«
Τα Φαντάσματα του Μαρξ» αναστάτωσαν τον διανοούμενο κόσμο ενώ οι εργάτες, πότε κακοπληρωμένοι, πότε μισοκαλοπληρωμένοι, συνέχιζαν να καπνίζουν την πίπα της ειρήνης.
5 χρόνια μετά την κυκλοφορία των «Φαντασμάτων του Μαρξ» κυκλοφόρησαν οι
Ghostly Demarcations (ed. Michael Sprinker), όπου 9 μαρξιστές ακαδημαϊκοί κρίνουν την τοποθέτηση του Ντεριντά απέναντι στον Μαρξ. Στο τελευταίο κείμενο του τόμου (“Marx & Sons”), ο Ντεριντά απαντάει στις τοποθετήσεις. Ο Michael Sprinker, ο επιμελητής του τόμου, συνεισφέρει με μια πολύ κατατοπιστική εισαγωγή. Οι τοποθετήσεις ποικίλουν από επιδοκιμαστικές ως κριτικές και αποδοκιμαστικές.
Ο Ντεριντά, ο
Hamacher και, σε μικρότερο βαθμό, ο
Jameson, θεωρούν ότι το μέλλον του μαρξισμού εξαρτάται από το αν θα παύσει να είναι το επίκεντρο, από το αν θα παύσουμε να τον βλέπουμε καθαρά και, πάνω από όλα, αν παύσουμε να τον βλέπουμε ως «τέλος» ή τελικό σκοπό. Αν το «Τι να κάνουμε;» παραμένει ένα (ή Το) μαρξιστικό ερώτημα, ο Ντεριντά μας προτείνει να αποφύγουμε να δώσουμε απάντηση.
Η μοναδική υπεύθυνη στάση απέναντι στην ερώτηση αυτή που προσβλέπει στο μέλλον είναι το να μην απαντήσουμε.
«Τα πάντα»,
γράφει ο Ντεριντά (σελ. 239-240), «και σε κάθε στιγμή, εξαρτώνται από νέες αποτιμήσεις, πρωτίστως από ιδιαίτερες καταστάσεις και από τις δομικές τους συνέπειες. Για μια τέτοια αποτίμηση δεν υπάρχει ένα, εξ ορισμού, πρωταρχικό κριτήριο ή μια απόλυτη υπολογισιμότητα. Η ανάλυση πρέπει να ξεκινάει από την αρχή, παντού και κάθε μέρα, χωρίς τίποτε να είναι εγγυημένο από την ήδη υπάρχουσα γνώση».
Δεν είμαστε και πολύ μακριά από τη θέση ότι η κατανόηση του παρόντος, η κατανόηση του παρόντος είναι και, επομένως, της ίδιας της οντολογίας (σύμφωνα με το ορισμό του Jameson: η θεώρηση ότι υπάρχει μια βασική ταυτότητα του «είναι» και που μπορεί να λειτουργήσει ως επιβεβαίωση της σκέψης» (σελ. 39), είναι εξαρθρωμένη. Όταν ο χρόνος είναι εξαρθρωμένος (time is out of joint) – και πάντα είναι – τότε, σύμφωνα με τον Ντεριντά, οι μορφές του σκέπτεσθαι την πραγματικότητα πρέπει να δώσουν διέξοδο στη φασματικότητα (spectrality) και η οντολογία μπορεί να υπάρξει μόνο ως εμμονολογία (hauntology, hantologie) (κατά την απόδοση Κωστή Παπαγιώργη) ή πιο απλά φαντασματολογία [3].
Δεν είναι να απορεί κανείς με το γεγονός ότι οι μαρξιστές δεν αγκάλιασαν την ανάγνωση του Ντεριντά. Οι ερμηνευτές του «Ντεριντά απέναντι στον Μαρξ» μπορούν να χωριστούν σε τρεις ομάδες:
1. Στους υποστηρικτές -
Werner Hamacher (“Lingua Amissa: The Messianism of Commodity-Language and Derrida's Specters of Marx”,
Warren Montag (“Spirits Armed and Unarmed: Derrida's Specters”),
Frederic Jameson (“Marx’s Purloined Letter”),
Antonio Negri (“The Specter’s Smile”),
Rastko Mocnik (“After the Fall: Through the Fogs of the 18th Brumaire of the Eastern Springs”)
2. Στους κριτικούς -
Pierre Macherey (“Marx Dematerialized, or the Spirit of Derrida”) και
Terry Eagleton (“Marxism without Marxism”)
3. Στους αντιτιθέμενους -
Aijaz Ahmad (“Reconciling Derrida: ‘Specters of Marx’ and Deconstructive Politics”) και Tom Lewis (“The Politics of “Hauntology” in Derrida's Specters of Marx”).
Στις δυο τελευταίες ομάδες ο Ντεριντά απάντησε με αρκετά επιθετικό ύφος χωρίς όμως να φτάσει στα δηλητηριώδη επίπεδα της απάντησής του στην
Gayatri Chakravorty Spivak και στην κριτική της “
Ghostwriting” (Diacritics, 25 (1995), 65–84), της οποίας η συνεισφορά στη συζήτηση δεν λαμβάνεται υπόψη από τον επιμελητή (μετά από απαίτηση του Ντεριντά, υποθέτω).
O διάλογος ανάμεσα σε αποδόμηση και μαρξισμό δεν είναι εύκολος. Ειδικά όταν πρόκειται για φαντάσματα...
Σημειώσεις
[3] Δε βρίσκω επιτυχημένη την απόδοση της hantologie ως εμμονολογία. Μπορεί να ακούγεται πιο «ψαγμένο» και πιο κοντά στη ντερινταϊανή γλώσσα αλλά μπερδεύει τον αναγνώστη. Ο Ντεριντά, κατά την αγαπημένη του συνήθεια, παίζει με τις λέξεις. Εδώ κατασκευάζει τον όρο hantologie από το hanté και το ontologie και προτείνει την ανάγνωση των μαρξικών κειμένων ως φαντασμάτων. Όχι ως φαντασμάτων που απειχούν μια πρότερη πραγματικότητα, αλλά ως φαινομένων χωρίς πρότερο εαυτό. Το κείμενο μας κατατρέχει καθώς μας μιλάει από το παρελθόν, αλλά το παρελθόν στο οποίο νομίζουμε ότι το κείμενο οφείλει την ύπαρξή του δεν έχει καμιά σημασία – δεν χρειάζεται να κατανοηθεί ως έχον προϋπάρξει ως τέτοιο. Με άλλα λόγια: πως μπορεί το παρελθόν να λειτουργήσει ως εξωτερική αναφορά σε σχέση με το κείμενο όταν όλα τα παρελθόντα είναι εξ ορισμού κειμενικά; Φυσικά, ο Ντεριντά, ως έξυπνος «έμπορος ιδεών» ήξερε τι έλεγε και σε ποιους απευθυνόταν. Αυτά όμως σε επόμενο post.
(
συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου