Μεταγνώσεις

«Ηταν οι καλύτερες μέρες, ήταν οι χειρότερες μέρες, ήταν τα χρόνια της σοφίας, ήταν τα χρόνια της άνοιας, ήταν η εποχή της πίστης, ήταν η εποχή της ολιγοπιστίας, η εποχή του Φωτός και η εποχή του Σκότους, ήταν η άνοιξη της ελπίδας και ήταν ο χειμώνας της απελπισίας, είχαμε μπρος μας τα πάντα, είχαμε μπρος μας το τίποτε, πηγαίναμε όλοι στον Παράδεισο, πηγαίναμε όλοι στο αντίθετό του»
Ch Dickens, A Tale of Two Cities

«Εσύ κι εγώ Ζόιντ, είμαστε σαν τον Μπιγκ Φουτ. Οι καιροί περνούν, εμείς ποτέ δεν αλλάζουμε…»
Τ Πύντσον, Vineland

«Οι άνθρωποι κάνουν την ίδια τους την Ιστορία, δεν την κάνουν όμως κάτω από ελεύθερες συνθήκες, που διάλεξαν μόνοι τους, μα κάτω από συνθήκες που βρέθηκαν άμεσα, που δόθηκαν και κληρονομήθηκαν από το παρελθόν.»
K Μαρξ, Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη

«Αυτοί που ελέγχουν το Μικροσκοπικό, ελέγχουν τον κόσμο»
Τ Πύντσον,
Mason & Dixon

Παρασκευή 24 Αυγούστου 2012

Κρίση χωρίς Τέλος-μέρος 2, Η Άρνηση της Ιστορίας


 

Κρίση χωρίς Τέλος

Τζον Μπέλαμι Φοστερ και Ρόμπερτ Γ. ΜακΤσίσνεϊ
Μτφ. proletariates – Οι παραπομπές με ελληνική αρίθμηση είναι των συγγραφέων ενώ με λατινική δικές μου επεξηγηματικές σημειώσεις.

 

Η Άρνηση της Ιστορίας

Αν και η τάση προς στασιμότητα ή προς μια μακρά περίοδο αναιμικής ανάπτυξης αναγνωρίζεται ολοένα και περισσότερο ως σημαντικό θέμα ακόμη και ανάμεσα στους δογματικούς οικονομολόγους του κυρίαρχου ρεύματος, μια ευρύτερη ιστορική και θεωρητική κατανόηση αυτής και της σχέσης της με την καπιταλιστική ανάπτυξη, απουσιάζει από τους κατεστημένους κύκλους.
Ο λόγος γι’ αυτό, πιστεύουμε, μπορεί να ανιχνευθεί στο γεγονός ότι οι νεοκλασσικοί οικονομολόγοι και οι κοινωνικές επιστήμες του κυρίαρχου ρεύματος γενικά έχουν προ πολλού εγκαταλείψει οποιαδήποτε προσπάθεια μεστής ιστορικής ανάλυσης. Τα αφηρημένα τους μοντέλα, εργαλεία νομιμοποίησης του συστήματος περισσότερο παρά κατανόησης των νόμων κίνησής του, γίνονται ολοένα και περισσότερο εξωγήινα – βασίστηκαν σε μη ρεαλιστικές υποθέσεις όπως τέλειος και ανόθευτος ανταγωνισμός, τέλεια πληροφόρηση, απόλυτη ορθολογικότητα (ή ορθολογικές προσδοκίες), και την υπόθεση της αποδοτικότητας της αγοράς. Τα κομψά μαθηματικά μοντέλα που αναπτύχθηκαν στη βάση αυτών των ευγενών κατασκευών έχουν να κάνουν περισσότερο με την ομορφιά της ιδανικής τελειότητας παρά με τον άκομψο κόσμο της υλικής πραγματικότητας. Τα αποτελέσματα τους, επομένως, σχετίζονται με την τρέχουσα πραγματικότητα όσο σχετίζονταν με τον μεσαιωνικό κόσμο οι αντιπαραθέσεις πάνω στον αριθμό των αγγέλων που μπορούν να χωρέσουν στην κεφαλή μιας καρφίτσας. Πρόκειται για οικονομικά που έχουν πάρει το δρόμο του άκρατου ιδεαλισμού – αποκομμένα τελείως από τις υλικές συνθήκες. Όπως το έθεσε το Κρούγκμαν, «το επάγγελμα του οικονομολόγου πήρε το στραβό δρόμο γιατί οι οικονομολόγοι, ως σύνολο, πήραν την ομορφιά, ενδεδυμένη με εντυπωσιακά μαθηματικά, για αλήθεια.» [11]
Ο Τζον Κένεθ Γκάλμπρεϊθ, στα Οικονομικά της Αθώας Απάτης [II], αποδοκιμάζει ακόμη πιο έντονα την σύγχρονη οικονομική και κοινωνική επιστήμη, λέγοντας ότι τις τελευταίες δεκαετίες το ίδιο το σύστημα δολίως «μετονομάστηκε» από καπιταλισμός σε «το σύστημα των αγορών.» Το πλεονέκτημα του τελευταίου όρου από την οπτική γωνία του κατεστημένου ήταν: «Δεν υπάρχει κάποια δυσάρεστη ιστορία εδώ, στην πραγματικότητα δεν υπάρχει καθόλου ιστορία. Θα ήταν δύσκολο, πράγματι, να βρεθεί μια πιο α-νόητη ονομασία – αυτός είναι ο λόγος για την επιλογή αυτή ….Έτσι είναι το σύστημα των αγορών που διδάσκουμε στους νέους…. Έτσι, ούτε κάποιο άτομο ούτε κάποια φίρμα είναι κυρίαρχα. Καμιά οικονομική δύναμη δεν υπονοείται. Δεν υπάρχει τίποτε εδώ από Μαρξ ή Ένγκελς. Υπάρχει μόνο η απρόσωπη αγορά, ένας όχι εντελώς αθώος απατεωνίσκος.» Μαζί μ’ αυτό, «η φράση μονοπωλιακός καπιταλισμός που κάποτε ήταν σε κοινή χρήση», λέει ο Γκάλμπρεϊθ, «έχει αποβληθεί από το ακαδημαϊκό και πολιτικό λεξιλόγιο.» Και, πιθανώς χειρότερο απ’ όλα, η αυξανόμενη πιθανότητα μιας εκτεταμένης κρίσης και μιας μακροχρόνιας επιβράδυνσης της οικονομίας, ετίθετο συστηματικά εκτός θέας από αυτό απατηλό εκτόπισμα της απολυτότητας του καπιταλισμού (ή ακόμα και του εταιρικού συστήματος.)[12]
Η συνεχιζόμενη επίδραση των Οικονομικών της Αθώας Απάτης του Γκάλμπρεϊθ και των παράλογων αποτελεσμάτων που γεννά μπορεί να ειδωθεί σε μια ομιλία που έκανε ο Μπερνάνκι στο Πρινστον το 2011 με τίτλο «Οι Επιπτώσεις της Οινονομικής Κρίσης στα Οικονομικά.» Η πρωταρχική αιτία που τα «στάνταρ [μακροοικονομικά] μοντέλα» απέτυχαν να προβλέψουν τη Μεγάλη Οικονομική Κρίση, παραδέχεται ο Μπερνάνκι, ήταν ότι τα μοντέλα αυτά είχαν σχεδιαστεί για περιόδους …μη κρίσης». Με άλλα λόγια, τα συμβατικά μοντέλα που χρησιμοποιούσαν οι ορθόδοξοι οικονομολόγοι είχαν κατασκευαστεί (σκόπιμα ή όχι) έτσι ώστε να αποκλείουν την πιθανότητα μια μεγάλης κρίσης ή μιας μακρόχρονης περιόδου οικονομικής στασιμότητας. Για όσο διάστημα η οικονομική ανάπτυξη εμφανιζόταν στιβαρή, είπε ο Μπερνάνκι στους ακροατές του, τα μοντέλα αποδείχτηκαν «πολύ χρήσιμα.» Το πρόβλημα, επιμένει, δεν ήταν τόσο ότι τα μοντέλα πάνω στα οποία βασίζονταν η οικονομική ανάλυση και πολιτική ήταν «άσχετα ή, τουλάχιστον, σημαντικώς ελαττωματικά.»  Το πρόβλημα είχε μάλλον να κάνει με την έκρηξη της φούσκας και τα συνεπακόλουθα γεγονότα της κρίσης που δεν είχαν ληφθεί υπόψη στις υποθέσεις κατά το σχεδιασμό των μοντέλων και επομένως δεν μπορούσαν να εξηγηθούν από αυτά. [13] Είναι σαν ένας μετεωρολόγος που έχει κατασκευάσει ένα μοντέλο που προβλέπει συνεχόμενες ηλιόλουστες μέρες, περιστασιακά μόνο διακοπτόμενες από λίγες βροχές, όταν έρθει η μεγάλη μπόρα να υπερασπίζεται το μοντέλο του λέγοντας ότι ποτέ δεν ισχυρίστηκε ότι το μοντέλο του μπορεί να προβλέψει την πιθανότητα να συμβούν τέτοια απίθανα και απρόβλεπτα γεγονότα. [14]
Όλα αυτά δείχνουν την έλλειψη εμπεριστατωμένης ιστορικής ερμηνείας που χαρακτηρίζει τη δογματική οικονομική επιστήμη και τις αντίστοιχες κοινωνικές επιστήμες. «Τα περισσότερα από τα θεμελιώδη σφάλματα που γίνονται στην ανάλυση της οικονομίας,» έγραφε ο Γιόζεφ Σουμπέτερ στην Ιστορία της Οικονομικής Ανάλυσης, «οφείλονται στην έλλειψη ιστορικής εμπειρίας» ή κατανόησης της ιστορίας. Για τον Σουμπέτερ, αυτό έρχεται σε ευθεία αντίθεση με την προσέγγιση του Μαρξ, ο οποίος «ήταν ο πρώτος μεγάλου κύρους οικονομολόγος που κατάλαβε και δίδαξε με συστηματικό τρόπο πώς η οικονομική θεωρία μπορεί να μετατραπεί σε ιστορική ανάλυση και πώς η ιστορική αφήγηση μπορεί να μετατραπεί σε εμπεριστατωμένη ιστορία.» [15]
Σήμερα οι συμβατικοί κοινωνικοί επιστήμονες έχουν μετατραπεί σε εξειδικευμένους αναλυτές ή τεχνικούς που μελετούν μια μικρή γωνιά της πραγματικότητας – ή, ακόμη χειρότερα, σε σχεδιαστές μοντέλων που με την ακραία αφαίρεσή τους πέφτουν σ’ αυτό που ο Γουάιτχεντ ονόμασε πλάνη της εσφαλμένης συγκεκριμενοποίησης.[16] Σπανίως παραδέχονται το παλιά εγελιανή ρήση ότι «η αλήθεια βρίσκεται στον όλον» - και, επομένως, μπορεί να κατανοηθεί μόνο γενετικώς κατά τη διεργασία του γίγνεσθαι. [17]
Αυτή η αυτοτύφλωση των κυρίαρχων κοινωνικών επιστημών έγινα δραματικά εμφανής στην αποτυχία τους να αναγνωρίσουν έστω και την πιθανότητα μιας οικονομικής και κοινωνικής καταστροφής στο σύγχρονο καπιταλισμό. Στην προσφώνηση του προς την ΑΕΑ το 2003, κατά την ανάληψη της προεδρίας της, ο Ρόμπερτ Λούκας διακήρυξε ότι το «κεντρικό πρόβλημα της πρόληψης μιας ύφεσης είχε πλέον λυθεί.» Η ιδέα ότι η οικονομία ήταν πλέον ελεύθερη από την τάση προς μεγάλες κρίσεις λόγω των νέων, βελτιωμένων νομισματικών πολιτικών έγινε ο νέος κοινός τόπος της μακροοικονομίας – αναφερόμενη από τον ίδιο τον Μπερνάκι το 20004 και ως η έλευση της Μεγάλης Αυτοσυγκράτησης.[18] Δεν χρειάστηκαν παρά λίγα χρόνια και η έκρηξη της φούσκας των ακινήτων έδειξε πόσο απατηλές ήταν αυτές οι ιδέες περί του τέλους της ιστορίας.
Φυσικά, κανείς δεν αιφνιδιάστηκε απόλυτα από την Μεγάλη Οικονομική Κρίση. Ήδη από το 2002, δυο χρόνια πριν ο Μπερνάκι επινοήσει τον όρο «Μεγάλη Αυτοσυγκράτηση», ένας σημαντικός αριθμός ανεξάρτητων και καλά ενημερωμένων πολιτικοοικονομικών σχολιαστών – ημών συμπεριλαμβανομένων – είχε προβληματιστεί από τη μεγέθυνση της φούσκας των ακινήτων. Στο editorial του Monthly Review του Νοεμβρίου του 2002, πρώτοι είχαμε επισημάνει τη φούσκα των ακινήτων ως πιθανή καταστρεπτική δύ ναμη της οικονομίας των ΗΠ. Ακολούθησε ένα άρθρο την επόμενη άνοιξη με τίτλο «Ποια Ανάκαμψη;» όπου σημειώναμε ότι «Η φούσκα των ακινήτων μπορεί να μεγεθυνθεί ως την έκρηξη της αλλά μπορεί να ξεπεραστεί και χωρίς να γίνει αυτό.» Καθώς το πρόβλημα χειροτέρευε, ο ένας από εμάς έγραψε ένα κομμάτι στο Monthly Review του Μαΐου του 2006 με θέμα τη «Φούσκα των Στεγαστικών Δανείων» όπου σημειωνόταν η μη διατηρησιμότητα των ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων, με το μεγαλύτερο βάρος να πέφτει στους εργάτες και τους μη αξιόπιστους δανειολήπτες. Σύμφωνα με το άρθρο εκείνο, η φούσκα των ακινήτων είχε επιτρέψει την οικονομία των ΗΠ να ανακάμψει από την έκρηξη της φούσκας του χρηματιστηρίου, αυξάνοντας όμως στην πιθανότητα μιας νέας και πιθανώς μεγαλύτερης «οικονομικής κατάρρευσης» λίγο καιρό μετά, πιθανόν πυροδοτούμενης από την αύξηση των επιτοκίων που ήδη είχε αρχίσει. Έτσι, ενώ ορισμένα χαρακτηριστικά της κρίσης που προέκυψε το καλοκαίρι του 2007 μας εξέπληξαν, η γενικότερη πορεία των γεγονότων ήταν για μας αναμενόμενη.[19]
Το Monthly Review έχει δώσει ιδιαίτερη σημασία στο πρόβλημα της χρηματιστηριοποίησης και της σχέσης της με τις λανθάνουσες τάσεις τις οικονομίας προς στασιμότητα. Η συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι μια καταστροφική κρίση ήταν εν τω γίγνεσθαι ως αποτέλεσμα της φούσκας των ακινήτων, δεν ήταν δική μας πρωτοτυπία αλλά, αντίθετα, ήταν ευρύτερη ανάμεσα στους αιρετικούς παρατηρητές (Ντιν Μπέικερ, Στέφεν Ρόατς, Τζον Κάσσιντυ, Ρόμπερτ Σίλλερ και Κέβιν Φίλιπς) . Είχε μάλιστα εισχωρήσει και στην επιχειρηματική δημοσιογραφία (Business Week και The Economist.) Τον Αύγουστο του 2002, ο Μπέικερ έγραψε έκθεσή προς το Κέντρο Οικονομικών και Πολιτικών Ερευνών (Center for Economic Policy Research, CEPR) με τίτλο «Το Ράλι στις Τιμές των Ακινήτων: Πραγματικό ή Άλλη μια Φούσκα;» Τον ίδιο μήνα το Business Week προειδοποιούσε: «Οι επενδυτές που αγοράζουν τα ενυπόθηκα δάνεια που τιτλοποιούνται – μπορεί σύντομα να πει ως εδώ…. Αν τα επιτόκια ανέβουν κι άλλο, το κόστος εξυπηρέτησης των δανείων θα αυξηθεί….Περίπου το 30 % των εκκρεμών ενυπόθηκων δανείων έχουν μεταβλητό επιτόκιο…Αν μια περαιτέρω άνοδος οδηγήσει σε μη εξυπηρέτηση των δανείων αυτών μπορεί να προκληθεί πιστωτική κρίση.» Στις 22 Σεπτεμβρίου του 2002, ο Στέφεν Ρόατς έγραψε ένα op-ed [III] κομμάτι στους New York Times με θέμα «Το Κόστος των Εκρηγνυόμενης Φούσκας» στο οποίο έγραφε ότι «Υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να πιστεύουμε ότι οι φούσκες ιδιοκτησίας [ακινήτων] και κατανάλωσης θα σκάσουν σε ένα όχι και τόσο μακρινό μέλλον.» Το Νοέμβριο του 2002, ο οικονομικός αρθρογράφος του New Yorker Τζον Κάσιντι  δημοσίευσε ένα άρθρο με τίτλο «Το Επόμενο Κραχ: Είναι η Αγορά Ακινήτων η Φούσκα που θα Εκραγεί;» Την επόμενη χρονιά, ο οικονομολόγος του Yale Ρόμπερτ Σίλερ συνέγραψε ένα προφητικό άρθρο για το Brookings Institution με τίτλο «Υπάρχει Φούσκα στην Αγορά Ακινήτων;»  Ο Economist του Ιουνίου του 2005 έγραφε «Η αύξηση των τιμών των ακινήτων παγκοσμίως είναι η μεγαλύτερη φούσκα στην ιστορία. Ετοιμαστείτε για οικονομικό πόνο όταν εκραγεί.» Ο πολιτικός σχολιαστής Kevin Phillips προειδοποιούσε συνεχώς για τους κινδύνους της χρηματιστηριοποίησης, λέγοντας το 2006 ότι τα ακίνητα έχουν γίνει «εργαλεία κερδοσκοπίας» και ότι «οι ΗΠ έχουν μεταλλάξει τη φούσκα του χρηματιστηρίου σε μια μεγαλύτερη πιστωτική φούσκα» και προφήτευε την οικονομική κατάρρευση.[20]
Στην ουσία, μέσα στα τέσσερα χρόνια που προηγήθηκαν της κρίσης, οι προειδοποιήσεις για την φούσκα των ακινήτων και την απειλή εκτεταμένης οικονομικής κατάρρευσης ήταν τόσο πολλές που είναι πολύ δύσκολο να γίνει ένας πλήρης κατάλογος. Το πρόβλημα τότε δεν ήταν ότι κανείς δεν έβλεπε την επερχόμενη Μεγάλη Οικονομική Κρίση. Ήταν, μάλλον, η απροθυμία του οικονομικού κόσμου, καθοδηγούμενη από την ακόρεστη δίψα του για περισσότερα κέρδη, και των ορθόδοξων οικονομολόγων, παγιδευμένων στα ολοένα και πιο άσχετα μοντέλα τους, να λάβουν υπόψη τους τις προειδοποιήσεις των αιρετικών οικονομικών παρατηρητών. Οι δογματικοί οικονομολόγοι ολοένα και περισσότερο γύριζαν πίσω σε μια εκδοχή του νόμου του Σέι [ΙV] (την άποψη ότι η προσφορά δημιουργεί από μόνη της ζήτηση), σύμφωνα με την οποία οι σοβαρές οικονομικές κρίσεις είναι ουσιαστικά αναπόφευκτες.[21]
Η αποτυχία των ορθόδοξων οικονομικών να αντιληφθούν την οικονομική φούσκα πριν τη Μεγάλη Οικονομική Κρίση είναι πλέον καλά τεκμηριωμένη στη βιβλιογραφία. [22] Ωστόσο, αυτό που προτείνουμε εδώ είναι κάπως διαφορετικό: ότι η οικονομία της αθώας απάτης έχει εμποδίσει τους ορθόδοξους οικονομολόγους να αντιληφθούν (ακόμη και τώρα) ένα ακόμη μεγαλύτερο ελάττωμα της ώριμης καπιταλιστικής οικονομίας, την τάση για μακροπρόθεσμη οικονομική στασιμότητα. Πράγματι, είναι η αργή ανάπτυξη ή στασιμότητα που έχει αλλοιώσει το όλο σύστημα εδώ και δεκαετίες η οποία εξηγεί όχι μόνο τη χρηματιστηριοποίηση της οικονομίας (η οποία εκδηλώθηκε με μια ακολουθία φουσκών) αλλά και τη βαθιά δυσφορία που έχει προκύψει κατά την περίοδο απομόχλευσης. Επομένως, μια ρεαλιστική ανάλυση σήμερα απαιτεί την λεπτομερή εξέταση των επικίνδυνων βρόχων ανατροφοδότησης μεταξύ στασιμότητας και χρηματιστηριοποίησης της οικονομίας.

Στο How Markets Fail ο Κάσιντι υποστηρίζει ότι οι δυο πιο προφητικές αναλύσεις για την τρέχουσα οικονομική δυσχέρεια και τη σχέση της με το διττό φαινόμενο της στασιμότητας και χρηματιστηριοποίησης, έγιναν από: (1) τον Χάιµαν Μίνσκι, έναν αιρετικό, μετα-Κεϋνσιανό οικονομολόγο, ο οποίος ανέπτυξε μιας θεωρίας της οικονομικής αστάθειας στο σύγχρονο καπιταλισμό και (2) του Πωλ Σουήζι, ενός μαρξιστή οικονομολόγου, που είδε αυτό που όρισε ως «χρηματιστηριοποίηση της διαδικασίας συσσώρευσης κεφαλαίου» ως μια αντίδραση στην τάση προς στασιμότητα που χαρακτηρίζει τις ώριμες μονοπωλιακές – καπιταλιστικές οικονομίες. [23]

Όπως παρατηρεί ο Κάσιντι σχετικά με την παράδοση που αναπτύχθηκε γύρω από τον Σουήζι:
Κατά τη διάρκεια των δεκαετιών 1980 και 1990, μια μικρή ομάδα μαρξιστών οικονομολόγων γύρω από το Monthly Review, ένα μικρό νεοϋρκέζικο περιοδικό που καταφέρνει και τα βγάζει πέρα από τη δεκαετία του 1940, επικέντρωσαν πάνω σ’ αυτό που όρισαν ως «χρηματιστηριοποίηση» του καπιταλισμού των ΗΠ, επισημαίνοντας ότι η απασχόληση στο χρηματιστηριακό τομέα, ο όγκος των συναλλαγών στις κερδοσκοπικές αγορές και τα κέρδη των εταιριών της Γουόλ Στριτ, αυξήθηκαν απότομα. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Υπουργείου Εμπορίου, μεταξύ του 1980 και του 2000, τα κέρδη της χρηματιστηριακής οικονομίας αυξήθηκαν από 32,4 δις σε 195,8 δις δολάρια και το μερίδιο του χρηματιστηριακού τομέα στο εγχώριο παραγόμενο κέρδος αυξήθηκε από 19% σε 29%.
Ο Πόλ Σουήζι, ένας ογδοντάρης απόφοιτος του Χάρβαρντ, που προήλθε από το ίδιο περιβάλλον του Κέιμπριτζ που έδωσε τον Γκάλμπρειθ και τον Σάμιουελσον και που έγραψε αυτό που ακόμη και σήμερα αποτελεί την καλύτερη εισαγωγή στη μαρξιστική οικονομία [VI] ήταν ο επικεφαλής μιας ομάδας αριστερών διαφωνούντων. Για ένα οικονομολόγο της ελεύθερης αγοράς, η άνοδος της Γουόλ Στριτ ήταν φυσικό επακόλουθο του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος της οικονομίας των ΗΠ σε αυτόν τον τομέα. Ο Σουήζι υποστήριξε ότι αντανακλούσε μια ολοένα και πιο απελπισμένη προσπάθεια αντιστάθμισης της οικονομικής στασιμότητας. Με τους μισθούς να αυξάνονται αργά, αν αυξάνονταν καθόλου, και τις επενδυτικές ευκαιρίες ανίκανες να απορροφήσουν το σύνολο των [πραγματικών και δυνητικών] κερδών που παρήγαγαν οι εταιρίες, η έκδοση χρέους και συνεχής δημιουργία νέων αντικειμένων κερδοσκοπίας ήταν απαραίτητα για τη διατήρηση της αυξανόμενης κατανάλωσης. «Είναι η κοινωνία καζίνο μια σημαντική δύναμη οικονομικής αναπτυξης;» αναρωτιόταν ο Σουήζι σε ένα άρθρο που έγραψε το 1987 μαζόι με τον Χάρι Μάγκντοφ. «Όχι, ξεκάθαρα όχι. Όποια ανάπτυξη απόλαυσε η οικονομία τα τελευταία χρόνια, εκτός από εκείνη που οφείλεται σε μια πρωτόγνωρη για καιρό ειρήνης στρατιωτική ισχυροποίηση, έχει να κάνει σχεδόν αποκλειστικά με τη χρηματιστηριακή έκρηξη.»[24]
Για τον Κάσιντι, η ορθολογική ιστορική ανάλυση του καπιταλισμού από τον Μίνσκι και τον Σούηζι ήταν αυτή που τους επέτρεψε να αντιληφθούν τους δραματικούς μετασχηματισμούς που οδήγησαν στην κρίση στα πρώτα χρόνια του εικοστού – πρώτου αιώνα. «Οι Μίνσκι και Σούηζι δε συμφωνούν σε όλα αλλά η ανεπτυγμένη κριτική τους ικανότητας τους τους επέτρεψε να δουν, πολύ πριν από τους δογματικούς οικονομολόγους, ότι είχε προκύψει ένα νέο μοντέλο ενός χρηματιστηριακά κινούμενου καπιταλισμού.» Πράγματι, η «παγκόσμια ύφεση» που είχε τις ρίζες της στις ΗΠ το 2007 «έδειξε ότι οι Μίνσκι και Σούηζι είχαν δίκιο όταν υποστήριζαν ότι οι τύχες της οικονομίας δεν μπορούν να διαχωριστούν από ό,τι γίνεται στη Γουόλ Στριτ. Για τον Σουήζι ειδικότερα, η στασιμότητα και η χρηματιστηριοποίηση αντιπροσωπεύουν συνεξελεκτικά (coevolutionary ) φαινόμενα που είναι εγκλωβισμένα σε ένα «συμβιωτικό εναγκαλισμό.» [25]
Η ανάλυση του Μίνσκι έδειχνε προς αυτό που έγινε γνωστό ως η Στιγμή του Μίνσκι ή την έλευση της οικονομικής κρίσης. Αντίθετα, η εργασία του Σουήζι πάνω στη χρηματιστηριοποίηση, την οποία είδε ως μια γενική τάση που εμπεριείχε μια σειρά από γεγονότα με εκρήξεις φουσκών, τόνιζε την αιτιώδη σημασία αυτού που μπορεί να ονομαστεί ως Σουήζια Κανονική Κατάσταση στασιμότητας της ώριμης μονοπωλιακής καπιταλιστικής  οικονομίας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου