όρος είναι ένας τρόπος εξομάλυνσης των διακυμάνσεων των τιμών στην διάρκεια μιας χρονικής περιόδου ώστε να υπογραμμιστούν οι μακροπρόθεσμες τάσεις.
Αλλά δεν βρίσκονται μόνο οι ΗΠ σ’ αυτήν την κατάσταση. Από τη δεκαετία του 1960 και μετά η Δυτική Γερμανία, η Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ιταλία και η Ιαπωνία έχουν δει ακόμα μεγαλύτερες μειώσεις (συγκριτικά με τις ΗΠ) στους ρυθμούς ανάπτυξης της βιομηχανικής τους παραγωγής. Στην Ιαπωνία η βιομηχανική παραγωγή αυξανόταν κατά 16,7% κατά το 1960-70 και μόλις 0,04% από το 1990-2011.[41]
Η ιστορία που μας λέει η Εικόνα 2 είναι αυτή της ολοένα και μειούμενης παραγωγής – που επισημάνθηκε από τους Σουήζι και Μαγκντόφ ήση από τις δακαετίες του ’70 και του ’80. Η Εικόνα 3, αντίθετα, δείχνει ότι αυτό οδήγησε – ειδικά από τη δεκαετία του ’80 και μετά – σε μια μετατόπιση από την παραγωγή στην κερδοσκοπική οικονομική δραστηριότητα ως κύριο κίνητρο για ανάπτυξη. Έτσι, το ΧΑΑ (χρηματιστήριο, ασφάλειες, ακίνητα) μερίδιο του εθνικού εισοδήματος από 35% των Συνολικά Παραγόμενων Βιομηχανικών Αγαθών που ήταν στις αρχές της δεκαετίας του 1980 εκτινάχθηκε στο 65 % τα τελευταία χρόνια. Τα λεγόμενα οικονομικά μπουμς των δεκαετιών 1980 και 1990 πυροδοτήθηκαν από την ταχεία ανάπτυξη της χρηματιστηριακής κερδοσκοπίας με μόχλευση από το αυξημένο χρέος, ειδικά του ιδιωτικού τομέα.
 
Εικόνα 3. Μερίδιο του ΑΕΠ που κατέχει το ΧΑΑ (χρηματιστήριο, ασφάλειες, ακίνητα) τμήμα της οικονομίας ως ποσοστό των Συνολικά Παραγόμενων Βιομηχανικών Αγαθών. Calculated from Bureau of Economic Analysis, National Income and Product Accounts Table 6.1. National Income without Capital Consumption Adjustment, http://www.bea.gov/national/nipaweb/SelectTable.asp

Η δραματική αύξηση του σχετιζόμενου με το χρηματιστήριο μεριδίου του εισοδήματος συγκριτικά με τη συνολική παραγωγή βιομηχανικών αγαθών δεν έχει, ωστόσο, ακολουθηθεί από ανάλογη αύξηση στο μερίδιο της εργασίας. Έτσι, η απασχόληση στο τομέα ΧΑΑ ως ποσοστό της απασχόλησης στην παραγωγή αγαθών παρέμεινε στάσιμο για δυο δεκαετίες στο 22% περίπου. Αυτό δείχνει ότι η μεγάλη αύξηση εισοδήματος που σχετίζεται με τις χρηματιστηριακές δραστηριότητες, οδήγησε περισσότερο σε υπερμεγέθη κέρδη λίγων σχετικά παραληπτών εισοδήματος παρά σε αντίστοιχη αύξηση τη απασχόλησης.[42]
ταχεία διόγκωση του ΧΑΑ στην οικονομία των ΗΠ σε σχέση με την παραγωγή αγαθών είναι αποτέλεσμα της μακροπρόθεσμης χρηματιστηριοποίησης της οικονομίας, δηλ., της μετατόπισης του κέντρου της οικονομικής δραστηριότητας ολοένα και περισσότερο από την παραγωγή (και τη σχετικές μ’ αυτήν υπηρεσίες) στην κερδοσκοπική χρηματιστηριακή δραστηριότητα. Μπροστά στον κορεσμό της αγοράς και της εξαφάνισης επικερδών επενδυτικών ευκαιριών στην «πραγματική οικονομία», η δημιουργία κεφαλαίου ή οι πραγματικές επενδύσεις κατέρρευσαν από την αυξανόμενη χρήση του οικονομικού πλεονάσματος της κοινωνίας προς βορά κεφαλαιουχικών κερδών μέσω της αύξησης του πληθωρισμού. Όπως εξηγούσαν ήδη από τη δεκαετία του 1970 οι Μαγκντόφ και Σουήζι, αυτό μπορεί να οδηγήσει σε μια έμμεση τόνωση της οικονομίας, παροτρύνοντας κυρίως την κατανάλωση ειδών πολυτελείας. Αυτό το φαινόμενο έγινε γνωστό ως η «επίδραση του πλούτου», όπου ένα τμήμα των κεφαλαιουχικών κερδών που σχετίζεται με την ανατίμηση του χρηματιστηρίου, της αγοράς ακινήτων, κλπ, δαπανάται σε προϊόντα και υπηρεσίες της «καλής ζωής», αυξάνοντας τη ζήτηση.[43]
Ακόμη, τα κίνητρα που παρείχε η χρηματιστηριοποίηση δεν εμπόδισαν μια πολύ-δεκαετή μείωση του ρόλου που έπαιζαν οι επενδύσεις στην οικονομία των ΗΠ. Έτσι, η καθαρή ιδιωτική μη οικιστική επένδυση έπεσε από το 4% του ΑΕΠ που είχε τη δεκαετία του 1970, στο 3,8% τη δεκαετία του ’80, στο 3% τη δεκαετία του ’90 και στο 2,4% κατά το 2000-2010.[44] Στην καρδιά του όλου θέματος, όπως φαίνεται στην Εικόνα 4, είναι ο μειούμενος μακροπρόθεσμος ρυθμός αύξησης των επενδύσεων στον κατασκευαστικό τομέα και πιο συγκεκριμένα στις κατασκευαστικές δομές (κατασκευή καινούργιων ή ανακαίνιση εργοστασίων και υποδομών.) [45]
Εικόνα 4. Ρυθμός αύξησης των πραγματικών επενδύσεων στις κατασκευαστικές υποδομές. Bureau of Economic Analysis, National Income and Product Accounts, Table 5.4.1. Percent Change from Preceding Period in Real Private Fixed Investment in Structures by Type, http://bea.gov/national/nipaweb/SelectTable.asp.

Ακόμη όμως και με μειούμενους ρυθμούς αύξησης των επενδύσεων, η παραγωγικότητα στη βιομηχανία συνεχίζει να αυξάνεται οδηγώντας σε διόγκωση της περίσσειας του παραγωγικού δυναμικού (μια ένδειξη υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου). Αυτό φαίνεται στην Εικόνα 5 που δείχνει τη μακροπρόθεσμη μείωση στη χρήση του κατασκευαστικού δυναμικού. Τα υψηλά και περαιτέρω ανερχόμενα επίπεδα δυναμικού εκτός χρήσης (ή περίσσεια δυναμικού) έχουν αρνητική επίδραση στις επενδύσεις αφού οι εταιρίες είναι διστακτικές στο να επενδύσουν σε βιομηχανίες στις οποίες μεγάλο μέρος του υπάρχοντος δυναμικού παραμένει αδρανές. Η αυτοκινητοβιομηχανία των ΗΠ (όπως και η παγκόσμια αυτοκινητοβιομηχανία), καθώς οδηγούμασταν προς τη Μεγάλη Ύφεση και τα τη διάρκειά της βρέθηκε αντιμέτωπη με τεράστιες ποσότητες δυναμικού εκτός χρήσης -  περίπου ίσο προς το ένα-τρίτο του συνολικού δυναμικού της. Ένα άρθρο στο Businessweek το 2008 υπογράμμιζε τον παγκόσμιο κοερσμό στον τομέα του αυτοκινήτου: «Με τις  πωλήσεις, από το Πεκίνο ως τη Βοστώνη, καταρρέουν, οι κατασκευαστές βρίσκονται σε πολύ άσχημη θέση. Έχοντας ενδώσει σε ένα παγκόσμιο όργιο κατασκευής μονάδων παραγωγής τα τελευταία χρόνια, η βιομηχανία έχει τη δυνατότητα να κατασκευάσει την ασύλληπτη ποσότητα των 94 εκατομμυρίων οχημάτων το χρόνο. Αυτό αντιστοιχεί σε 34 εκατομμύρια οχήματα πιο πάνω από τις τρέχουσες πωλήσεις σύμφωνα με την έρευνα του CSM Worldwide ή στο παραγωγικό δυναμικό 100 μονάδων.[46]
 
 
Εικόνα 5. Χρήση κατασκευαστικού δυναμικού. Πηγή: Εconomic Report of the President, 1998, 2005, and 2012, Table B-52.

Η μειούμενη χρησιμοποίηση του παραγωγικού δυναμικού είναι παράλληλη με αυτό που από το 2004 έχουμε ορίσει ως «Η Στασιμότητα της Απασχόλησης» ή με την ανερχόμενη ανεργία και υποαπασχόληση που χαρακτηρίζει τόσο την οικονομία των ΗΠ όσο και τις υπόλοιπες οικονομίες της Τριάδας. Σύμφωνα με το εναλλακτικό μέτρο εκτίμησης της υποαπασχόλησης, U6, της Υπηρεσίας Στατιστικών Εργασίας, ένα 14,9% ολόκληρου του πολιτικού εργατικού δυναμικού (συν μερικούς περιθωριακά απασχολούμενους) ήταν άνεργο ή υποαπασχολούνταν σε εποχική βάση στις ΗΠΑ το Φεβρουάριο του 2012. [47]
Υπό αυτές τις συνθήκες, όπως έχουμε δει, η οικονομία των ΗΠ έχει γίνει χρονίως εξαρτημένη από τη μεγέθυνση της χρηματιστηριακής υπερδομής, ώστε συνεχίσει να πορεύεται. Οι βιομηχανικές επιχειρήσεις έχουν γίνει χρηματιστηριακές οντότητες, λειτουργώντας περισσότερο ως τράπεζες που πωλούν χρηματιστηριακά τα προϊόντα τους και συχνά εμπλέκονται σε κερδοσκοπικές δραστηριότητες αγαθών και νομισμάτων. Σήμερα ρέπουν περισσότερο προς το κυνήγι των άμεσων και εύκολων κερδών που προσφέρουν οι συγχωνεύσεις, οι εξαγορές και η αυξημένη μονοπωλιακή ισχύς και όχι στη δέσμευση των κεφαλαίων τους στις αβέβαιες καταστάσεις που σχετίζονται με την επέκταση της παραγωγικής δραστηριότητας. Η πολιτικοοικονομική ισχύς ακολούθησε την καμπύλη χρηματιστηριακής αύξησης της οικονομίας, με την οικονομική βάση της πολιτικής ηγεμονίας να μετατοπίζεται από την πραγματική παραγωγική οικονομία στο χρηματιστηριακό κόσμο, εξυπηρετώντας ολοένα και περισσότερο τα συμφέροντα του τελευταίου, μορφοποιώντας αυτό που έγινε γνωστό ως νεοφιλελεύθερη εποχή.[48]
Ωστόσο, το βασικό εργαλείο για την κατανόηση αυτών των εξελίξεων παραμένει η Σουήζια Κανονική Κατάσταση. Όλες οι μακροπρόθεσμες τάσεις που σχετίζονται με την οικονομική ανάπτυξη, τη βιομηχανική παραγωγή, τις επενδύσεις, τη χρηματιστηριοποίηση και την χρησιμοποίηση παραγωγικού δυναμικού (όπως φαίνονται στις Εικόνες 1-5 πιο πάνω) δείχνουν το ίδιο φαινόμενο μιας μακροπρόθεσμης οικονομικής υποχώρησης τόσο στις ΗΠ όσο και στις άλλες ανεπτυγμένες βιομηχανικές οικονομίες.
Μια βασική αιτία της τάσης προς στασιμότητα είναι το υψηλό, και σήμερα τάχιστα αυξανόμενο, περιθώριο κέρδους (marku)[IX] μονοπωλιακών εταιριών που τροφοδοτεί τα προβλήματα με την απορρόφηση του πλεονασματικού κεφαλαίου. Θεωρώντας το επιχειρηματικό κλάδο (εξαιρουμένου του αγροτικού τομέα) ως όλον, το περιθώριο κέρδους από το μοναδιαίο εργατικό κόστος (ο λόγος τιμών προς μοναδιαίο εργατικό κόστος) για την οικονομία των ΗΠ σε όλη την μεταπολεμική περίοδο ήταν 1,57 κατά μέσο όρο, με ελάχιστο γύρω στο 1,50 γύρω στα τέλη της δεκαετίας του 1940. Ωστόσο, από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 ως σήμερα το αντίστοιχο περιθώριο κέρδους – αυτό που ο μεγάλος Πολωνός οικονομολόγος Μίχαλ Καλέτσκι όρισε ως «βαθμό μονοπωλίου» - ανέβηκε απότομο και στο τελευταίο τετράμηνο του 2011 έφτασε το 1,75. Όπως αναφέρεται στην Ετήσια Αναφορά προς τον Πρόεδρο, 2012: «Το περιθώριο κέρδους έχει ανέλθει στα υψηλότερα επίπεδα όλης της μεταπολεμικής ιστορίας, με την μεγαλύτερη αύξηση να έχει γίνει τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Λόγω του ότι το περιθώριο κέρδους επί του μοναδιαίου εργατικού κόστους είναι το αντίστροφο του εργατικού μεριδίου στην παραγωγή, το να λέει κάποιος ότι η αύξηση του περιθωρίου κέρδους είναι η μεγαλύτερη στην μεταπολεμική ιστορία είναι ισοδύναμο με το να λέει ότι του εργατικό μερίδιο στην παραγωγή έχει πέσει στα χαμηλότερα του επίπεδα.»[49]
 



 



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου