Μεταγνώσεις

«Ηταν οι καλύτερες μέρες, ήταν οι χειρότερες μέρες, ήταν τα χρόνια της σοφίας, ήταν τα χρόνια της άνοιας, ήταν η εποχή της πίστης, ήταν η εποχή της ολιγοπιστίας, η εποχή του Φωτός και η εποχή του Σκότους, ήταν η άνοιξη της ελπίδας και ήταν ο χειμώνας της απελπισίας, είχαμε μπρος μας τα πάντα, είχαμε μπρος μας το τίποτε, πηγαίναμε όλοι στον Παράδεισο, πηγαίναμε όλοι στο αντίθετό του»
Ch Dickens, A Tale of Two Cities

«Εσύ κι εγώ Ζόιντ, είμαστε σαν τον Μπιγκ Φουτ. Οι καιροί περνούν, εμείς ποτέ δεν αλλάζουμε…»
Τ Πύντσον, Vineland

«Οι άνθρωποι κάνουν την ίδια τους την Ιστορία, δεν την κάνουν όμως κάτω από ελεύθερες συνθήκες, που διάλεξαν μόνοι τους, μα κάτω από συνθήκες που βρέθηκαν άμεσα, που δόθηκαν και κληρονομήθηκαν από το παρελθόν.»
K Μαρξ, Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη

«Αυτοί που ελέγχουν το Μικροσκοπικό, ελέγχουν τον κόσμο»
Τ Πύντσον,
Mason & Dixon

Κυριακή 9 Νοεμβρίου 2014

Ο καπιταλισμός και η γέννηση των σύγχρονων σπορ



του Tony Collins (από το βιβλίο του «Sport in Capitalist Society. A short History», Routledge, 2013. Μτφ. Crying Wolf)



Τα ανθρώπινα πλάσματα μπορούν να θεωρηθούν και να αναλυθούν, χωρίς σημαντικό σφάλμα, ως αναβάτες, ο καθένας εκ των οποίων τρέχει στο δικό του αγώνα με στόχο το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα.

Ανώνυμος, 1793 (1)

Οι άνθρωποι πάντοτε έπαιζαν παιχνίδια. Η τάση για παιχνίδι είναι τόσο σημαντική στον ανθρώπινο πολιτισμό όσο και η επιθυμία για τραγούδι, για ζωγραφική και για ιστορίες. Το παιχνίδι ως μορφή φυσικής χαράς, συναδελφικότητας ή απλής ευχαρίστησης, υπάρχει σε όλες σχεδόν τις κοινωνίες και σε όλες τις περιόδους της ιστορίας. Κι από τις δραστηριότητες της καθημερινής ζωής, είναι λίγες αυτές που έχουν θεωρηθεί τόσο σοβαρές όσο αυτό (2).

Τα παιχνίδια αναπτύχθηκαν από τις προσπάθειες του ανθρώπου να ελέγξει τη φύση και να διατηρήσει τη ζωή. Τα αγωνίσματα ρίψεων προέκυψαν από το κυνήγι ζώων ή από την ανάγκη απόκρουσης εχθρικών επιθέσεων. Τα αγωνίσματα δρόμου εξελίχτηκαν από την παρακολούθηση ζώων ή από την ανάγκη επικοινωνίας μεταξύ οικισμών. Τα πολεμικά παιχνίδια προήλθαν από την ανάπτυξη των στρατιωτικών ικανοτήτων. Συχνά οι διαχωριστικές γραμμές μεταξύ εργασίας και σχόλης δεν ήταν ευδιάκριτες και μερικές φορές ήταν ανύπαρκτες. Για τους περισσότερους ανθρώπους, στη διάρκεια του μεγαλύτερου μέρους της ιστορίας, η ζωή ήταν εργασίας και η εργασία ζωή. Τα παιχνίδια προέκυπταν όταν η ισοδυναμία αυτή σταματούσε πρόσκαιρα, όπως για παράδειγμα μετά το τέλος του θερισμού, και η διασκέδαση μπορούσε για λίγο διάστημα να πάρει το προβάδισμα από την ανάγκη (3).

Το υπόδειγμα αυτό ήταν κυρίαρχο σε όλο τον κόσμο και σε όλες τις προβιομηχανικές κοινωνίες. Μερικές φορές, τα πρώιμα παιχνίδια ήταν μη ανταγωνιστικά, κατά περίσταση μη-φυσικά και αδιαχώριστα από θρησκευτικές τελετουργίες. Με σπάνιες εξαιρέσεις, όπως οι Ολυμπιακοί Αγώνες των αρχαίων Ελλήνων, θα ήταν αναχρονιστικό να χρησιμοποιήσουμε τον όρο «σπορ» για να τα περιγράψουμε. Οι τρόποι παιχνιδιού και το νόημα που δίνανε σ’ αυτό διέφεραν πολύ από τη σημερινή κατάσταση. Μπορούσε να έχει τελετουργικό, θρησκευτικό ή και μυσταγωγικό νόημα. Η ιδέα των εξειδικευμένων παικτών ήταν σχεδόν άγνωστη. Και πολύ συχνά, ο στόχος δεν ήταν η νίκη (4).

Για την πλειοψηφία των ανθρώπων, το παιχνίδι και ο ρόλος τους μέσα στην κοινωνία άλλαξαν πολύ λίγο στο διάβα των αιώνων. Αλλά κατά τον 16ο αιώνα, εμφανίστηκαν τρεις γενικές κατηγορίες παιχνιδιών. Μερικά ήταν παρελκόμενα της στρατιωτικής εκπαίδευσης, όπως η τοξοβολία και οι ιππικοί αγώνες. Άλλα συνδέονταν με θρησκευτικές ή άλλες τελετουργίες όπως τα πανηγύρια και τα φεστιβάλ μπύρας στη Βρετανία ή οι αγώνες ποδοσφαίρου που γίνονταν κατά τη διάρκεια γιορτών όπως τα Χριστούγεννα ή η Καθαρή Δευτέρα. Όπως και το Μαγιάτικο Κοντάρι (στμ.:το αγγλικό γαϊντανάκι) ή οι Αγώνες της Ποδιάς, όπως ήταν γνωστοί οι αγώνες δρόμου μεταξύ γυναικών (5). Φυσικά, υπήρχαν και παιχνίδια που οι άνθρωποι έπαιζαν απλά όταν είχαν ελεύθερο χρόνο, μερικά από τα οποία ήταν αυθόρμητοι αυτοσχεδιασμοί ενώ άλλα είχαν πιο συγκεκριμένο σκοπό.

Οι κατηγορίες αυτές δεν ήταν αμοιβαία αποκλειόμενες και συχνά συγχωνεύονταν. Οι μεσαιωνικές ελίτ χρησιμοποιούσαν πολύ συχνά τον άφθονο ελεύθερο τους χρόνο για να σχεδιάσουν περίπλοκα αγωνίσματα και οι πιο πλούσιοι εξ αυτών απασχολούσαν προπονητές και επαγγελματίες αθλητές, αθλημάτων όπως η ξιφασκία, το τένις, η ιππασία και άλλα (6). Αλλά όλες αυτές οι δραστηριότητες διαφοροποιούνταν από τα σύγχρονα σπορ στο ότι δεν ήταν κωδικοποιημένες και οργανωμένες σε εμπορική βάση ούτε και τις έβλεπαν σαν κάτι ξεχωριστό από την καθημερινή ζωή.

Ενίοτε έκανε την εμφάνισή του και ο τζόγος και οι τσιφλικάδες, στη γη των οποίων ελάμβαναν χώρα τέτοιες δραστηριότητες, επωφελούνταν από τις αυξημένες πωλήσεις φαγητού και ποτού και κέρδιζαν σημαντικά χρηματικά ποσά. Αλλά μέχρι και τον 18ο αιώνα, τα φαινόμενα αυτά ήταν περιστασιακά και δεν παρείχαν ούτε τα κίνητρα αλλά ούτε και τη δομή για την ανάπτυξη του παιχνιδιού ως διακριτής σφαίρας της πολιτιστικής ζωής.

Από το 1700 και μετά, η φύση των πιο δημοφιλών παιχνιδιών άρχισε να αλλάζει. Γύρω στο 1750 συντελέστηκε μια θεμελιακή και ποιοτική μετατόπιση στη φύση των τριών πιο δημοφιλών βρετανικών παιχνιδιών – στους αγώνες ιππασίας, στην πυγμαχία και στο κρίκετ. Αν και τα παιχνίδια αυτά είχαν τις ρίζες τους στα επαρχιακά σπορ του παρελθόντος, άρχισαν να διαφέρουν σημαντικά από τους προκατόχους τους. Αυτό που τα έκανε διαφέρουν ήταν η εμφάνιση γενικευμένων κανονισμών πάνω στο τρόπο του παίζειν και η ικανότητά τους για συστηματική απόδοση εσόδων. Έγιναν δηλαδή εμπορεύματα, τα οποία για να δει κάποιος έπρεπε να πληρώσει, αυτός που τα έπαιζε πληρωνόταν και κάποιος μπορούσε να στοιχηματίσει πάνω στο αποτέλεσμα μεγάλα χρηματικά ποσά. Άρχισαν να εμφανίζονται τα σύγχρονα σπορ όπως τα γνωρίζουμε σήμερα.

Aναφορές

1 Ανώνυμος, The Jockey Club, or A Sketch of the Manners of the Age, London, 1793, p. 2.
2 The foremost works on play come from sociologists, most notably Johan Huizinga’s Homo Ludens, originally published in 1938, and Roger Callois’s Man, Play and Games, originally published in 1958.
3 V. Gordon Childe, What Happened in History? London, 1942. A useful critique can be found in Neil Faulkner, ‘Gordon Childe and Marxist Archeology’, International Socialism, no. 116 (Autumn 2007), pp. 81–106. For a more contemporary discussion of the relationship, see, for example, Keith Thomas’s introduction to The Oxford Book of Work, Oxford, 1999.
4 For example, see the discussion in Allen Guttmann, From Ritual to Record, New York, 1978, ch. 1.
5 Roland Renson, ‘Traditional Sports in Europe’, in Tony Collins, John Martin and Wray Vamplew (eds), Encyclopedia of Traditional British Rural Sports, Abingdon, 2005, pp. 1–19. Alessandro Arcangeli, Recreation in the Renaissance: Attitudes towards Leisure and Pastimes in European Culture c. 1425–1675, Basingstoke, 2003, ch. 6.
6 John McClelland, Body and Mind: Sport in Europe from the Roman Empire to the Renaissance, Abingdon, 2008. John Marshall Carter, Medieval Games: Sports and Recreations in Feudal Society, Connecticut, 1992. Thomas S. Henrick, ‘Sport and Social Hierarchy in Medieval England’, Journal of Sport History, vol. 9, no. 2 (Summer, 1982), pp. 20–37.

(συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου