Μεταγνώσεις

«Ηταν οι καλύτερες μέρες, ήταν οι χειρότερες μέρες, ήταν τα χρόνια της σοφίας, ήταν τα χρόνια της άνοιας, ήταν η εποχή της πίστης, ήταν η εποχή της ολιγοπιστίας, η εποχή του Φωτός και η εποχή του Σκότους, ήταν η άνοιξη της ελπίδας και ήταν ο χειμώνας της απελπισίας, είχαμε μπρος μας τα πάντα, είχαμε μπρος μας το τίποτε, πηγαίναμε όλοι στον Παράδεισο, πηγαίναμε όλοι στο αντίθετό του»
Ch Dickens, A Tale of Two Cities

«Εσύ κι εγώ Ζόιντ, είμαστε σαν τον Μπιγκ Φουτ. Οι καιροί περνούν, εμείς ποτέ δεν αλλάζουμε…»
Τ Πύντσον, Vineland

«Οι άνθρωποι κάνουν την ίδια τους την Ιστορία, δεν την κάνουν όμως κάτω από ελεύθερες συνθήκες, που διάλεξαν μόνοι τους, μα κάτω από συνθήκες που βρέθηκαν άμεσα, που δόθηκαν και κληρονομήθηκαν από το παρελθόν.»
K Μαρξ, Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη

«Αυτοί που ελέγχουν το Μικροσκοπικό, ελέγχουν τον κόσμο»
Τ Πύντσον,
Mason & Dixon

Δευτέρα 3 Δεκεμβρίου 2012

Η τραγωδία των καπιταλιστικών κοινών



Η τραγωδία των καπιταλιστικών κοινών
του Massimo De Angelis (*)
«Παγκόσμια κοινά» και κλιματική αλλαγή
Κατά την περίοδο ακμής της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης καταμεσής των επιθέσεων σε όλες τις μορφές της δημόσιας και κοινής ιδιοκτησίας των πόρων – πρόκειται για την περιοχή των «νέων περιφράξεων» - ένα όλο και πιο δυναμικό τμήμα της αριστεράς άρχισε να συλλαμβάνει εναλλακτικές ιδέες απέναντι στο νεοφιλελευθερισμό και μερικές φορές και απέναντι στον καπιταλισμό με όρους κοινών (commons): μη-εμπορευματικές μορφές κοινωνικής συνεργασίας και παραγωγής. Μέχρι στιγμής τα κοινά φαίνονται να προσφέρουν μια διέξοδο στο αδιέξοδο ανάμεσα στον καπιταλισμό της ελεύθερης αγοράς και στο ανατολικού μπλοκ τύπο κρατικό καπιταλισμό.
Ωστόσο, τα τελευταία λίγα χρόνια, το πεδίο των δυνάμεων εντός των οποίων λειτουργούν παλαιά και νεοεμφανιζόμενα κοινά έχει αλλάξει σε σημαντικό βαθμό. Όλο και περισσότερο η ιδέα των κοινών φαίνεται να λειτουργεί λιγότερο ως μια εναλλακτική στις καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις και περισσότερο ως λυτρωτής. Ένα παράδειγμα είναι ο τρόπος με τον οποίο το θέμα της κλιματικής αλλαγής έχει ενταχθεί στη συζήτηση για τα «παγκόσμια κοινά». Ο Joseph Stiglitz, νέο-κεινσιανός οικονομολόγος με ιδιαίτερη επιρροή, διαβεβαιώνει ότι τα παγκόσμια κοινά απειλούνται από την «τραγωδία των κοινών», το οποίο σημαίνει ότι υπερχρησιμοποιούνται επειδή κανένας δεν χρεώνεται για την χρήση ή την κατάχρησή τους. Με απλά λόγια, εάν η ρύπανση δεν έχει χρηματικό κόστος, εταιρείες και ιδιώτες έχουν κίνητρο να ρυπαίνουν. Για τον Stiglitz, το πρόβλημα δεν λύνεται με τα δικαιώματα ρύπανσης, όπως τα πιστοποιητικά τα οποία επιτρέπουν στους κατόχους τους να εκπέμπουν ένα συγκεκριμένο πόσο αερίων του θερμοκηπίου και έπειτα επιτρέπουν στις αγορές να λειτουργούν αναλόγως. Αυτή είναι η παραδοσιακή νεοφιλελεύθερη προσέγγιση, αλλά δεν μπορεί να δουλέψει για δυο λόγους: πρώτον και σημαντικότερον, επειδή τέτοιες περιφράξεις συχνά προκαλούν αντιστάσεις, και δεύτερον, επειδή δημιουργούν κίνητρα για να προκαταλαμβάνονται αυτές από ακόμα πιο αρπακτικές αντλήσεις των πόρων. Για αυτό ο Stiglitz πρότεινε ένα παγκόσμιο φόρο στις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα για να κάνει τους ανθρώπους να πληρώνουν για τα κόστη από τις ρυπογόνες δραστηριότητες που επιβαρύνουν άλλους. Αυτός ο φόρος διοξειδίου του άνθρακα -εφόσον καθοριστεί σε ένα «κατάλληλο ποσοστό» και εφαρμοστεί αποτελεσματικά- θα μπορούσε να επιτρέψει τις αγορές να είναι πιο «αποτελεσματικές» και θα μπορούσε να μειώσει τις εκπομπές σε συμφωνημένους στόχους. Έπειτα, ο Stiglitz υποστηρίζει ότι ένας τέτοιος φόρος θα μπορούσε να δημιουργήσει ισχυρά κίνητρα για καινοτομία με όρους ενεργειακής απόδοσης και άλλες «πράσινες» τεχνολογίες, επιτρέποντας τα κράτη να κυβερνούν την καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση και να προωθούν μια ενάρετη «βιώσιμη» ανάπτυξη.
Κοινά συμφέροντα;
Τα κοινά (commons) αναφέρονται επίσης και στα κοινά συμφέροντα (common interests). Για να μείνουμε στο παράδειγμα της κλιματικής αλλαγής, εάν υπάρχει οποιαδήποτε πιθανότητα αξιοσημείωτης μείωσης των αερίων του θερμοκηπίου –χωρίς αυτό να συνεπάγεται ότι αποκλείεται κάποιου είδους πράσινου αυταρχισμού- είναι διότι υπάρχουν κοινά συμφέροντα για να γίνει αυτό. Αλλά τα κοινά συμφέροντα δεν υπάρχουν από μόνα τους, πρέπει να κατασκευαστούν, πρόκειται για διαδικασίες που ιστορικά έχει αποδειχθεί ότι είναι γεμάτες δυσκολίες –μαρτυράς οι προσπάθειες του φεμινιστικού κινήματος να κατασκευάσει μια «παγκόσμια αδελφότητα (global sisterhood)», ή τα σχέδια του εργατικού κινήματος για ένα «παγκόσμιο προλεταριάτο». Αυτό εν μέρη ισχύει, διότι ο καπιταλισμός στρωματοποίησε «γυναίκες», «εργάτες» ή οποιοδήποτε άλλο συλλογικό υποκείμενο σε ιεραρχίες μισθών και εξουσίας. Και εκεί βρίσκεται το εμπόδιο, διότι είναι στο έδαφος της κατασκευής των παγκόσμιων κοινών συμφερόντων (όχι μόνο σε οικολογικά θέματα, αλλά επίσης πνευματικά κοινά, ενεργειακά κοινά κτλ) αυτά στα οποία θα πρέπει να παίξουν οι ταξικοί αγώνες του 21ου αιώνα. Αυτό είναι το κέντρο βάρους στο οποίο θα τεθεί η νέα πολιτική.
Υπάρχουν λοιπόν δυο δυνατότητες. Είτε κοινωνικά κινήματα θα αντιμετωπίσουν την πρόκληση και θα ξανά βρουν τα κοινά σε αξίες όπως κοινωνική δικαιοσύνη, εναντια και πέρα από τις καπιταλιστικές ιεραρχίες. Ή το κεφάλαιο θα αδράξει την ιστορική ευκαιρία να χρησιμοποιήσει τα κοινά ώστε να ξεκινήσει ένας νέος κύκλος συσσώρευσης και μεγέθυνσης. Η προηγούμενη συζήτηση για τα επιχειρήματα του Stiglitz υπογραμμίζει τους κινδύνους. Όπως είδαμε ο Stiglitz κινείται γρήγορα από την τραγωδία των παγκόσμιων κοινών στην ανάγκη να διατηρηθούν τα κοινά για τους σκοπούς την οικονομικής ανάπτυξης. Παρόμοια επιχειρήματα μπορούν να βρεθούν στις αναφορές των Ηνωμένων Εθνών και της Παγκόσμιας Τράπεζας σχετικά με την «βιώσιμη ανάπτυξη», όπου επινοείται το οξύμωρο ζευγάρωμα της περιβαλλοντικής και κοινωνικής βιωσιμότητας με την οικονομική μεγέθυνση. Η βιώσιμη – αειφόρος ανάπτυξη είναι απλώς η βιωσιμότητα – αειφορία του κεφαλαίου. Αυτή η προσέγγιση υποστηρίζει την καπιταλιστική ανάπτυξη ως το δεδομένο κοινό συμφέρον της ανθρωπότητας. Αποκαλώ τα κοινά τα οποία συνδέονται με την καπιταλιστική ανάπτυξη ως «αλλοιωμένα, σκάρτα κοινά» (distorted commons), όπου το κεφάλαιο έχει με επιτυχία εξασφαλίσει μη-νομισματικές αξίες στον πρωταρχικό του στόχο τη συσσώρευση.
Ο λόγος για τον οποίο τα κοινά συμφέροντα δεν μπορούν απλώς να απαιτηθούνε είναι ότι εμείς δεν αναπαραγόμαστε με τη μορφή αιτημάτων. Σε γενικές γραμμές, αναπαραγόμαστε εμπλεκόμενοι σε σχέσεις με άλλους, και ακολουθώντας τους κανόνες αυτών των σχέσεων. Στο βαθμό που οι κανόνες που ακολουθούμε για την αναπαραγωγή μας είναι οι κανόνες της καπιταλιστικής παραγωγής –λ.χ. στο βαθμό που η αναπαραγωγή μας εξαρτάται από χρήματα– πρέπει να αμφισβητήσουμε την λειτουργική αξία κάθε αιτήματος κοινών συμφερόντων, διότι οι καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις συνεπάγονται με ακρίβεια την ύπαρξη αδικιών και συγκρούσεων συμφερόντων. Αυτά υπάρχουν, από τη μια πλευρά, μεταξύ αυτών που παράγουν αξία και αυτών που την απαλλοτριώνουν, και από την άλλη μεταξύ των  διαφορετικών επιπέδων της πλανητικής ιεραρχίας. Και αυτά δεν αφορούν μόνο αναπτυξιακά ζητήματα τα οποία υποστηρίζουν τα αλλοιωμένα κοινά (distorted commons), και διαιωνίζουν αυτές τις συγκρούσεις την ίδια στιγμή που προσπαθούν να τις αναιρέσουν. Τα ίδια συμβαίνουν και στις συζητήσεις για περιβαλλοντικά ζητήματα, οι οποίες δεν αμφισβητούν την ύπαρξη κοινωνικών σχέσεων στην παραγωγή, μέσω των οποίων μπορούμε να αναπαράγουμε τις ζωές μας. Δεδομένου ότι αυτοί οι ισχυρισμοί είναι κάπως αφηρημένοι, ας προσπαθήσουμε να τους τεκμηριώσουμε δοκιμάζοντας ένα κεντρικό περιβαλλοντικό αίτημα σε υποκείμενα που εξαρτώνται από τις καπιταλιστικές αγορές για την αναπαραγωγή τους.
Ας φανταστούμε ότι είμαι ένας ανθρακωρύχος ή ένας πετρελαϊκός εργάτης. Ένα περιβαλλοντικό αίτημα θα μου πει ότι το «κοινό» μας συμφέρον είναι να κρατήσουμε τον άνθρακα ή το πετρέλαιο στο έδαφος λόγω των μακροχρόνιων επιδράσεων των αερίων του θερμοκηπίου. Αλλά αυτό δεν λαμβάνει υπόψη του ότι η οικογένεια μου και εγώ χρειαζόμαστε τροφή, στέγη, ρουχισμό κτλ, τώρα και σε ένα χρόνο, καθώς και σε μακροπρόθεσμη βάση. Προκείμενου να ικανοποιήσω αυτές τις ανάγκες σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, χρειάζεται να συνεχίσω να δουλεύω ως ανθρακωρύχος ή πετρελαϊκός εργάτης. Αυτοί που διατυπώνουν αυτό το αίτημα μπορεί, ή μπορεί και όχι, να έχουν για τους εαυτούς τους εναλλακτικές πήγες εισοδήματος δουλεύοντας σε άλλες βιομηχανίες, ή μπορεί να έχουν επιλέξει να μην εξάγουν άνθρακα ή πετρέλαιο για περιβαλλοντικούς λόγους. Ωστόσο με προτρέπουν να συνυπογράψω αυτό το κοινό συμφέρον με τίμημα την επιβίωσή μου, καταδεικνύοντας ότι η επιβίωση μου δεν είναι ζήτημα κοινού συμφέροντος. Μια περιβαλλοντική συζήτηση που δεν συνδέεται με ζητήματα μορφών διαφορετικής ζωής απέναντι στα κυκλώματα του κεφαλαίου, πρόκειται για μια συζήτηση που θεωρεί την ζωή μου αναλώσιμη. Εδώ έχουμε ένα παράδειγμα «διαστρεβλωμένων κοινών» (distorted commons), ένα κοινό το οποίο βασίζεται σε μια μορφή κοινωνικής αδικίας. Τελικά, όλες οι περιβαλλοντικές συστάσεις που γίνονται χωρίς αναφορά στο ζήτημα της κοινωνικής αδικίας και αναπαραγωγής είναι επιχειρήματα υπερ των «διαστρεβλωμένων κοινών» (distorted commons).

Αυτή η πλατφόρμα διαχείρισης των παγκόσμιων κοινών βασίζεται σε μια βασική παραδοχή: ότι η καπιταλιστική πειθαρχία των αγορών είναι για καλό, αρκεί μόνο τα κράτη να είναι ικανά να οδηγηθούν σε τροχιά περιβαλλοντικά βιώσιμης και χωρίς κοινωνικούς αποκλεισμούς ανάπτυξης. Αυτό που ξεχνά αυτή η άποψη είναι ότι υπάρχουν μικρές ενδείξεις ότι η παγκόσμια οικονομική μεγέθυνση θα μπορούσε να επιτευχθεί με μικρότερες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, παρά τις ολοένα και πιο ενεργειακά αποδοτικές νέες τεχνολογίες,  οι οποίες με τη σειρά τους συνεπάγονται ότι εναλλακτικές θα μπορούσαν να είναι αναγκαίες για να σταματήσει η κλιματική αλλαγή. Αυτό εγείρει το ερώτημα πως εμείς διαχωριζόμαστε από αυτού τους είδους τις συλλήψεις των κοινών που υποστηρίζονται από τον Stiglitz, και αναζητούν λύσεις βασισμένες στην καπιταλιστική ανάπτυξη.
Κεφάλαιο και «αλλοιωμένα κοινά»
Ο καπιταλισμός ως κοινωνικοοικονομικό σύστημα έχει μια σχιζοφρενική σχέση με τα κοινά. Από τη μια πλευρά, το κεφάλαιο ως κοινωνική δύναμη απαιτεί διαρκώς περιφράξεις, το οποίο σημαίνει την καταστροφή και εμπορευματοποίηση των μη-εμπορευματοποιημένων κοινών χώρων και πόρων  (non-commodified common spaces and resources). Ωστόσο, υπάρχει επίσης ένας βαθμός μέχρι του οποίου το κεφάλαιο αποδέχεται τα μη-εμπορευματοποιημένα κοινά που συνυπάρχουν στην σύστασή του. Ο βαθμός αποδοχής και πως γίνεται η αποδοχή αυτή, είναι δομικά στοιχεία για την βιωσιμότητα και διατήρηση του καπιταλισμού. Ταυτόχρονα ο βαθμός αποδοχής των κοινών από τον καπιταλισμό έχει δομικές συνέπειες για την βιωσιμότητα και διατήρηση του πλανήτη και πολλών κοινοτήτων. Το κεφάλαιο πρέπει να συμφιλιωθεί με τα κοινά σε κάποιο βαθμό, ακριβώς επειδή δεν μπορεί να τα περιλάβει όλα ο καπιταλισμός – ως ένα σύνολο οικονομικών συναλλαγών και πρακτικών μεσολαβείτε και μετριέται με χρήματα και οδηγείται μέσω του προσωπικού συμφέροντος, των οικονομικών υπολογισμών και κερδών. Ο καπιταλισμός αποτελεί ο ίδιος ένα υποσύστημα των πολύ μεγαλύτερων συστημάτων που είναι απαραίτητα για την αναπαραγωγή της ζωής. Αυτό με τη σειρά του σημαίνει ότι ο καπιταλισμός πάντα θα βρίσκεται παγιδευμένος είτε μέσα στο κέλυφος που συνιστά τις προϋποθέσεις του, είτε στις  οικολογικές ή με όρους μη-εμπορευματικής ζωής πρακτικές (μη-αμειβόμενη φροντίδα παιδιών, εκπαίδευση κ.α.). Το κεφάλαιο διαρκώς προσπαθεί να αποδράσει από αυτή τη παγίδα, να υπερπηδήσει τα εμπόδια που τη συγκροτούν και μέσω της διαρκούς μεγέθυνσης να διατηρηθεί και να αναπαραχθεί.
Για το κεφάλαιο έως τώρα το να συμβιβαστεί με τα κοινά με σκοπό να ξεπεράσει τα εμπόδια της δικής του ανάπτυξης, σημαίνει ότι στρατηγικά πρέπει να παρεμβαίνει και ενεργά να συμμετέχει στη συγκρότηση των πραγμάτων που μοιράζονται. Με άλλα λόγια οι δυνάμεις του κεφαλαίου πρέπει να συμμετέχουν στη συγκρότηση των κοινών, και εδώ είναι που αρχίζουν τα προβλήματα για το κεφάλαιο καθώς και όλων των άλλων.
Ας πάρουμε ένα παράδειγμα, ότι το κεφάλαιο πρέπει να συνεργαστεί με την περιοχή του μοιράσματος, την μη-εμπορευματική, αποδεικνύεται τότε το γεγονός ότι ακόμα και το καπιταλιστικό εργοστάσιο -η παραδειγματική περιοχή της εκμετάλλευσης, του αγώνα και της επιβολής των καπιταλιστικών μέτρων- αποτελεί μια μορφή των κοινών. Εκείνοι που πάνε στη δουλειά πρέπει να είναι ανασυνδεμένοι ο ένας με τον άλλο και με στοιχεία της φύσης προκειμένου να συμβεί η παραγωγή προϊόντων. Εδώ συναντάμε τρία στοιχεία τα οποία αποτελούν συστατικά κάθε κοινού. Πρώτα, μια συγκέντρωση πόρων: οι εργάτες δεν χρειάζεται να ανταλλάσσουν εμπορεύματα όταν θέλουν να έχουν πρόσβαση σε εργαλεία και πληροφορίες. Δεύτερον, η κοινωνική συνεργασία της εργασίας:  στη γραμμή παραγωγής, η εργασία του κάθε εργάτη εξαρτάται απο τις ενέργειες - κινήσεις του προηγούμενου. Τρίτον μια «κοινότητα» η οποία δημιουργεί κανόνες και ορίζει τα της εισόδου και εξόδου: οι πύλες του εργοστασίου δεν ανοίγουν έτσι απλά για τον οποιοδήποτε και δεν είναι αποδεκτή η οποιαδήποτε συμπεριφορά μέσα από αυτές. Αλλά εμείς επίσης ξέρουμε ότι αυτά τα τρία συστατικά των κοινών -δεξαμενή πόρων, κοινωνική συνεργασία της εργασίας και κοινότητα- εφαρμόζονται στο καπιταλιστικό εργοστάσιο με πολύ συγκεκριμένους «αλλοιωμένους» (distorted) τρόπους. Η πραγματικότητα ότι η συγκέντρωση πόρων και η κοινωνική συνεργασία της εργασίας είναι δομικοί στην παραγωγή των εμπορευμάτων προϋποθέτει την υποταγή άλλων πτυχών κρίσιμων για την ανθρώπινη αναπαραγωγή (αξιοπρέπεια, αλληλεγγύη, οικολογική βιωσιμότητα, ευτυχία), σε ένα τελικό στόχο : τη συσσώρευση του κεφαλαίου.
Επαναοικειοποίηση των κοινών (reclaiming commons)
Έτσι τι συμβαίνει με το πρόβλημα της κλιματικής αλλαγής; Οι αλλαγές στη κλιματική δομή είναι βέβαιο ότι θα έχουν επιπτώσεις στους ανθρώπους σε όλο τον κόσμο, και αυτές οι επιπτώσεις σε μεγάλο βαθμό κλιμακώνονται απο τις επιδράσεις της εξουσίας και του νομισματικού συστήματος. Με αυτή την έννοια, η κλιματική αλλαγή μετασχηματίζει τις τους κοινούς πόρους που είναι διαθέσιμοι για την ανθρωπότητα να οδηγηθούνε στο να ικανοποιήσουν την κοινωνική αναπαραγωγή. Για παράδειγμα, θα υπάρχει λιγότερη διαθέσιμη γη καθώς ανεβαίνει η στάθμη της θάλασσας: κοινότητες στο Μπαγκλαντές θα καταστραφούνε. Ως αποτέλεσμα, η κλιματική αλλαγή φέρνει μαζί της την ανάγκη της αλλαγής της κοινωνικής συνεργασίας της εργασίας σε ένα γενικό, πλανητικό επίπεδο και επίσης τους τρόπους της εργασίας σε συγκεκριμένους τόπους. Αυτό συμβαίνει επειδή οι σημερινές ιδιαίτερα καταστροφικές επιπτώσεις θα πρέπει να αναχαιτιστούν και επειδή οι πήγες (π.χ. οι ενεργειακές) που καθορίζουν τη σύγχρονη οργάνωση της εργασίας μπορεί να βρεθούν σε έλλειψη. Το εάν αυτό θα είναι μια προσαρμογή στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής που θα βασίζεται στη δική μας ανεξαρτησία απέναντι στα καπιταλιστικά κυκλώματα, η εάν θα απαλλάξουμε την αναπαραγωγή μας απο αυτά τα κυκλώματα και θα συστήσουμε την δική μας κοινωνική συνεργασία σε μια νέα βάση κοινών, αποτελεί ένα ερώτημα το οποίο θα λυθεί στο ανοιχτό πεδίο των αγώνων. Επιπλέον η κλιματική αλλαγή, αποκαλύπτει το πρόβλημα του τι συνιστά μια «παγκόσμια κοινότητα», ποιος μιλάει για αυτή, ποιος αποφασίζει για αυτήν. Θα είναι οι κυβερνήσεις που προωθούν πράσινες τεχνολογίες και οικονομική ανάπτυξη; ή θα είναι μάλλον κοινωνικά κινήματα που απαιτούν ότι η πλανητική οικολογική βιωσιμότητα επιτυγχάνεται μέσω της αναδιανομής της δικαιοσύνης, των τροφίμων και με την ενδυνάμωση των κινημάτων βάσης;
Το καπιταλιστικό εργοστάσιο καθώς και οι λύσεις για την κλιματική αλλαγή -αν και κάπως διαφορετικά παραδείγματα- χρειάζεται να κατανοηθούν με όρους «διαστρεβλωμένων κοινών»  (distorted commons). «Διαστρεβλωμένα» λόγω των προφανών προβλημάτων που δημιουργούνται από την κίνηση του κεφαλαίου προς αυτοσυντήρηση για τη σύσταση των υποκείμενων κοινών (συνεργασία εντός του εργοστάσιου ή εντός της βιόσφαιρας) και την  συνακόλουθη κοινωνική αδικία. Αλλά παρόλα αυτά πρόκειται για κοινά, επειδή παρά τις στρεβλώσεις τους αποτελούν το προϊόν και την προϋπόθεση του να «κάνουμε» και να «είμαστε» εντός των κοινών. Το να τα αναγνωρίσουμε ως κοινά είναι κρίσιμο, διότι αυτό αποτελεί μια δήλωση κοινοκτημοσύνης και ως εκ τούτου της διαχείρισης, της ευθύνης και της προσωπικής καθώς και της κομμουναλιστικής «επένδυσης». Είναι ένα πρώτο βήμα προς την επαναοικειοποίησή τους. Κριτικά αυτή η πρακτική της επαναοικειοποίησης είναι περίπλοκη από το γεγονός ότι εμείς αναπαράγουμε την ζωή μας μέσω πολλών ταυτόχρονα «αλλοιωμένων» και «μη-αλλοιωμένων» κοινών. Το οποίο σημαίνει ότι επιστρέφουμε στα κοινά συμφέροντα: εμείς χρειάζεται να κάνουμε περισσότερα από το να απαιτούμε απλώς – εμείς χρειάζεται να τα κατασκευάσουμε (τα κοινά) εντός των αγώνων.

Ο Massimo De Angelis είναι καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο πανεπιστήμιο του East London. Το τελευταίο βιβλίο του είναι το The Beginning of History:Value Struggles and Global Capital. Είναι editor του διαδικτυακού περιοδικού The Commoner
 
Μεταφορτώθηκε (με ορισμένες αλλαγές στη μετάφραση-απόδοση) από rebelnet

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου