When women stop reading, the novel will be dead
Ian McEwan
Στο συμπέρασμα αυτό
κατέληξε ο βρετανός συγγραφέας μετά από το «πείραμα» που έκανε με το γιο του. Το
2007, πήγανε σε ένα λονδρέζικο πάρκο γεμάτο κόσμο και άρχισαν να δίνουν βιβλία.
Μέσα σε λίγα λεπτά είχαν δώσει 30 μυθιστορήματα. Η συντριπτική πλειοψηφία αυτών
που το δέχτηκαν ήταν γυναίκες. Και μάλιστα με ενθουσιασμό. Αντίθετα οι άντρες
ήταν καχύποπτοι ή δυσφορούσαν.
Το εύρημα του McEwan δεν ήταν
πρωτότυπο αλλά, έτσι βαρύγδουπα και «αποκαλυπτικά» διατυπωμένο, υποδήλωνε το
άγχος των επαγγελματιών για την πορεία των συγγραφικών και αναγνωστικών
μελλούμενων. (Να σημειωθεί, πάντως, ότι η τελευταία έρευνα του ΝΕΑ (National Endowment for the Arts) έδειξε άνοδο στην
μυθοπλαστική αναγνωσιμότητα μετά από 20 χρόνια συνεχούς πτώσης – και η άνοδος
αφορούσε και τα δύο φύλα [1].)
Είναι
επίσης γνωστό ότι οι άρρενες αναγνώστες προτιμούν τις βιογραφίες και τα
ιστορικά βιβλία. Και το ερώτημα είναι: Γιατί;
Ήδη από
το 1929 αναφέρεται ότι οι γυναίκες διαβάζουν διπλάσια από τους άνδρες και πιο
γρήγορα [2]. Σύμφωνα με την ιστορική-κοινωνιολογική προσέγγιση αυτό εξηγείται
με τις διαστάσεις που πήρε η διασκέδαση κατά τον ύστερο 18ο αιώνα
και τη συγκρότηση των μεσοαστικών και μεγαλοαστικών τάξεων και οικογενειών. Πιο
απλά, οι άνδρες έβγαιναν έξω, ασχολούνταν με την πολιτική και τις μπίζνες και
στη συνέχεια διασκέδαζαν σε παμπς, εστιατόρια, καφέ και μικρότερης ή
μεγαλύτερης πολυτελείας μπουρδέλα. Οι γυναίκες έμεναν σπίτι τον περισσότερο
καιρό και, δοθείσης της δυσκολίας να βρούνε γκόμενο – αν και όλο και κάποιος
καλοβαλμένος υπηρέτης θα φρόντιζε να βάζει το φίδι στην τρύπα – το έριχναν το
διάβασμα. Κατά την ίδια προσέγγιση, σημασία φαίνεται να έπαιζε και ο τρόπος
κοινωνικοποίησης κατά την παιδική ηλικία: τα αγόρια παροτρύνονταν να
κοινωνικοποιούνται μέσω δυναμικών τρόπων (παιχνίδια πολέμου κλπ) ενώ τα
κορίτσια παροτρύνονταν να «κοινωνικοποιούνται» μένοντας στο σπίτι και
διαβάζοντας ένα μυθιστόρημα (αυστηρά επιλεγμένο, εννοείται) μόνες ή με τη
φιλενάδα τους. Υπήρχαν πατεράδες που αρνούνταν κατηγορηματικά την ανάγνωση
μυθιστορημάτων από τα αγόρια τους. Κάτι τέτοιο θα ήταν ένδειξη ομοφυλοφιλίας. Στην
προσέγγιση αυτή κολλάει και η θεωρία της μη-εργασίας/περισσότερου ελευθέρου
χρόνου – η οποία βέβαια αφορά τις μεσοανώτερες τάξεις και όχι τις γυναίκες
προλετάριες.
Σύμφωνα
με την ψυχοσωματική-συνειδησιακή προσέγγιση, αυτό οφείλεται στο γυναικείο
προτέρημα της γρηγορότερης ωρίμανσης-ενηλικίωσης (βιολογικής και γλωσσικής) και
κατά συνέπεια σε αυξημένη αναγνωστική ικανότητα.
Αναλύοντας
τις απαντήσεις 27467 ανδρών και άλλων τόσων γυναικών, ο Steven J. Tepper βρήκε
ισχυρές ενδείξεις που υποστήριζαν την κοινωνιολογική προσέγγιση ενώ η
ψυχοσωματική δεν έδειξε να επιβεβαιώνεται. Και το τελικό συμπέρασμα είναι ότι
οι γυναίκες διαβάζουν περισσότερο από τους άνδρες (και δη μυθιστορήματα) γιατί
αυτό αποτελεί μια «εξισορροπητική» δραστηριότητα εντός ενός ανδροκρατούμενου
κόσμου.
Άλλες
κοινωνιολογικές προσεγγίσεις που μελετούν τη μεγαλύτερη τάση των γυναικών όχι
μόνο προς το διάβασμα αλλά και γενικότερα προς την κουλτούρα καταλήγουν στα
ίδια, μέσες άκρες, συμπεράσματα προκρίνοντας την πρώιμη πολιτισμική κοινωνικοποίηση
των γυναικών [4,5].
Θα πει
κάποιος ότι κοινωνιολόγοι κάνουν τις έρευνες γι αυτό και τα αποτελέσματα. Οι
φεμινίστριες μάλιστα εντοπίζουν στην ερμηνεία αυτή τη διχοτομία δημόσιου
(άνδρες) – ιδιωτικού (γυναίκες) που δεν κάνει τίποτε άλλο από το αναπαράγει τα
πατριαρχικά στερεότυπα [6]. Πιθανόν. Το πιθανότερο είναι να έχουμε ένα μείγμα
παραγόντων-αιτίων.
Πιο
κοντά στα δικά μου γούστα είναι η ψυχοβιολογική προσέγγιση, σύμφωνα με την
οποία, το φαινόμενο οφείλεται στο ότι οι γυναίκες έχουν περισσότερους κατοπτρικούς
νευρώνες. Γενικά ο άνθρωπος έχει κατοπτρικούς νευρώνες σε μεγαλύτερη
συγκέντρωση και σε περισσότερα σημεία του εγκεφάλου συγκριτικά με άλλα ζώα,
όπως για παράδειγμα ο πίθηκος. Η ύπαρξη τέτοιων νευρώνων διαπιστώθηκε σε
περιοχές που σχετίζονται με την κίνηση, την ομιλία, την αντίληψη, και την
ικανότητα να καταλαβαίνουμε τα συναισθήματα. Και, πιθανόν, εξηγεί και την
εξέλιξη του είδους [7]
[2] Gray, William S. and Ruth Monroe, 1929. The reading interests and
habits of adults: A preliminary report. New York: MacMillan. Αναφέρεται στο Steven J. Tepper «Fiction reading in America:Explaining the
gender gap», Poetics 27 (2007), 255-275
[4]
Angele Christin, «Gender and highbrow cultural participationin the
UnitedStates», Poetics 40 (2012) 423–443.
[5] Lizardo, O.,
«The puzzle of women’s ‘‘highbrow’’ culture consumption: integrating gender and
work into Bourdieu’s class theory of taste». Poetics 34 (2006), 1–23.
[7] Michael C. Corballis, «Mirror neurons and
the evolution of language», Brain & Language 112 (2010), 25–35
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου