του Fredric Jameson (μτφ. Crying Wolf)
Οποιαδήποτε παραλλαγή του σημερινού μαρξιστικού κινήματος, από τη σοσιαλδημοκρατία έως το λενινισμό, το μαοϊσμό και τον αναρχισμό ακόμη, είναι σημαντικός υποψήφιος στην ατζέντα του Μαρξ, μια ατζέντα η οποία έχει αλλάξει αφού έχει αλλάξει και η ιστορική κατάσταση και ο τρόπος ανάπτυξης του καπιταλισμού. Αλλά μέσα στο Κεφάλαιο δεν υπάρχει συνηγορία υπέρ κάποιου πολιτικού προγράμματος ή στρατηγικής. Το Κεφάλαιο είναι ένα επιστημονικό (με την αλτουσεριανή έννοια) και όχι ένα ιδεολογικό κείμενο.
Μίλησα για δυο κειμενικές κλιμακώσεις και είναι ώρα να τις δείξω προς επίρρωση του ισχυρισμού μου: η πρώτη, η ηρωϊκή, εκδηλώνεται με το ιστορικό συμπέρασμα αυτού που έχω αποκαλέσει κύριο σώμα του κειμένου και συνοψίζεται, σαν ένα σφυροκόπημα του Μπετόβεν, στις περίφημες φράσεις:
«Το μονοπώλιο του κεφαλαίου μετατρέπεται σε δεσμά του τρόπου παραγωγής που άνθισε μαζί του και κάτω απ’ αυτό. Η συγκεντρωποίηση των μέσων παραγωγής και η κοινωνικοποίηση της εργασίας φτάνουν σε ένα σημείο, όπου δε συμβιβάζονται με το κεφαλαιοκρατικό τους περίβλημα. Το περίβλημα αυτό σπάει. Σημαίνει το τέλος της κεφαλαιοκρατικής ατομικής ιδιοκτησίας. Οι απαλλοτροιωτές απαλλοτροιώνονται» (Το Κεφάλαιο, σελ 787)
Τίποτε δεν λέγεται εδώ για τον τρόπο που ο σοσιαλισμός αντικαθιστά τον καπιταλισμό, όλα οι επαναστατικές δυνατότητες παραμένουν ανοιχτές στο στάσιο αυτό. Το μόνο που θα μπορούσε κανείς να πεί είναι ότι, στο σημείο αυτό, το 1867, ο Μαρξ προβλέπει έναν πιο κοντινό χρονικό ορίζοντα συγκριτικά με δέκα χρόνια πριν, όταν διαβεβαίωναι στις Bασικές Γραμμές της Πολιτικής Οικονομίας ότι η σοσιαλιστική επανάσταση δεν μπορούσε να λάβει χώρα παρά μόνο όταν η εμπορευματοποίηση της εργασίας γίνει καθολική, δηλαδή όταν η παγκόσμια αγορά αγγίξει τον κορεσμό. Και προς υπεράσπιση του Μαρξ θα μπορούσε κάποιος να θυμηθεί ότι το 1867 ήμασταν στις παρανονές ενός οιονεί παγκοσμίου πολέμου, στις παραμονές της σύγκρουσης των δυο ισχυρότερων εθνικών καπιταλισμών στον γαλλοπρωσικό πόλεμο και στις παραμονές της Παρισινής Κομμούνας. Οι κεραίες του Μαρξ δεν λάμβαναν και τόσο λανθασμένα μηνύματα.
Και τώρα πρέπει να παραθέσω την άλλη, εναλλακτική κειμενική κλιμάκωση, την κωμική. Στην δεύτερη αυτή εκδοχή του τελικού συμπεράσματος του Κεφαλαίου, ο καπιταλισμός απλά καραρρέει:
«Μας λεέι με παράπονο πως ο κύριος Πηλ πήρε μέσα συντήρησης και μέσα παραγωγής αξίας 50000 λιρών από την Αγγλία και τα μετέφερε στο Σβαν-Ρίβερ της Νέας Ολλανδίας (στμ.:παλιότερη ονομασία της Αυσταλίας). Ο κύριος Πηλ ηταν τόσο προβλεπτικός, που πήρε μαζί του 3000 άτομα της εργαζόμενης τάξης, άνδρες γυναίκες και παιδιά. Όταν έφτασε όμως στον τόπο του προορισμού του, «ο κύριος Πηλ έμεινε χωρίς υπηρέτη να του στρώνει το κρεβάτι ή να του κουβαλάει νερό από το ποτάμι». Τον καημένο τον κύριο Πηλ, που όλα τα πρόβλεψε, εκτός από την εξαγωγή των αγγλικών σχέσεων παραγγωγής στον Σβαν-Ρίβερ» (Το Κεφάλαιο, σελ 791)
Το φαιδρό θέαμα 3000 μελλοντικών εργατών που εξαφανίζονται μέσα στoυς αγρούς είναι μια ακόμη δυνατότητα κατάρρευσης του συστήματος, μια συμφωνία της κοινωνίας, όπως το θέτει ο Καντ, να διαλύσει το κοννωικό συμβόλαιο και να διασκορπιστεί. Είναι, χωρίς αμφιβολία, η αναρχική λύση. Αλλά σας υπενθυμίζω ότι και οι δυνατότητες – ο θρίαμβος του σοσιαλισμού και η διάλυση της κοινωνίας – προλέγονται ήδη στο Μανιφέστο:
«Ελεύθερος και δούλος, πατρίκιος και πληβείος, βαρόνος και δουλοπάροικος, μάστορας και κάλφας, με μια λέξη, καταπιεστής και καταπιεζόμενος, βρίσκονταν σε ακατάπαυστη αντίθεση μεταξύ τους, έκαναν αδιάκοπο αγώνα, πότε καλυμμένο, πότε ανοιχτό, έναν αγώνα που τελείωνε κάθε φορά με έναν επαναστατικό μετασχηματισμό ολόκληρης της κοινωνίας ή με την από κοινού καταστροφή των τάξεων που αγωνίζονταν»
Πολύ συχνά έχει εκφραστεί το παράπονο ότι ο μαρξισμός είναι μια καθαρά οικονομική θεωρία που δεν αφήνει πολύ χώρο για μια κατάλληλη πολιτική θεωρία. Πιστεύω ότι αυτή είναι η δύναμη του μαρξισμού και ότι η πολιτική θεωρία και η πολιτική φιλοσοφία είναι πάντα επιφαινόμενα. Η πολιτική μπορεί να είναι υπόθεση ενός αέναου οπορτουνισμού, αλλά όχι κάθε θεωρίας ή φιλοσοφίας. Και οι τρέχουσες προσπάθειες επαναπροσδιορισμού της μαζικής δημοκρατίας με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, είναι, κατά τη γνώμη μου, περισπασμοί από τον κεντρικό ζήτημα το οποίο είναι η φύση και η δομή του καπιταλισμού. Δεν μπορούν να υπάρξουν ικανοποιητικές πολιτικές λύσεις ή πολιτικά συστήματα, αλλλά μπορούν να υπάρξουν καλύτερεςς οικονομικές λύσεις και μαρξιστές και αριστεροί πρέπει να επικεντρωθούν σ΄αυτές.
Η ισότητα αυτή μου φαίνεται ότι σημαίνει το τέλος της φιλελεύθερης έννοιας της κοινοβουλευτικής ή αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, αυτού του κοινωνικού δημοκρατικού ιδεώδους στο οποίο η αριστερά πάντοτε ασκούσε κριτική και το αποδοκίμαζε. Αλλά θα ήθελα να προειδοποιήσω ότι τα καινούργια προγράμματα και ιδεώδη της αριστεράς δεν είναι λιγότερο ευπρόσβλητα. Οι αρχές αυτές δεν αποτελούν λύσεις για το νέο κόσμο της πολλαπλότητας αλλά, μάλλον, συμπτώματά του: εκφράζουν απλως την ανάδυση της πολλαπλότητας και δεν αποτελούν χρήσιμες ή πρακτικές πολιτικές λύσεις ή στρατηγικές. Κι επειδή αυτή η προφανής επίθεση στη δημοκρατία μπορεί να φαίνεται σκανδαλώδης ή και αντιδραστική, αισθάνομαι την ανάγκη να συνεχίσω τη σκέψη μου πάνω σ΄αυτήν την κατεύθυνση.
Η οποία ξεκινά με την αρχική πεποίθηση ότι ο μαρξισμός δεν είναι μια πολιτική φιλοσοφία αλλά μια οικονομική. Δεν πρόκειται για έναν πολιτικό ριζοσπαστισμό αλλά για έναν οικονομικό. Μας υποκινεί, όχι στην διεκδίκηση ή το μετασχηματισμό της πολιτικής εξουσίας αλλά, μάλλον, στην αλλαγή και το μετασχηματισμό του καπιταλισμού, στην αλλαγή του συνολικού πολιτικού μας συστήματος. Μια φιλοδοξία πολύ πιο ριζοσπαστική, η οποία συνεπάγεται πολιτικές τακτικές οι οποίες μπορούν να πάρουν διαφορετικές μορφές ανάλογα με τη συγκυρία.
Είναι πιθανόν όλα τα παραπάνω να γίνουν σαφέστερα αν επικαλεστώ το έργο πάνω στις Ουτοπίες και προσθέσω μια ομάδα νέων συμπερασμάτων σε όσα έλεγα εκεί. Όπου κατέληγα σε δυο ειδών αντιθέσεις. Η πρώτη αντίθεση ήταν αυτή μεταξύ των Ουτοπικών μοντέλων/σχεδίων και της ανάγκης για Ουτοπία. Τα Ουτοπικά μοντέλα/σχέδια αφορούσαν τις διάφορες υποδείξεις που υπάρχουν σε σχετικά κλασικά κείμενα όπως και στις διάφορες ιστορικές προσπάθειες που έγιναν για την πραγματοποίηση της Ουτοπίας μέσω επαναστατικής πρακτικής. Η ανάγκη για Ουτοπία αφορούσε τον πάντοτε παρόντα, συχνά υποσυνείδητο πόθο για ριζοσπαστική αλλαγή και μετασχηματισμό, πόθος που συμβολοποιείται στα πάντα που μας περιτριγυρίζουν: από την κουλτούρα και την καθημερινή ζωή ως τις επίσημες πολιτικές δραστηριότητες και στις στοχοθετημένες πράξεις.
Τώρα θέλω να επαναορίσω αυτές τις δυο διαφορετικές εκδηλώσεις της Ουτοπίας με έναν νέο και διαυγέστερο τρόπο. Γιατί έχω συνειδητοποιήσει ότι τα Ουτοπικά κείμενα (όπως και επαναστάσεις) είναι εξ ολοκλήρου πολιτικής φύσης. Όλα τους ενσωματώνουν τεχνικές με πιθανά πολιτικά σχήματα του μέλλοντος, νέες μορφές διακυβέρνησης, νέους κανόνες και νόμους (ή την απουσία τους), εν ολίγοις είναι μια ατέρμονη ροή επινοήσεων, πρωτοποριακών και αρχέγονων ταυτόχρονα, σχεδιασμένων ως λύσεις προβλημάτων που υπάρχουν σε πολιτικό επίπεδο. Για να δώσω ένα παράδειγμα, θεωρώ ότι το πρώτο ουτοπικό διάβημα που έγινε από τον Τόμας Μόρ και αφορούσε την κατάργηση του χρήματος (σε καμιά περίπτωση συμβατή με τον ίδιο και το κοινωνικό του στάτους) δεν ήταν οικονομικό στην ουσία του αλλά πολιτικό και αφορούσε την επίλυση άμεσων κονωνικών προβλημάτων.
Εάν έτσι έχουν τα πράγματα, πρέπει από την άλλη μεριά να παραδεχτώ ότι η ανάγκη για Ουτοπία είναι ξεκάθαρα οικονομική, και οτιδήποτε υπάρχει εντός της, από το μετασχηματισμό των προσωπικών σχέσεων έως αυτόν των σχέσεων παραγωγής, την ιδιοκτησία και την ίδια τη ζωή, είναι μια προσπάθεια να φανταστούμε τη ζωή μέσα σε έναν άλλο τρόπο παραγωγής, δηλαδή με΄σα σε ένα άλλο οικονομικό σύστημα.
Η δεύτερη αντίθεση έχει να κάνει με αυτό που μπορούμε να φανταστούμε και με αυτό που δεν μπορούμε, με τη σκανδαλώδη θέση ότι η Ουτοπία δεν περιέχει το μέλλον αλλά είναι κάτι που μας βοηθάει να αντιληφθούμε τα όρια των οραμάτων μας για το μέλλον και την ικανότητα μας να οραματιστούμε ένα ριζικά διαφορετικό μέλλον. Ισχυρίζομαι ότι η Ουτοπία είναι η ριζική διαταραχή της ιστορικής μας αίσθησης και η διάρρηξη του μέσου με το οποίο προσεγγίζουμε μια σκέψη ριζικής ή απόλυτης ρήξης με το παρόν μας και με το σύστημα αυτού του παρόντος. Αλλά όταν ένα Ουτοπικό σχέδιο φαίνεται εφικτό, όταν φαίνεται ότι μπορεί να αποτελέσει ένα πρακτικό πολιτικό πρόγραμμα για τον κόσμο μας εδώ και τώρα, παύει να είναι Ουτοπικό με οποιαδήποτε έννοια.
Τώρα θα επαναταυτοποίησω τις παραπάνω σκέψεις με μια από τις βασικές θέσεις της μαρξιστικής παράδοσης, τη διάκριση μεταξύ των δυο σταδίων της κοινωνικής επανάστασης ή, αν προτιμάτε, τη διαφορά μεταξύ της δικτατορίας του προλεταριάτου (την οποία ερμηνεύω ως κοινωνική δημοκρατία) και του κομμουνισμού. Και θα καταλάβετε ότι αυτή η διάκριση μεταξύ πολιτικής και οικονομίας, μεταξύ της εφικτής Ουτοπίας και της βαθιά υποσυνείδητης ανάγκης για απόλυτη Ουτοπία, είναι η διάκριση μεταξύ της κοινωνικοδημοκρατικής και της κομμυνιστικής στιγμής.
Ο κομμουνισμός μπορεί να τεθεί μόνο ως μια ριζική, ακόμη κι ακατανόητη ρήξη, ενώ ο σοσιαλισμός είναι στην ουσία μια πολιτική διεργασία μέσα στο ιστορικό παρόν, μέσα στο σύστημά μας, δηλαδή μεσα στον ίδιο τον καπιταλισμό. Ο σοσιαλισμός είναι το όνειρο του καπιταλισμού για ένα τέλειο σύστημα. Ο κομμουνισμός είναι η αδιανόητη εκπλήρωση ενός εναλλακτικού κόσμου που δεν μπορούμε ούτε να τον φανταστούμε.
Έτσι, αν η Ουτοπία είναι αυτό που μας επιτρέπει να γνωρίσουμε τα απόλυτα όρια της παροντικής σκέψης μας, τότε τα όρια αυτά είναι τα όρια και η αντίφαση που οφείλουμε να αντιμετωπίσουμε. Τη αντίφαση αυτή την έχω αλλού περιγράψει ως αντίφαση μεταξύ Ουτοπίας και Κυνικού Λόγου. Κι έτσι, η αντίφαση αυτή δίνει το δικό της σλόγκαν: Κυνισμός της Νόησης, Ουτοπισμός της Βούλησης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου