Μεταγνώσεις

«Ηταν οι καλύτερες μέρες, ήταν οι χειρότερες μέρες, ήταν τα χρόνια της σοφίας, ήταν τα χρόνια της άνοιας, ήταν η εποχή της πίστης, ήταν η εποχή της ολιγοπιστίας, η εποχή του Φωτός και η εποχή του Σκότους, ήταν η άνοιξη της ελπίδας και ήταν ο χειμώνας της απελπισίας, είχαμε μπρος μας τα πάντα, είχαμε μπρος μας το τίποτε, πηγαίναμε όλοι στον Παράδεισο, πηγαίναμε όλοι στο αντίθετό του»
Ch Dickens, A Tale of Two Cities

«Εσύ κι εγώ Ζόιντ, είμαστε σαν τον Μπιγκ Φουτ. Οι καιροί περνούν, εμείς ποτέ δεν αλλάζουμε…»
Τ Πύντσον, Vineland

«Οι άνθρωποι κάνουν την ίδια τους την Ιστορία, δεν την κάνουν όμως κάτω από ελεύθερες συνθήκες, που διάλεξαν μόνοι τους, μα κάτω από συνθήκες που βρέθηκαν άμεσα, που δόθηκαν και κληρονομήθηκαν από το παρελθόν.»
K Μαρξ, Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη

«Αυτοί που ελέγχουν το Μικροσκοπικό, ελέγχουν τον κόσμο»
Τ Πύντσον,
Mason & Dixon

Τετάρτη 18 Δεκεμβρίου 2013

Η προέλευση των χρημάτων ή Μάζευε κι ας είναι ρώγες


Ξεφυλλίζοντας κάποια παλιά τεύχη του Economist, βρήκα ένα αρθράκι με ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Το θέμα του ήταν η προέλευση των χρημάτων, οπότε, καθότι εκ «πεποιφύσεως» άφραγκος, το ρούφηξα σαν αυγό μελάτο μπας και δω άσπρη μέρα μέσω της θεωρίας.


Συνυπολογίζοντας και τα μαθήματα θεωρητικής εμπειρίας που έκανα με τον κορυφαίο του πεδίου και εκ Λαμίας προερχόμενου  εμπειριοθεωρητικού Ηλία Παπαδόπουλου, ήμουν αισιόδοξος ότι αυτή τη φορά κάτι θα γινόταν.
Λοιπόν, σύμφωνα με το αρθράκι, υπάρχουν δυο σχετικές θεωρίες: η μια είναι διατυπωμένη από τον Carl Menger (γκουρού της αυστριακής σχολής (βασικό έργο: Θεμελιώδεις αρχές της πολιτικής οικονομίας , 1871) και από τα βαριά πεπόνια του οικονομικού ατομικισμού/υποκειμενισμού), εισηγητή του «Νόμου κατά της Τσιγγουνιάς», σύμφωνα με τον οποίο «είναι μάταιο να περιορίζουμε στο λίγο αυτό που χρειάζεται πολύ»). Υπήρξε επίσης ένας από τους θεμελιωτές της θεωρίας της οριακής χρησιμότητας, σύμφωνα με την οποία η τελευταία διαθέσιμη μονάδα του αγαθού (η οριακή) προσδιορίζει και την αξία του για την ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών.

To 1892 o CM δημοσίευσε ένα άρθρο με τίτλο «On the Origins of Money» όπου προσπαθεί να διατυπώσει τη θεωρία του πάνω στην προέλευση των χρημάτων. Υποστηρίζει ότι τα χρήματα προέκυψαν ως αποτέλεσμα των επιλογών ατόμων που επιδίωκαν την ελαχιστοποίηση του κόστους συναλλαγής (transaction cost) σε ένα οικονομικό περιβάλλον που εξελισσόταν από αγροτικό σε περιβάλλον οικονομίας της αγοράς με ιδιαίτερο χαρακτηριστικό την εξειδίκευση.

Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, μερικά σαΐνια ανακάλυψαν ότι υπήρχαν μερικά προϊόντα που μπορούσε κάποιος να τα εμπορευτεί πιο εύκολα και άρχισαν να τα καβατζάρουν και να δημιουργούν αποθέματα από αυτά. Μεγάλωναν έτσι τις πιθανότητες να βρούνε εμπορικούς συνεργάτες. Με τις καβάτζες τους τα πρωτοπόρα αυτά σαΐνια κατάφερναν δυο πράγματα: πρώτον να κάνουν πιο εύκολα τη δουλειά τους και να μην τρέχουν την τελευταία στιγμή για εμπόρευμα. Και δεύτερον, ωθούσαν κι άλλους να ακολουθήσουν το παράδειγμα τους με αποτέλεσμα την περαιτέρω μείωση του κόστους. Είναι το πρώτο ιστορικό παράδειγμα αυτού που σήμερα είναι γνωστό ως «φαινόμενο του δικτύου»

Η θεωρία του CM είναι άψογα διαμορφωμένη και υποστηρίζεται από μερικά ιστορικά στοιχεία. Αλλά δύσκολα μπορεί να αποτελέσει έναν πλήρη απολογισμό της προέλευσης των χρημάτων. Μια από τις μεγαλύτερες αδυναμίες της θεωρίας του είναι ότι δε συζητάει καθόλου το διαβρωτικό (τις περισσότερες φορές) ρόλο κράτους στην όλη διαδικασία.

Η δεύτερη θεωρία είναι η νομισματική θεωρία που είναι γνωστή ως Chartalism και που διατυπώθηκε από τον Γερμανό Georg FriedrichKnapp ενώ έγινε γνωστή από τον Κέυνς.

O Kέυνς θεωρεί τον Chartalism «ως το δόγμα με βάση το οποίο το χρήμα είναι μια δημιουργία του κράτους».

Στη σύγχρονη εκδοχή του, ο neochartalism υποστηρίζει ότι το κράτος έχει έναν πολύ μεγαλύτερο ρόλο στην προέλευση του χρήματος.

Σύμφωνα με έκθεση που δημοσίευε το 1998 ο καθηγητής του London School of Economics Charles Goodhart, η δημοσιονομική πτέρυγα μιας κυβέρνησης διατηρεί ένα τεράστιο κίνητρο να μεταφέρει την οικονομία της μακριά από το εμπόριο μέσω ανταλλαγών. Οταν καταστεί δυνατή η ύπαρξη του χρήματος, τότε θα μπορέσουν να μετρηθούν τα έσοδα και τα έξοδα, καθιστώντας έτσι δυνατή και τη φορολόγησή τους. Και το δημόσιο ταμείο λαμβάνει μία δεύτερη ώθηση από το κυρίαρχο δικαίωμα, τη διαφορά μεταξύ της αξίας των νομισμάτων και του κόστους παραγωγής τους. Στο πλαίσιο αυτό, οι κυβερνήσεις επιβάλουν φόρους που μπορούν να καταβληθούν μόνο σε χρήματα, δημιουργώντας έτσι μία ζήτηση για τα χρήματα που με τη σειρά της σημαίνει ότι τα συγκεκριμένα χρήματα θα είναι ευρέως αποδεκτά ως μέσο πληρωμής για τα αγαθά. Και το δημόσιο ταμείο λαμβάνει μία δεύτερη ώθηση από το κυρίαρχο δικαίωμα, τη διαφορά μεταξύ της αξίας των νομισμάτων και του κόστους παραγωγής τους. Στο πλαίσιο αυτό, οι κυβερνήσεις επιβάλουν φόρους που μπορούν να καταβληθούν μόνο σε χρήματα, δημιουργώντας έτσι μία ζήτηση για τα χρήματα που με τη σειρά της σημαίνει ότι τα συγκεκριμένα χρήματα θα είναι ευρέως αποδεκτά ως μέσο πληρωμής για τα αγαθά. Συνεπώς, το κράτος αναγκάζει την οικονομία να απομακρυνθεί από το εμπόριο για τους δικούς του δημοσιονομικούς σκοπούς.

Για να συγκρίνει τις δυο θεωρίες, ο Economist αναφέρει το παράδειγμα χρήσης των πολύτιμων μετάλλων ως χρήμα. Για έναν οπαδό της θεωρίας του Carl Menger, τα πολύτιμα μέταλλα χρησιμοποιούνται ως χρήμα γιατί είναι ανθεκτικά, τμητά και φορητά. Αλλά όπως μας λέει ο κ. Goodhart, η δυσκολία αποτίμησης της αξίας των ακατέργαστων μετάλλων αυξάνει σημαντικά το κόστος τους ως μέσο στις εμπορικές συναλλαγές. Είναι πολύ πιο εύκολο να εκτιμήσουμε την αξία μιας αγελάδας από το να εκτιμήσουμε την αξία ενός σωρού μετάλλου. Περαιτέρω, οι έμποροι που ταξιδεύουν μεγάλες αποστάσεις για να πουλήσουν την πραμάτειας τους θέλουν να έχουν ένα μέσο συναλλαγής που να έχει υψηλή σχετική αξία συγκριτικά με το κόστος μεταφοράς. Έτσι, το πιθανότερο είναι τα πολύτιμα μέταλλα να έγιναν μέσο συναλλαγής τα ύστερα χρόνια, όταν οι επαγγελματίες έμποροι αγόραζαν στο ένα μέρος και πουλούσαν στο άλλο και όχι στα πρώιμα χρόνια όταν τα βασικά αγαθά/εμπορεύματα ήταν το αλάτι και τα βοοειδή και η συναλλαγή είχε περιορισμένο γεωγραφικά χαρακτήρα.

Κατά τον Economist αυτό εξηγεί και γιατί το μεταλλικό χρήμα κατέληξε να κυκλοφορεί με τη μορφή νομίσματος που αντιστοιχούσε σε ορισμένη ποσότητα μετάλλου και όχι σε μια ακατέργαστη μορφή. Η νομισματοκοπία δεν αναπτύχθηκε ως ξεχωριστός ιδιωτικός τομέας που είχε στόχο την ελαχιστοποίηση του κόστους μεταφοράς αλλά ως σχεδιασμένη κυβερνητική προσπάθεια. Ήταν η παρέμβαση του κράτους που έκανε τα πολύτιμα μέταλλα μέσο συναλλαγής,όχι ο ιδιωτικός τομέας.

Δεν μπορώ να κρίνω τα γραφόμενα του Economist αφού οι γνώσεις μου πάνω στην ιστορία των πολύτιμων μετάλλων ως μέσου συναλλαγής είναι μηδαμινές. Νομίζω όμως ότι ο Economist υπερβάλλει και πιθανότατα οι πρώτες προσπάθειες κοπής νομισμάτων να έγιναν από ιδιώτες. Το σίγουρο είναι ότι αυτοί οι ιδιώτες πήραν τον πούλο και τη θέση τους πήρε το κράτος (ή όπως αλλιώς μπορεί να λεγόταν οι «οργανισμοί» που διοικούνταν από τους πρώτους μονάρχες).

Δε θέλει και πολύ μυαλό για να καταλάβει κανείς ότι το να έχεις το μονοπώλιο στην κοπή νομίσματος σου δίνει πολλά πλεονεκτήματα και περισσότερες πιθανότητες επιβίωσης από ότι στους γείτονές σου.

Και επιβίωση για ένα κράτος σημαίνει το να είναι σε θέση να στρατολογήσει κόσμο και να πληρώσει για όπλα. Και αυτό, το κράτος, ο μονάρχης ή όπως αλλιώς δεν μπορεί να το κάνει αν δεν έχει έναν αποτελεσματικό φοροεισπρακτικό μηχανισμό. Και ένας σίγουρος τρόπος για τη δημιουργία αυτού του φοροεισπρακτικού μηχανισμού είναι το να έχεις το δικό σου νομισματοκοπείο και (έστω τοπικό) μονοπώλιο επί της νομισματοκοπής.

Μια ανάγνωση της ιστορίας πέρα από τα εκάστοτε εθνικά ταρατατζούμ και τις εκάστοτε εθνικές μπούρδες, δείχνει ότι το παραπάνω μονοπώλιο ήταν (και είναι) η ουσιαστική και ανυπέρβλητη πηγή ισχύος.

Στην έκθεσή του ο κ. Goodhart αναφέρει κάποια ιστορικά παραδείγματα με τα οποία προσπαθεί να ελέγξει τις δυο θεωρίες. Εξετάζει την παρακμή της Ρώμης και μια περίοδο του 10ου μΧ αιώνα της ιαπωνικής ιστορίας όταν η κυβέρνηση διέκοψε την κοπή νομισμάτων. Αν η προέλευση των χρημάτων ήταν από τον ιδιωτικό τομέα, τα γεγονότα αυτά δεν θα είχαν νομισματικές επιπτώσεις. Αλλά μετά την κατάρρευση της Ρώμης οι έμποροι κατέφυγαν στην ανταλλαγή εμπορευμάτων ενώ οι Ιάπωνες άρχισαν να χρησιμοποιούν ρύζι ως μέσο συναλλαγής.

Για την Ιαπωνία δε γνωρίζω και πολλά αλλά η ερμηνεία του κ. Goodhart και του Economist για τη Ρώμη είναι χαρακτηριστική περίπτωση του «αλλού βαράν τα όργανα κι αλλού χορεύει η νύφη».

Η παρακμή και πτώση της Ρώμης ήταν το σωρευτικό αποτέλεσμα των αραβικών κατακτήσεων κατά τους 7ο και 8ο μΧ αιώνες. Οι Άραβες κατέλαβαν τα περισσότερα λιμάνια της Μεσογείου και ουσιαστικά διέκοψαν το εμπόριο μεταξύ Μεσογείου και Δυτικής Αυτοκρατορίας. Το κλείσιμο των εξαγωγικών αγορών και η απώλεια των εισαγόμενων αγαθών οδήγησαν σε μετάβαση από την εξειδίκευση και το εμπόριο στον αυταρχισμό. Και καθώς το εξωτερικό εμπόριο κατέρρευσε, οι τοπικές οικονομίες έγιναν περισσότερο αυτάρκεις και η ζήτηση για χρήμα υποχώρησε. Η ανταλλαγή εμπορευμάτων δεν ήταν αποτέλεσμα της απουσίας ενός κράτους που δεν έκοβε νόμισμα αλλά της κατάρρευσης μιας ανταλλακτικής οικονομίας που είχε δημιουργήσει και την ανάγκη για νόμισμα.

Αυτά, σε συνδυασμό με το ότι το βάρος συντήρησης της αυτοκρατορικής στρατιωτικής και γραφειοκρατικής μηχανής, της εκκλησίας και της νέας αργόσχολης τάξης που συνίστατο κυρίως από απόντες γαιοκτήμονες, έπεφτε κυρίως στην αγροτιά, έκαναν το όλο μείγμα εκρηκτικό.

Φυσικά, οι αγρότες σπάνια στάθηκαν ικανοί να εξεγερθούν και ποτέ με επιτυχία. Η αυτοκρατορική στρατιωτική μηχανή φρόντιζε γι’ αυτό. Αλλά η ανελέητη εκμετάλλευση έκανε πολλούς απ’ αυτούς να δεχτούν, αν όχι με ενθουσιασμό τουλάχιστον με αδιαφορία, τους βάρβαρους εισβολείς από τους οποίους μπορούσε τουλάχιστον να περιμένει κανείς – μάταια, όπως αποδείχτηκε συχνά – να συντρίψουν την καταπιεστική αυτοκρατορική οικονομική μηχανή.

Όπως οφείλουν να γνωρίζουν ο κ Goodhart και ο πολύς Economist, όσοι τιμωρήθηκαν με σκορπιούς μπορούν να ελπίζουν για κάτι καλύτερο αν σκέφτονται ότι θα τιμωρούνται μόνο με μαστίγιο.

Όσο για μένα, δεν βλέπω ουσιαστικές διαφορές στις δυο θεωρίες και μάλλον θα παραμείνω άφραγκος.

Πηγές


1. Jörg Bibow. Το ευρώ και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα: στο σταυροδρόμι. Levy Economics Institute of Bard College. Working Paper No. 738, 2012.


2. Alla Semenova. The Origin of Money: Enhancing the Chartalist Perspective. CFEPS 2007.

3. Philip Arestis, Malcolm C. Sawyer . A Handbook of Alternative Monetary Economics. Edward Edgar Publishing Limited, 2006.

4. Eladio Febrero . Three difficulties with Neo-Chartalism. Eco Cri, 2008.


5. Henri Pirenne. Mohammed and Charlemagne. ACLS POD, 2008.

6. GEM DE STE. Croix. Ο ταξικός πόλεμος στον αρχαίο ελληνικό κόσμο. Από την Αρχαϊκή Εποχή ως την Αραβική Κατάκτηση. Κέδρος – Εκδόσεις Ράππα, 1986


 

1 σχόλιο: