του Fredric Jameson (μτφ. Crying Wolf)
O τίτλος του άρθρου υπόσχεται μια προεπισκόπηση του καινούργιου μου βιβλίου,
Representing Capital. A Reading of Volume One, που είναι ένα ερμηνευτικό σχόλιο πάνω στον Τόμο Ι του
Κεφαλαίου του Μαρξ, μια ανάγνωση κάπως διαφορετική από τις τόσες που έχουν γίνει. Θα πω ορισμένα πράγματα για το βιβλίο και στη συνέχεια θα παραθέσω ορισμένα πρακτικά συμπεράσματα για τις πολιτικές και διανοητικές δυνατότητες του μαρξισμού σήμερα.
Ελπίζω η εργασία μου να μη γίνει κατανοητή ως μια εξ ολοκλήρου «λογοτεχνική» ανάγνωση του
Κεφαλαίου, όχι μόνο γατί οι λίγες ανάλογες απόπειρες είναι είτε αδύναμες γενικές ταξινομήσεις είτε προφανείς σχολιασμοί του στυλ και των μεταφορών του έργου. Αλλά και γιατί ο όρος «λογοτεχνική» ανάγνωση προεξοφλείται ως υποτιμητικός, υποδεικνύοντας ότι αυτοί που συζητούν τις τεχνικές λεπτομέρειες της οικονομικής ανάλυσης του Μαρξ δείχνουν ελάχιστο ενδιαφέρον για πολιτισμικά επιφαινόμενα όπως η σημασία και το κύρος του κειμένου ως τέτοιου.
Είναι αλήθεια ότι το ενδιαφέρον μου για τον τρόπο που παρουσιάζει ο Μαρξ τα στοιχεία του και την ισχύ των νόμων που ισχυρίζεται ότι εξάγει από αυτά, είναι περιορισμένο. Αυτό που με ενδιαφέρει να τονίσω είναι η αναπαράσταση του καπιταλισμού σαν μια ολότητα, σαν μια καταχθόνια μηχανή που μπορεί να περιγραφεί μόνο διαλεκτικά. Θεωρώ ότι η αλήθεια της εργασιακής θεωρίας της αξίας είναι ζήτημα μεταφυσικό και βρίσκω ότι η εφαρμογή του μοντέλου του Μαρξ στο τρέχον, τρίτο ή παγκοσμιοποιημένο ή μεταμοντέρνο, στάδιο του καπιταλισμού έχει μεγάλο ενδιαφέρον και μπορεί να πάρει πολλές μορφές. Ταυτόχρονα, πιστεύω ότι η περιγραφή του κεφαλαίου από τον Μαρξ δικαιώνεται απόλυτα από τις πρόσφατες εξελίξεις και έχει την ίδια δύναμη που είχε πάντα.
Περιορίζω την ανάγνωσή μου στο μέρος του έργου που επεξεργάστηκε και δημοσίευσε ο ίδιος ο Μαρξ, δηλ. στον
Τόμο Ι, και υποστηρίζω ότι παρέχει μια ολοκληρωμένη εικόνα της καπιταλιστικής ολότητας. Για να δικαιολογήσω την προσέγγιση μου (που όπως προείπα δεν θα ήθελα να την αποκαλέσω ακριβώς λογοτεχνική, αν και ορισμένοι θα συνεχίσουν να την χαρακτηρίζουν ως φορμαλιστική) – θα έλεγα ότι για μένα το κεντρικό πρόβλημα του πρώτου τόμου του
Κεφαλαίου είναι πρόβλημα αναπαράστασης: δηλαδή του πώς μπορεί να κατασκευαστεί μια ολότητα από τα επιμέρους ατομικά στοιχεία, τις επιμέρους ιστορικές διεργασίες και τις επιμέρους και κάθε είδους προσλήψεις. Και είναι αλήθεια ιδιαίτερα προβληματική η ορθή περιγραφή μιας ολότητας που, ως σύστημα κοινωνικών σχέσεων, δεν είναι μόνο μη εμπειρική, αλλά είναι και σε πλήρη κίνηση, σε συνεχή επέκταση, σε μια κίνηση προς ολοποίηση η οποία είναι ουσιαστική για την ίδια την ύπαρξή της και βρίσκεται στην καρδιά της ιδιόρρυθμης οικονομικής της φύσης.
Εξίσου σημαντική για αυτή τη δομή είναι και μια διαδικασία αέναης αποσύνθεσης: μια μηχανή που απαραίτητα και αναπότρεπτα τίθεται εκτός λειτουργίας και η οποία, για να διατηρηθεί εν ζωή, αυτοδιορθώνεται μεγεθύνοντας τόσο τον ίδιο της τον εαυτό όσο και το πεδίο ελέγχου της. Πώς ένα τόσο ιδιαίτερο και μοναδικό φαινόμενο μπορεί να αναπαρασταθεί, να γίνει ορατό στη σκέψη μας; Νομίζω μόνο με την εξίσου ιδιαίτερη και μοναδική δύναμη της διαλεκτικής σκέψης, μιας σκέψης που θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένας νέος τύπος σκέψης που ανακαλύφθηκε για να υπερβαίνει τα διλήμματα αναπαράστασης που θέτει η ιδιαίτερη και μοναδική αυτή ολότητα που ονομάζεται κεφάλαιο. Αλλά δεν θα επιχειρήσω εδώ μια εκτενέστερη εκτίμηση και υπεράσπιση της διαλεκτικής.
Θα ξεκινήσουμε με ένα σκανδαλώδη τρόπο: θα αγνοήσουμε ολόκληρο το πρώτο μέρος του βιβλίου. Το οποίο είναι και το πιο διάσημο όλου του έργου και αυτό το οποίο διαβάζει ο καθένας, ακόμα κι αν δεν συνεχίσει παρακάτω. Να πω ότι ο τρόπος αυτός προσέγγισης δεν εμπνέεται ούτε από τον Αλτουσέρ ούτε από τον Κορς, οι οποίοι προέτρεπαν τους πρωτάρηδες και τους εργάτες να ξεκινήσουν την ανάγνωση αγνοώντας τα κεφάλαια του πρώτου μέρους. Κι αυτό γιατί και οι δυο αυτοί στοχαστές ήταν, για διαφορετικούς λόγους, αλλά με την ίδια ένταση, αντίθετοι προς τη διαλεκτική.
Οι λόγοι που με οδήγησαν σ’ αυτό είναι διαφορετικοί, αν και θα συμφωνούσα με τους δυο προαναφερόμενους ότι οι αναγνώστες μπορεί να υπνωτιστούν από τη μορφή του εμπορεύματος, από το φετιχισμό του και τα παρόμοια και σταματήσουν την ανάγνωση. Υπενθυμίζω ότι το πρώτο μέρος είναι αυτό που οι επιμελητές των Grundrisse αποκαλούν «
Το Κεφάλαιο του Χρήματος» (στμ.: για την ελληνική έκδοση Κ. Μάρξ, «
Bασικές Γραμμές της Πολιτικής Οικονομίας-Grundrisse» εκδόσεις Στοχαστής, πρόλογος-μετάφραση-σημειώσεις Διονύσης Λιβάρης, βλ.
εδώ): δεν έχουμε να κάνουμε ακόμη με το κεφάλαιο, το χρήμα εδώ δεν έχει υποστεί την κρίσιμη μεταμόρφωσή του σε κεφάλαιο και στον βαθμό αυτό το πρώτο μέρος αποτελεί κάτι σαν την προϊστορία του καπιταλισμού (όπως, με διαφορετικό τρόπο, το όγδοο μέρος είναι μια προϊστορία της πρωταρχικής συσσώρευσης), οπότε, αυστηρά μιλώντας, η περιγραφή του καπιταλισμού ως τέτοιου από τον Μαρξ μπορεί να περιοριστεί μεταξύ του δεύτερου και του έβδομου μέρους. Φυσικά, σε μια κοινωνία που κυριαρχείται από την εμπορευματοποίηση, οι αναλύσεις του πρώτου μέρους είναι σήμερα πιο σχετικές από πολιτική άποψη, όπως ακριβώς και η πολιτιστική διάσταση είναι πιο σχετική με το τρίτο στάδιο του καπιταλισμού. Παρόλα αυτά, προτείνω, για τυπικούς λόγους, το πρώτο μέρος να θεωρηθεί ως ένα πλήρες έργο από μόνο του, ένα είδος ουβερτούρας στο κύριο έργο ή, καλύτερα, ένα Πρελούδιο (Vorspiel) της τάξης του «
Χρυσού του Ρήνου» μετά το οποίο αρχίζει η κύρια δράση της τριλογίας του «
Δαχτυλιδιού των Νιμπελούνγκεν».
Ένας από τους λόγους παράλειψης του πρώτου μέρους είναι ότι αυτό έχει αποδειχτεί ότι είναι ένα
fausse piste (ψευδές μονοπάτι) ή, όπως το αποκαλεί ο Χάιντεγκερ ένα
Holzweg, ένα μονοπάτι που δεν οδηγεί πουθενά (περισσότερα για το
Holzweg, βλέπε
εδώ).
Το πρώτο μέρος είναι στην ουσία μια επίθεση στην ιδέα της ανταλλαγής, στην εξίσωση που λέει ότι μπορεί να υπάρξει ανταλλαγή ίσων αξιών ή στη θέση ότι η εξίσωση αυτή μπορεί να είναι αντιστρέψιμη. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορεί να υπάρξει το πράγμα αυτό που ονομάζεται τιμή και έτσι το όλο σχέδιο της σοσιαλδημοκρατίας ή της εξισωτικής μεταρρύθμισης του καπιταλισμού καταρρέει. Αυτό το συμπέρασμα μπορεί να είναι πολιτικά παραγωγικό αλλά μας γυρνάει στο σημείο εκκίνησης με ένα μόνο εφόδιο, ένα εφόδιο μεθοδολογικό, το οποίο θα καθοδηγήσει την εκ μέρους μου ανάγνωση του υπόλοιπου
Τόμου Ι. Αμέσως παρακάτω θα σκιαγραφήσω σύντομα την ανάγνωση αυτή.
Θέλω να κατανοήσω την πλοκή του
Κεφαλαίου ως επίλυση ειδικών προβλημάτων, ως ανάλυση ειδικών διλημμάτων. Αλλά όπως ο καπιταλισμός ενέχει πολλά προβλήματα και παράδοξα, οι αναλύσεις αυτές περιλαμβάνουν μια ποικιλία δοκιμαστικών ερευνών και έχουν τη μορφή αλληλοεπικαλυπτόμενων κυμάτων. Το πρόβλημα – ένα παράδοξο, μια απορία, μια αντίφαση – θα διατυπωθεί και στη συνέχεια η λύση του θα φανερωθεί βαθμιαία, όχι όμως χωρίς την ανάδυση ενός άλλου προβλήματος στη θέση αυτού που επιλύθηκε. Έτσι, τη στιγμή που ένα κύμα έχει υποχωρήσει, τη στιγμή που η ορμή του έχει κοπάσει, ένα νέο κύμα υψώνεται και εκδηλώνει την ορμή του: ένα νέο πρόβλημα σηκώνει κεφάλι απαιτώντας ένα νέο σύνολο ερευνών και κεφαλαίων και ενεργοποιώντας μια νέα κίνηση. Με αυτόν τον τρόπο η ανάγνωση αυτή του
Κεφαλαίου θα προσπαθήσει να ταυτοποιήσει το σημείο όπου ανακύπτει ένα νέο αίνιγμα και να υποδείξει πως αυτό επιλύεται και την ίδια στιγμή δημιουργεί ένα καινούργιο. Υπάρχουν πέντε ή έξι κύματα πάνω στα οποία δομείται ο
Τόμος Ι του
Κεφαλαίου ή, με άλλα λόγια, οργανώνεται το σασπένς – πώς να απαντηθεί τώρα αυτό το ερώτημα; - και τα οποία συνιστούν την πλοκή του έργου. (Ελπίζω ότι δεν θα περιπλέξω αυτήν την ανάγνωση του κειμένου αν προσθέσω ότι, από διαλεκτική άποψη, πολλά από αυτά τα προβλήματα είναι ένα και το αυτό πρόβλημα και συνεπάγεται την ίδια απάντηση – αλλά με ένα διαφορετικό πρωτόκολλο, με διαφορετικούς όρους κι από διαφορετική οπτική).
Στο μεταξύ θέλω να επισημάνω μια διαφορετική άποψη αυτής της ανάγνωσης, σύμφωνα με την οποία η δομή που μόλις περιέγραψα διακόπτεται από στιγμές αύξουσας έντασης ή και στιγμές αποκαλυπτικές. Οι τελευταίες δεν είναι αναγκαστικά ίδιες με τις λύσεις των ειδικών προβλημάτων που αναφέρθηκαν προηγουμένως: μπορεί να είναι, όπως και είναι, αλήθειες που αποκαλύπτονται κατά τη διάρκεια αυτών των ερευνών αλλά δεν είναι απαραίτητα ταυτόσημες με τις αναλύσεις από τις οποίες προέκυψαν.
Θέλω, επίσης, να επισημάνω ένα δυϊσμό που υπάρχει στις έρευνες του Μαρξ, ένα δυϊσμό που αφορά τις στιγμές της αύξουσας έντασης ή τις αποκαλυπτικές στιγμές, οι οποίες μερικές φορές εκδηλώνονται σε δυο μορφές – μια θετική και μια αρνητική. Στην πραγματικότητα ο
Τόμος Ι του
Κεφαλαίου έχει δυο διακριτές ανοδικές απολήξεις, τις οποίες θα χαρακτήριζα ως ηρωική και κωμική αντίστοιχα. Τέλος, σε ένα πιο επιφανειακό επίπεδο, θα ήθελα να τονίσω ότι υπάρχουν διαφορετικές ταχύτητες ανάγνωσης που μεταβάλλονται και διαδέχονται η μία την άλλη σε όλο το μήκος του κειμένου και ιδιαίτερα σε τρία πολύ μεγάλα κεφάλαια, και οι οποίες απαιτούν αλλαγή ρυθμού και τροποποίηση των αναγνωστικών μεθόδων. Θα ήταν ιδιαίτερα μακροσκελής και περίπλοκη μια πλήρης παρουσίαση όλων αυτών των θεμάτων στα πλαίσια αυτού του άρθρου, επομένως συγκεφαλαιώνω τη σειρά τους όσο πιο απλά και λιτά μπορώ.
Το πρώτο πρόβλημα έχει να κάνει με το χρήμα, το οποίο θεωρείται ότι έχει λύσει το πρόβλημα της εξίσωσης του πρώτου μέρους (πάνω στα εμπορεύματα): είναι, φυσικά, μια λανθασμένη λύση αφού το χρήμα δεν είναι λύση αλλά μεσολάβηση: είναι ένας δυϊσμός, ένα πράγμα που υποτίθεται ότι εκφράζει μια σχέση, την οποία όμως στην πραγματικότητα υποκρύπτει. Αυτή η μυστηριώδης φύση του χρήματος εξηγεί γιατί τόσες Ουτοπίες, συμπεριλαμβανομένης αυτής του Μορ, οργανώνονται πάνω στην αρχή που λέει ότι η αποδέσμευση από το χρήμα θα επιλύσει μεμιάς όλα τα προβλήματα. Γιατί αν το χρήμα ήταν μια πραγματική λύση, τότε η «δίκαιη τιμή» των εμπορευμάτων και της εργασίας θα ήταν δυνατή και, κατά συνέπεια, θα ήταν δυνατή και η κοινωνική δημοκρατία: θα ήταν δυνατό να φτιάξουμε έτσι τον καπιταλισμό που να μπορούσε να μετασχηματιστεί σε μια δίκαιη κοινωνία.
Από την άλλη μεριά, ούτε το περίφημο σλόγκαν του Προυντόν – η ιδιοκτησία είναι κλοπή – είναι ικανοποιητικό, αφού θεωρεί ότι η ολοκληρωτική απαλλαγή από το χρήμα μέσα σε ένα αναρχικό πνεύμα θα μας απαλλάξει από ένα βαθύτερο πρόβλημα του οποίου το χρήμα είναι απλώς ένα σύμπτωμα. Χρήμα, ιδιοκτησία και καπιταλισμός, εδράζονται σε μια βαθιά δομική αντίφαση ή, τουλάχιστον, σε ένα δομικό παράδοξο (του οποίου την απάντηση την γνωρίζουμε από την εργασιακή θεωρία της αξίας), το οποίο δεν μπορεί να λυθεί ούτε με επιδιορθώσεις ούτε με διατάγματα.
Έτσι, στην αρχή αυτού που αποκαλώ κύριο σώμα του
Κεφαλαίου (από το δεύτερο έως το έβδομο μέρος), πρέπει να επιστρέψουμε στο σημείο εκκίνησης και να ξαναθέσουμε το ερώτημα. Το χρήμα δεν είναι λύση αφού οδηγεί στο νέο και πιο θεμελιώδες ερώτημα, «Πώς το χρήμα δημιουργεί χρήμα;» Και η απάντηση, φυσικά, δεν είναι αυτή που δίνει ο Προυντόν – δηλαδή μέσω εξαπάτησης και κλοπής – ούτε και μπορεί να αναχθεί στην απάντηση του ερωτήματος, «Πως δημιουργούμε κέρδος;» Η απάντηση είναι ακόμη πιο θεμελιώδης: το χρήμα μπορεί να δημιουργήσει χρήμα μόνο αν μετασχηματίζεται σε κάτι πολύ διαφορετικό, δηλαδή σε κεφάλαιο. Κι αυτός είναι ο λόγος που μας ωθεί να ξεκινήσουμε την ανάγνωση από το δεύτερο μέρος του
Κεφαλαίου, αφού εκεί είναι που πρωτοεμφανίζεται το κεφάλαιο.
Όλο το παραπάνω μπορούμε να το επαναδιατυπώσουμε κατά τρόπο μεθοδολογικό: Ο Μαρξ μας δείχνει ότι κέρδος και νέα αξία δεν μπορούν να εξαχθούν από τη διεργασία της κυκλοφορίας. Έτσι, για να μπορέσουμε να λύσουμε την εξίσωση είναι απαραίτητο να προχωρήσουμε προς τη διεργασία της παραγωγής – είναι η διεργασία αυτή όπου το κεφάλαιο μπορεί να παραχθεί.
Έχουμε την κατανάλωση να εμφανίζεται στην πρώτη σελίδα του βιβλίου: είναι η ποιότητα που περιορίζεται για χάρη της ποσότητας, η αξία χρήσης που περιορίζεται για χάρη της ανταλλακτικής αξίας. Έχουμε την κυκλοφορία της οποίας τα διλήμματα απαριθμούνται στο πρώτο μέρος και η οποία κλείνει με τη μη-λύση του χρήματος. Και, τέλος, έχουμε την ίδια την παραγωγή, η οποία γρήγορα θα αποκαλύψει το μυστικό και τη λύση της εργασιακής θεωρίας της αξίας (η οποία εξηγεί και την κατανομή ως τέτοια). Και τα προβλήματα φαίνεται να έχουν λυθεί: γιατί ο Μαρξ δεν τελειώνει εδώ το βιβλίο του.
Το πρόβλημα είναι ότι ξαφνικά έχει μπεί στο παιχνίδι ο χρόνος, με έναν τρόπο ακόμη απλά ποσοτικό και στατικό και όχι διαλεκτικό. Η εργασιακή θεωρία της αξίας οδηγεί σε κάθε είδους υπολογισμό, υπολογισμό για το ποσοστό κέρδους, για τον αριθμό του χρόνου εργασίας, όλοι αυτοί οι ενδιαφέροντες συνδυασμοί μεταβλητών που τρέφουν το χόμπι του Μαρξ, το ενδιαφέρον του για τα μαθηματικά και το λογισμό. Αλλά, ξαφνικά, όλες αυτές έρευνες έρχονται αντιμέτωπες με έναν τοίχο: τα όρια της εργάσιμης ημέρας, τα νόμιμα όρια, τη νομοθεσία που απαιτεί από το εργοστάσιο αυτά τα όρια και, μ’ αυτόν τον τρόπο, περιορίζει από το κεφάλαιο την απαραίτητη γι’ αυτό επέκτασή του.
Φτάνουμε έτσι στο πρώτο από τα τρία, πολλαπλώς αλληλοσχετιζόμενα, μεγάλα κεφάλαια που προανέφερα, που είναι και το πιο διάσημο, δηλαδή το «
Η Εργάσιμη Ημέρα». Στο κεφάλαιο αυτό τίθενται διάφορα προβλήματα, μερικά από αυτά ιδεολογικά – πώς είναι δυνατό οι κυβερνητικοί επιθεωρητές, οι αστοί αξιωματούχοι, να μπορούν να επιβάλλουν μια τέτοια νομοθεσία και ποια είναι η επίδρασή της για το παρόν και το μέλλον της οργάνωσης της εργατικής τάξης; - κι άλλα πιο πρακτικά, όπως ο τρόπος με τον οποίο οι καπιταλιστές καταστρατηγούν με δεξιότητα τα νομοθετημένα όρια. Γιατί πάντα αυτό κάνουν, αλλιώς η κοινωνική δημοκρατία θα ήταν δυνατή.
Έτσι, το όλο επιχείρημα πρέπει να επαναδιατυπωθεί με πιο έντονο τρόπο, τόσο από την πλευρά του προβλήματος όσο κι από την πλευρά της λύσης του: και η απάντηση (η οποία, όπως είδαμε, είναι πάντοτε προσωρινή) παίρνει μια διπλή και αποκαλυπτική μορφή. Η πρώτη από τις δυο αυτές κλιμακώσεις είναι η αποθέωση της συλλογικότητας ή της συνεργασίας όπως ήθελε η γλώσσα της περιόδου εκείνης. «Ένα ελεύθερο δώρο στο κεφάλαιο», θριαμβολογεί ο Μαρξ: η συνεργατική εργασία διαλεκτικώς πολλαπλασιάζει και την αξία και την παραγωγή. Αυτό ήταν, φυσικά, μια ανακάλυψη του Άνταμ Σμιθ, η οποία εδώ γίνεται, κατά κάποιο τρόπο, μια μαρξική μεταφυσική. O μαρξισμός δεν είναι μια αξιοποίηση της παραγωγής αλλά μια αξιοποίηση της συλλογικής παραγωγής: το κεφάλαιο για τη συνεργασία είναι ο καρδιακός παλμός του
Τόμου Ι του
Κεφαλαίου.
Αλλά οι πανηγυρισμοί δεν κρατούν για πολύ. Η διαλεκτική, όπως γνωρίζουμε, είναι η ένωση των αντιθέτων: αυτό που είναι θετικό μπορεί την ίδια στιγμή να εμφανιστεί ως αρνητικό. Η αρχή της συλλογικότητας που είναι ευλογία για την ανθρωπότητα γίνεται ένα πραγματικό τέρας του Φράνκεστάιν όταν μεταμορφώνεται σε μηχανή. Παραλείπω τα περίφημα αποσπάσματα, αλλά το νέο αυτό φαινόμενο μεταμορφώνει το πρόβλημα. Οδηγεί σε μια νέα και πολύ πιο περίπλοκη θεωρία της
χρονικότητας (temporality) και της «εξάλειψης» του παρελθόντος από τον καπιταλισμό αλλά και σε μια εξ ολοκλήρου νέα λύση του προβλήματος της παρεμπόδισης ή παράλυσης της απόλυτης υπεραξίας από τη νέα νομοθεσία – μια θεωρία της αυξανόμενης παραγωγικότητας, της εντατικής παρά εκτατικής παραγωγής αξίας, η οποία θα οριστεί ως «σχετική υπεραξία».
Διαλεκτικώς, ωστόσο, αυτή η λύση – η μηχανή, η βιομηχανική τεχνολογία – με την οποία ο Μαρξ θα μπορούσε επίσης να τελειώσει το βιβλίο του, δημιουργεί ένα ξ ολοκλήρου νέο εννοιολογικό δίλημμα, το οποίο παίρνει δυο μορφές. Η πρώτη: πώς γίνεται και η μηχανή που συντομεύει την εργασία να οδηγεί σε μια τρομερή αύξηση των ωρών εργασίας (ένα γεγονός που δραματοποιείται με την παιδική εργασία);
«
Από δω το οικονομικό παράδοξο, ότι το πιο ισχυρό μέσο συντόμευσης του χρόνου εργασίας μετατρέπεται στο πιο αλάθευτο μέσο για τη μετατροπή όλου του χρόνου ζωής του εργάτη και της οικογένειάς του σε διαθέσιμο χρόνο εργασίας για την αξιοποίηση του κεφαλαίου» (Κ Μαρξ,
Το Κεφάλαιο, Τόμος Ι, σελ 423, μτφ. Παν. Μαυρομμάτης, Σύγχρονη Εποχή 2002)
Ο μηχανισμός εξοικονόμησης εργασίας όφειλε να μειώσει τις ώρες εργασίας και το κάνει με τη μορφή της ανεργίας. Αλλά στην περίπτωση αυτή το δίλημμά μας παίρνει μια διαφορετική μορφή: γιατί, αν η αξία προκύπτει από την εργασία, εσείς (οι καπιταλιστές) αγωνίζεστε με τόσο πάθος να μειώσετε το εργατικό δυναμικό σας; Ο Κενέ είχε θέσει το ερώτημα αλλιώς (μια τρίτη μορφή του διλήμματος):
«
Γιατί ο κεφαλαιοκράτης που νοιάζεται μονάχα για την παραγωγή ανταλλακτικής αξίας, προσπαθεί να κατεβάσει την ανταλλακτική αξία των εμπορευμάτων»; (
Το Κεφάλαιο, σελ 335)
Όσον αφορά τη θεωρία της χρονικότητας, έχουμε ένα εκπληκτικό και κατά πολύ απρόσμενο αποτέλεσμα. Ο Μαρξ (ξεκινώντας το έβδομο μέρος) ξαφνικά κάνει μια παύση και μας δίνει ένα εξ ολοκλήρου νέο πρόγραμμα για το τρίτομο σχέδιο που είχε στο μυαλό του για το
Κεφάλαιο, χωρίζοντας την παρουσίαση του σε τρεις διαφορετικές χρονικότητες της παραγωγής. Αλλά, επιπλέον, στο σημείο αυτό γίνεται ξεκάθαρη η όλη διαδικασία και ο Μαρξ ορίζει σε σαφήνεια «
Το Προτσές Συσσώρευσης του Κεφαλαίου», τον «απόλυτο» νόμο όπως τον αποκαλεί.
«
Όσο μεγαλύτερος είναι ο κοινωνικός πλούτος, το κεφάλαιο που λειτουργεί, η έκταση και η ένταση της αύξησής του, επομένως και το απόλυτο μέγεθος του προλεταριάτου και η παραγωγική δύναμη της εργασίας του, τόσο μεγαλύτερος ο βιομηχανικός εφεδρικός στρατός» (
Το Κεφάλαιο, σελ 667)
Όταν θυμόμαστε ότι αυτός ο όρος, «βιομηχανικός εφεδρικός στρατός», σημαίνει απλά την ανεργία, έχουμε το διαλεκτικό παράδοξο σε μια πιο δραματική και κατανοητή μορφή. Σημαίνει απλά ότι ο απόλυτος νόμος του καπιταλισμού είναι η ταυτόχρονη αύξηση του πλούτου και της παραγωγικότητας από τη μια μεριά και της ανεργίας από την άλλη.
Τώρα μπορούμε να κάνουμε ένα βήμα πίσω και να αποτιμήσουμε το όλο νόημα και την ιδέα του
Κεφαλαίου. Η εννοιολογική του κλιμάκωση κορυφώνεται με τη θέση ότι ο βιομηχανικός καπιταλισμός δημιουργεί μια υπερβολική ποσότητα μη υπενδεδυμένου κεφαλαίου από τη μια μεριά και μια ολοένα αυξανόμενη μάζα ανέργων από την άλλη: μια κατάσταση που βλέπουμε να επιβεβαιώνεται απόλυτα στην τρέχουσα κρίση του τρίτου σταδίου του καπιταλισμό, δηλαδή στον χρηματοπιστωτικό καπιταλισμό.
Ακολουθούν ορισμένα πορίσματα, τα οποία οι ορθόδοξοι μαρξιστές θα τα βρουν σκανδαλώδη. Πρώτον, θα έλεγα ότι το
Κεφάλαιο δεν αφορά την εργασία αλλά την υπεραπασχόληση, όπως αυτή εκδηλώνεται στο απάνθρωπα υψηλό ωράριο των εργαζομένων και, στην περίπτωση που αυτό φτάσει στα όρια του, στην παιδική εργασία. Εδώ δεν γίνεται πουθενά λόγος για τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να οργανώνεται η εργασία, όπως, π.χ., στο κλασικό βιβλίο του Χάρι Μπρέιβερμαν «
Εργασία και Μονοπωλιακό Κεφάλαιο». Ακόμη, θα ήταν λάθος να θεωρήσουμε ότι η ιστορική εξέλιξη έχει καταστήσει αυτήν την θεώρηση της καπιταλιστικής ολότητας απαρχαιωμένη: αντίθετα, αυτό που διακρίνει την παρούσα φάση του κεφαλαίου από την εποχή του Μαρξ σκιαγραφείται ξεκάθαρα και είναι ανοιχτό σε μελλοντικές του εκδηλώσεις. Κι οι εκδηλώσεις αυτές είναι η πίστωση και το χρηματοοικονομικό κεφάλαιο από τη μια μεριά και ο ιμπεριαλισμός από την άλλη (οι περιγραφές του ιμπεριαλισμού από τον Μαρξ αγγίζουν, όπως θα δούμε, με ουσιαστικό τρόπο αποικίες όπως η Αυστραλία αν και μπορεί κανείς να επεκτήνει τα συμπεράσματα πάνω στην πρωτογενή συσσώρευση και σε αυτό που ονομάζουμε ιμπεριαλισμό σήμερα).
Επομένως, τείνω να καταλήξω ότι το
Κεφάλαιο δεν είναι ένα πολιτικό βιβλίο: η αποτίμηση που κάνει για το κεφάλαιο δεν έχει πολιτικές συνέπειες, εκτός από μια υπόδειξη για την οργάνωση των εργατών. Δεν δίνει περιγραφές του σοσιαλισμού αν εξαιρέσουμε ένα υποθετικό παράδειγμα μιας κοινωνίας συνεργαζόμενων εργατών στο πρώτο μέρος.
Αλλά ας εξηγηθώ καλύτερα.
(
συνεχίζεται)