Μεταγνώσεις

«Ηταν οι καλύτερες μέρες, ήταν οι χειρότερες μέρες, ήταν τα χρόνια της σοφίας, ήταν τα χρόνια της άνοιας, ήταν η εποχή της πίστης, ήταν η εποχή της ολιγοπιστίας, η εποχή του Φωτός και η εποχή του Σκότους, ήταν η άνοιξη της ελπίδας και ήταν ο χειμώνας της απελπισίας, είχαμε μπρος μας τα πάντα, είχαμε μπρος μας το τίποτε, πηγαίναμε όλοι στον Παράδεισο, πηγαίναμε όλοι στο αντίθετό του»
Ch Dickens, A Tale of Two Cities

«Εσύ κι εγώ Ζόιντ, είμαστε σαν τον Μπιγκ Φουτ. Οι καιροί περνούν, εμείς ποτέ δεν αλλάζουμε…»
Τ Πύντσον, Vineland

«Οι άνθρωποι κάνουν την ίδια τους την Ιστορία, δεν την κάνουν όμως κάτω από ελεύθερες συνθήκες, που διάλεξαν μόνοι τους, μα κάτω από συνθήκες που βρέθηκαν άμεσα, που δόθηκαν και κληρονομήθηκαν από το παρελθόν.»
K Μαρξ, Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη

«Αυτοί που ελέγχουν το Μικροσκοπικό, ελέγχουν τον κόσμο»
Τ Πύντσον,
Mason & Dixon

Τρίτη 23 Δεκεμβρίου 2014

Πολιτιστική Βιομηχανία: Τρεις αιώνες ψεκασμού, σκουπίσματος, τελειώματος





Από τα χρόνια του ρομαντισμού έως και σήμερα, επισημαίνεται η «δολιότητα» της πολιτιστικής βιομηχανίας και των επιδερμικών προϊόντων της, με αποκορύφωμα το περίφημο ομώνυμο κεφάλαιο των Αντόρνο και Χορκχάιμερ στη «Διαλεκτική του Διαφωτισμού» (Πολιτιστική βιομηχανία. Ο διαφωτισμός ως μαζική απάτη).(σ.σ.: Το δοκίμιο αυτό, γραμμένο από κουλτουριάρηδες αστούς μεταμαρξιστές, διατηρεί τη δύναμή του και με ορισμένες επεκτάσεις/προσθήκες εφαρμόζει και στη διαδικτυακή οιονεί πραγματικότητα. Απαραίτητο ανάγνωσμα για τους πάσης φύσεως και θέσεως κουλτουριάρηδες).


Τα αποτελέσματα όλων αυτών των κριτικών επισημάνσεων ήταν, σε ουσιαστικό επίπεδο, πενιχρά. Ακόμη κι έτσι, καλό είναι να τις ξαναδιαβάζουμε.


Αρχίζοντας από τον Χάινριχ Χάινε που στο δοκίμιό του "The Romantic School" (1833), έγραφε:


«[…] Ανάμεσα στους μιμητές του Φουκέ, όπως κι ανάμεσα στους μιμητές του Γουόλτερ Σκοτ,
ο απεικονιστικός μανιερισμός – όχι η εσώτερη φύση των ανθρώπων και των πραγμάτων αλλά η αμφίεση και η εξωτερική εμφάνιση – έφτασε σε ακόμη μεγαλύτερες ακρότητες. Η ρηχή αυτή τέχνη και το αλλοπρόσαλλο στυλ είναι ακόμη της μόδας στη Γερμανία, όπως είναι και στην Αγγλία και τη Γαλλία. Ακόμη κι όταν η απεικόνιση δεν τείνει να δοξάσει την εποχή της ιπποσύνης αλλά ασχολείται με σύγχρονα θέματα, ο μανιερισμός αυτός υπάρχει και επικεντρώνει όχι στα ουσιαστικά θέματα των φαινομένων αλλά το επιφανειακό και το τυχαίο. Αντί για γνώση του ανθρώπινου είδους, οι σύγχρονοι μυθιστοριογράφοι μας επιδεικνύουν μια βαθιά εξοικείωση με τα ρούχα. Προφανώς δικαιολογούν τους εαυτούς τους βασιζόμενοι στο “Ο άνθρωπος είναι τα ρούχα του”».


Περνάμε στον Γκ. Λούκατς ("The Old Culture and the New Culture"), 1919):

«[…] Σαν συνέπεια της παραγωγής για την αγορά – χωρίς την οποία η καπιταλιστική αναστάτωση της αγοράς θα ήταν αδιανόητη – προτιμούνται στη δημιουργία προϊόντων τα νεωτεριστικά, εντυπωσιακά και επιδεικτικά στοιχεία, ενώ δεν παίρνεται υπόψη η ανύψωση ή ο υποβιβασμός της αυθεντικής ενυπάρχουσας αξίας του προϊόντος. Η πολιτιστική αντανάκλαση αυτής της αναστάτωσης είναι το φαινόμενο που συνήθως αποκαλούμε μόδα. Ωστόσο, η μόδα και η κουλτούρα υποδηλώνουν έννοιες, οι οποίες, από την ίδια τους την ουσία αλληλοαποκλείονται. Η κυριαρχία της μόδας σημαίνει ότι η μορφή, η ποιότητα του προϊόντος που φτάνει στην αγορά, μεταβάλλεται με μια σύντομη περιοδικότητα, ανεξάρτητα αν διατηρούσε ή όχι μια αξία από την άποψη της ομορφιάς ή της χρήσης του… Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να εξασθενίζει σιγά σιγά κάθε οργανική ανάπτυξη, και στη θέση της να εμφανίζεται μια δραστηριότητα που παραπαίει χωρίς κατεύθυνση και ένας κενός και θορυβώδης ντιλεταντισμός».


Φτάνουμε στους δυο φίλους («Διαλεκτική του Διαφωτισμού», 1944):

«[…] Στο πλαίσιο της επίσημης ραδιοφωνίας όμως κάθε ίχνος αυθορμητισμού του κοινού καθοδηγείται και απορροφάται από κυνηγούς ταλέντων, διαγωνισμούς μπροστά στο μικρόφωνο και κάθε είδους πατρονευόμενες εκδηλώσεις, μέσω διαλογών από ειδικούς. Τα ταλέντα ανήκουν στο κύκλωμα πολΰ πριν αυτό τα παρουσιάσει: αλλιώς δεν θα εντάσσονταν με τόσο ζήλο. Η ψυχοσύνθεση του κοινού, που φαινομενικά και πραγματικά ευνοεί το σύστημα της πολιτιστικής βιομηχανίας, είναι μέρος του συστήματος και όχι δικαιολόγηση του. Όταν ένας κλάδος της τέχνης ακολουθεί την ίδια συνταγή με έναν άλλο που έχει πολΰ διαφορετικό μέσον έκφρασης και υλικό όταν τελικά ο κόμβος της δραματικής πλοκής στις ραδιοφωνικές «σαπουνόπερες» γίνεται παιδαγωγικό υπόδειγμα υπερνίκησης τεχνικών δυσκολιών, που ξεπερνιούνται παρόμοια, είτε πρό κειται για «jam sessions* είτε για τις πιο επίσημες εκδηλώσεις της τζαζ, ή όταν παραβιάζουσα «διασκευή» ενός μέρους μιας συμφωνίας του Μπετόβεν γίνεται με τον ίδιο τρόπο όπως η αντίστοιχη ενός μυθιστορήματος του Τολστόι για τον κινηματογράφο, τότε η αναδρομή σε αυθόρμητες επιθυμίες του κοινού αποδεικνύεται κούφια πρόφαση. Περισσότερο πλησιάζει την πραγματικότητα η εξήγηση η οποία τονίζει το ίδιον βάρος του τεχνικού και στελεχικού ιστού, ο οποίος πρέπει βέβαια να κατανοηθεί μέχρι την παραμικρή του λεπτομέρεια ως μέρος του οικονομικού μηχανισμού επιλογής. Εδώ πρέπει να προστεθεί η συμφωνία ή τουλάχιστον η κοινή αποφασιστικότητα των κατόχων της εκτελεστικής εξουσίας να μην παράγουν ή να μην αφήνουν να περάσει τίποτε που δεν μοιάζει με τους πίνακες τους, με τη δική τους ιδέα περί καταναλωτών και προπάντων με αυτούς τους ίδιους».


Και καταλήγουμε στον Ρόμπερτ Κουρτς συγγραφέα του Schwarzbuch Kapitalismus: ein Abgesang auf die Marktwirtschaft (Η Μαύρη Βίβλος του Καπιταλισμού: Ένας Αποχαιρετισμός στην Οικονομίατης Αγοράς (1999), αμετάφραστου στα αγγλικά και τις λοιπές γλώσσες (πλην ισπανικών και πορτογαλικών), σε αντίθεση με την διαβόητη Μαύρη Βίβλο του Κομμουνισμού (1997) που επιμελήθηκε ο Στεφάν Κουρτουά και η οποία μεταφράστηκε σε όλες τις γλώσσες του κόσμου, υμνήθηκε ως τελική ταφόπλακα της μιαρής αυτής ιδεολογίας και πούλησε εκατομμύρια αντίτυπα. Η ελληνική έκδοση (2001, μτφ Αλ. Εμμανουήλ &Αγγ.Ξύδη) υμνήθηκε από τους ντόπιους τροβαδούρους του φιλελευθερισμού (παλιού και νέου), Δημ. Δημητράκο και Ριχ. Σωμερίτη).


Από το The culture industry in the 21st century (2012):

«[…] Έχει επανειλημμένα ειπωθεί, κι όχι μόνο από το συντηρητικό στρατόπεδο, ότι η αναγωγή των αντικειμένων στη φαινομενολογία και, εν τέλει, στην εξωτερική τους εμφάνιση, κάτι σαν ένα φορμαλισμό που είναι ταυτόχρονα και επιστημικός και αισθητικός, αποτελεί ένα αναμφίβολο σημάδι πολιτιστικής και κοινωνικής παρακμής και μια διεργασία αποσύνθεσης, είτε ενός κοινωνικού μορφώματος είτε μιας εποχής είτε ενός πολιτισμικού προτύπου είτε μιας ιδιαίτερης σχολής σκέψης. Σε ότι αφορά το θέμα μας, δεν μιλάμε απλά για το απόλυτο μοντέλο της μετανεωτερικότητας αλλά για το γεγονός ότι αποτελεί το, από κάθε άποψη, απόλυτο μοντέλο της καπιταλιστικής νεωτερικότητας. Η μεταμοντέρνα αμφίεση δεν αντιπροσωπεύει τίποτε περισσότερο από ένα μεσοαστικό πανηγύρι σε ολέθριους καιρούς, ένα πανηγύρι που δεν είναι τόσο ασήμαντο αλλά είναι, μάλλον, πολύ βαρετό. Κι ακόμη και σήμερα, παρά το βίαιο ξέσπασμα της κρίσης, δε φαίνεται να είναι πολλά αυτά που έχουν αλλάξει στο ιδεολογικό υποσυνείδητο του μεταμοντέρνου κοινωνικού χαρακτήρα. Κι όσο περισσότερο επικαλείται τη «δημιουργικότητα» τόσο περισσότερο προωθεί την προβολή της τυχαιότητας και της εξωτερικής εμφάνισης. Δεν πρόκειται για τη δημιουργία κάτι του καινούργιου που εκφράζεται συναισθηματικά ενάντια στην απολυτότητα του ουσιώδους αλλά για μια απομάκρυνση από το αρνητικό και ολοκληρωτικά μίζερο ουσιώδες της δικιάς του πραγματικότητας. Υπόσταση της πολιτιστικής και μεθοδολογικής επίστρωσης είναι η εκλογίκευση της έλλειψης διαφοροποίησης, δηλαδή η γενική κοινωνική μορφή που υπερτίθεται ως ουσιαστικό περιεχόμενο και στο οποίο η πολιτιστική βιομηχανία είναι μονίμως προσηλωμένη. Αυτό που σημαίνει η «αστικότητα» ως κατάλληλη εφαρμογή στην κυρίαρχη πολιτιστική σφαίρα, δεν είναι μια συντηρητική έκφραση της “κουλτούρας των φιλολόγων” αλλά ο εμπορευματικός χαρακτήρας των προϊόντων της σφαίρας αυτής, ο οποίος τα ενσωματώνει στο βασίλειο της «αφηρημένης εργασίας» και, κατά συνέπεια, εκφυλίζει την κουλτούρα σε ένα αφηρημένο συστατικό της μεταμόρφωσης του κεφαλαίου, σε κάτι σαν το σχεδιασμένο έπιπλο, σαν τη σχεδιασμένη τροφή. Οι πρωταγωνιστές της στις περιπτώσεις αυτές είναι αδιάφοροι για το αν η κουλτούρα είναι κάτι το σοβαρό ή μια απλή διασκέδαση.»



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου