Jacobin: Το ζήτημα του κράτους είναι
κυρίαρχο στο βιβλίο σου. Οποιοσδήποτε ασκεί κριτική στους λόγους ύπαρξης
του κράτους είναι υποτίθεται φιλελεύθερος. Μήπως αυτή η θέση σημαίνει
ότι ξεχνάμε την αναρχική και τη μαρξιστική παράδοση, από τον Μπακούνιν
ως τον Λένιν; Μήπως παραβλέπεις αυτή τη διάσταση;
DZ:
Δε νομίζω. Πιστεύω ότι η κριτική που έχει ασκηθεί στο κράτος από τη
μαρξιστική ή την αναρχική παράδοση είναι πολλή διαφορετική από την
κριτική του Φουκώ αλλά και από ένα σημαντικό τμήμα του μαρξισμού της
δεκαετίας του 1970. Πρώτα από όλα γιατί όλοι αυτοί οι παλιοί αναρχικοί ή
μαρξιστές συγγραφείς δεν ήξεραν τίποτε για την κοινωνική ασφάλιση ή για
τη μορφή που θα έπαιρνε το κράτος από το 1945 και μετά. Τι κράτος για
το οποίο μιλούσε ο Λένιν ήταν στην ουσία το κράτος της κυρίαρχης τάξης
όπου οι εργάτες δεν είχαν κανένα ρόλο. Το δικαίωμα της ψήφου, για
παράδειγμα, δεν ήταν γενικευμένο – για τους άνδρες – μέχρι την περίοδο
του μεσοπολέμου. Συνεπώς, είναι δύσκολο να γνωρίζουμε το τι θα
σκέφτονταν γι’ αυτούς του ς θεσμούς και το αποκαλούμενο «αστικό»
χαρακτήρα τους.
Η ιδέα ότι η
κοινωνική ασφάλιση δεν είναι στην ουσία τίποτε περισσότερο από ένα
εργαλείο κοινωνικού ελέγχου από το μεγάλο κεφάλαιο, ιδέα ιδιαίτερα
δημοφιλής στην ριζοσπαστική αριστερά, ήταν πάντα πολλή ερεθιστική για
μένα. Δείχνει μια μεγάλη παρεξήγηση της ιστορίας και της προέλευσης των
συστημάτων κοινωνικής προστασίας. Τα συστήματα αυτά δεν δημιουργήθηκαν
από την αστική τάξη για τον έλεγχο των μαζών. Αντίθετα, η αστική τάξη
ήταν απολύτως εχθρική προς αυτά.
Οι
θεσμοί αυτοί ήταν αποτέλεσμα της ισχυρής θέσης που είχε το εργατικό
κίνημα μετά την απελευθέρωση. Επινοήθηκαν από το ίδιο το κίνημα. Από το
19ο αιώνα και μετά, οι εργάτες και τα συνδικάτα δημιούργησαν συστήματα
κοινωνικής αλληλεγγύης, όπως για παράδειγμα το επίδομα σε όσους δεν ήταν
ικανοί να εργαστούν. Αυτό που ώθησε τους εργάτες να αναπτύξουν
μηχανισμούς μερικής κοινωνικοποίησης του εισοδήματος ήταν η ίδια η
λογική της αγοράς και τα μεγάλα ρίσκα που έβαζε στη ζωή τους.
Στην
πρώιμη φάση της βιομηχανικής επανάστασης οι μόνοι που είχαν πλήρη
πολιτικά δικαιώματα ήταν οι ιδιοκτήτες και, όπως επισημαίνει ο
κοινωνιολόγος Robert Castel, αυτό που έκανε δυνατή την «κοινωνική
φροντίδα των μη ιδιοκτητών» ήταν η κοινωνική ασφάλιση. Ήταν αυτή που
μαζί με την ατομική ιδιοκτησία δημιούργησε και την κοινωνική ιδιοκτησία
και τα πολιτικά δικαιώματα των λαϊκών τάξεων. Αυτή ήταν η ιδέα που
ανέπτυξε ο
Karl Polanyi στο βιβλίο του
Ο Μεγάλος Μετασχηματισμός, ιδέα
κατά την οποία η αρχή της κοινωνικής προστασίας στοχεύει στην προστασία
του ατόμου από τους νόμους της αγοράς και στην επαναδιαμόρφωση των
σχέσεων μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. Σίγουρα μπορεί κάποιος να
κριτικάρει τον στατικό τρόπο με τον οποίο γίνεται η διαχείριση της
κοινωνικής ασφάλισης, ή, για παράδειγμα, να υποστηρίξει ότι η διαχείρισή
της πρέπει να γίνεται από συλλογικότητες – αν και θα προτιμούσα κάτι
τέτοιο – αλλά το να κριτικάρει το εργαλείο και την ιδεολογική του βάση
καθαυτά είναι κάτι το τελείως διαφορετικό
Όταν
ο Φουκώ το πηγαίνει τόσο μακριά ώστε να λέει ότι είναι «ξεκάθαρο ότι
δεν έχει νόημα να μιλάμε για το «δικαίωμα στην υγεία»» και να
αναρωτιέται για το «αν θα έπρεπε η κοινωνία να επιζητά την ικανοποίηση
των αναγκών του ατόμου για υγεία και για το αν το άτομο νομιμοποιείται
να απαιτεί την ικανοποίηση αυτών των αναγκών», είναι σαφές ότι είμαστε
πολύ μακριά από την αναρχική θέση.
Για μένα, αντίθετα με τον
Φουκώ, αυτό που θα έπρεπε να κάνουμε είναι να δυναμώσουμε τα ήδη
υπάρχοντα κοινωνικά δικαιώματα, «να κτίσουμε πάνω σε αυτό που ήδη
υπάρχει», όπως λέει ο
Bernard Friot . Και η κοινωνική ασφάλιση είναι ένα εξαιρετικό εργαλείο που πρέπει να προασπιστούμε και να ενισχύσουμε.
Κατά ανάλογο τρόπο, όταν διαβάζω τη φιλόσοφο
Beatriz Preciado να
γράφει στη Libération ότι «δεν θα κλάψουμε για το τέλος του κράτους
πρόνοιας γιατί το κράτος πρόνοιας ήταν επίσης το ψυχιατρικό νοσοκομείο, η
επιθεώρηση ανικανότητας/αναπηρίας, η φυλακή,
πατριαρχικό-αποικιακό-ετεροκανονιστικό (στμ: Θεέ μου) σχολείο»,
σκέφτομαι ότι ο νεοφιλελευθερισμός έχει κάνει πολύ περισσότερα πράγματα
από το να μετασχηματίσει την οικονομία μας. Έχει αναδιαμορφώσει ριζικά
την κοινωνική φαντασία μιας μερίδας της «φιλελεύθερης» αριστεράς.
Jacobin: Αν δεις τους λίγους διανοούμενους που αμφισβήτησαν τον Φουκώ (σκέφτομαι τους Mandosio, Debray, Bricmont, Michéa, Monville, Quiniou)
θα μπορούσες να πεις ότι, σε γενικές γραμμές, του ασκούν κριτική για το
ότι αυτοπροσδιορίστηκε περισσότερο ως «κοινωνιακός» (societal) παρά ως
«κοινωνικός» (social) (περισσότερο κοινωνιο-πολιτισμικά παρά
κοινωνιο-οικονομικά). Αλλά επικεντρώνοντας στο «περιθώριο» (στους
αποκλεισμένους, τους φυλακισμένους, τους τρελούς, τους «μη-κανονικούς»,
τις σεξουαλικές μειονότητες, κλπ) δεν έριξε φως σε όλους αυτούς τους
ανθρώπους που ως τότε είχαν αγνοηθεί από τον ορθόδοξο μαρξισμό – ο
οποίος μπορούσε να δει νόνο οικονομικές σχέσεις;
DZ: Έχεις απόλυτο δίκιο. Το
ξαναλέω: η συνεισφορά του σε αυτά τα θέματα ήταν πολλή σημαντική. Έφερε
στο φως τις σκιές του καταπιεστικού φάσματος που δεν ήταν ως τότε
ορατές. Αλλά η προσέγγισή του δεν βοήθησε απλά στο να τεθούν αυτά τα
προβλήματα: προσπάθησε να δώσει σ΄ αυτά πολιτική σημασία ώστε να είναι
δυνατή η αμφισβήτησή τους. Για να το πω πιο απλά: στα μάτια του, και στα
μάτια πολλών συγγραφέων της εποχής εκείνης, η εργατική τάξη είναι
«αστικοποιημένη», τέλεια ενσωματωμένη στο σύστημα. Τα «προνόμια» που
απέκτησε μετά τον πόλεμο τη μετέβαλαν από παράγοντα κοινωνικής αλλαγής
σε τροχοπέδη της Επανάστασης.
Η ιδέα αυτή ήταν ευρέως διαδεδομένη εκείνη τη εποχή και μπορεί να τη βρεί κανείς σε συγγραφείς όπως ο
Χέρμπερτ Μαρκούζε ή ο
Αντρέ Γκορζ . Ο Γκορζ θα προχωρούσε πιο πέρα και, αναφερόμενος στην εργατική τάξη, θα έκανε λόγο για μια «προνομιούχο μειοψηφία».
Το
τέλος αυτής της σημασίας – που είναι συνώνυμη με το τέλος της σημασίας
της εργασίας – θα βρει διέξοδο στους «αγώνες κατά της περιθωριοποίησης»
των εθνικών και κοινωνικών μειονοτήτων. Το λούμπεν προλεταριάτο (ή, οι
«νέοι πληβείοι» για να χρησιμοποιήσουμε τον όρο του Φουκώ) απέκτησε
δημοτικότητα και τώρα θεωρείται ως ένα γνήσιο επαναστατικό υποκείμενο.
Για τους συγγραφείς αυτούς το πρόβλημα δεν είναι τόσο η εκμετάλλευση
όσο η εξουσία και οι νέες μορφές επικυριαρχίας. Όπως έγραψε ο Φουκώ, αν
«κατά το 19ο αιώνα το κεντρικό πρόβλημα ήταν οι σχέσεις μεταξύ μεγάλων
οικονομικών δομών και του κρατικού μηχανισμού», τώρα «τα θεμελιώδη
προβλήματα έχουν να κάνουν με τις μικρές εξουσίες (petits pouvoirs) και
τη διάχυση των συστημάτων επικυριαρχίας».
Το
πρόβλημα της εκμετάλλευσης και του πλούτου έχει αντικατασταθεί από αυτό
της «υπερβάλλουσας ισχύος», της άσκησης ελέγχου στις προσωπικές επαφές
και των μορφών σύγχρονης ιερατικής εξουσίας. Στις αρχές της δεκαετίας
του 1980 για τον Φουκώ ήταν ξεκάθαρο ότι δεν υπήρχε πλέον ζήτημα
αναδιανομής του πλούτου. Δεν είχε κανένα πρόβλημα με το να γράψει: «θα
μπορούσε να πει κανείς ότι χρειαζόμαστε μια οικονομία που δεν ασχολείται
με την παραγωγή και τη διανομή αλλά τις σχέσεις ισχύος». Έτσι, δεν
έχουμε να κάνουμε με μια πάλη εναντίον της εξουσίας «ως οικονομικού
εκμεταλλευτή» αλλά με μια πάλη εναντίον της καθημερινής εξουσίας, μια
πάλη που εκφράζεται με το φεμινιστικό κίνημα, τους φοιτητικούς αγώνες,
τους αγώνες των φυλακισμένων κλπ.
Για
να είναι σαφής, προφανώς το πρόβλημα δεν έχει να κάνει με το βάλουμε
στην ατζέντα το πλήρες φάσμα της κυριαρχίας που είχε κάποτε αγνοηθεί. Το
πρόβλημα έχει να κάνει με το γεγονός ότι, ολοένα και περισσότερο, η
κυριαρχία αυτή γίνεται αντιληπτή έξω από θέματα εκμετάλλευσης. Και αντί
να διαμορφώνεται μια προοπτική που στοχάζεται πάνω στις σχέσεις
κυριαρχίας διάμεσου των προβλημάτων της εκμετάλλευσης και της διανομής
του πλούτου, σιγά – σιγά, σχέσεις κυριαρχίας και προβλήματα
εκμετάλλευσης και διανομής απομακρύνονται και γίνονται αντιληπτά ως
αντιφατικά.
Αυτό είναι το
θέμα για το οποίο του ασκούν κριτικοί κάποιοι άνθρωποι: πλέκει το
εγκώμιο του παραβατικού, του εγκληματία και του λούμπεν προλεταριάτου
και ειρωνεύεται το «συντηρητικό» εργάτη.
Jacobin:
Στο βιβλίο σας, ο Jean-Loup Amselle βρίσκει ένα σύνδεσμο μεταξύ της
εγκατάλειψης του «λαού» και της écolo-bobo (από τα écologiste -
Bourgeois-bohème, δηλ., οικολογοαστικομποέμικη) στάσης της κυβερνώσας
αριστεράς, σύμφωνα με το παράδειγμα του Terra Nova (ένα νεοφιλελεύθερο γαλλικό think tank που βρίσκεται κοντά στο Σοσιαλιστικό Κόμμα. Ποια είναι η δική σου άποψη;
DZ:
Το πρόβλημα έχει να κάνει με το ότι η αποκήρυξη της εργατικής τάξης
είχε μάλλον εκπληκτικά αποτελέσματα. Προσωπικά, ως κεντρικό πολιτικό
πρόβλημα της δημόσιας συζήτησης, έβαλα τον «κοινωνικό αποκλεισμό» του
άνεργου, του μετανάστη και της νεολαίας των προαστίων. Η εξέλιξη αυτή
οδήγησε στο σημείο απομάκρυνσης – τόσο για τη Δεξιά όσο και για την
Αριστερά – από την κεντρικότητα του ζητήματος των «αποκλεισμένων», στην
ιδέα ότι στις σημερινές «μεταβιομηχανικές» κοινωνίες η διάκριση γίνεται
μεταξύ αυτών που έχουν πρόσβαση στην αγορά εργασίας κι αυτών που, σε
μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, είναι αποκλεισμένοι από αυτήν –
μετατοπίζοντας έτσι το ενδιαφέρον από τον κόσμο της εργασίας σ’ αυτόν
του αποκλεισμού, της φτώχιας ή της ανεργίας. Όπως σημειώνουν οι
κοινωνιολόγοι Stéphane Beaud και Michel Pialoux, η μετατόπιση αυτή θα
τοποθετήσει του εργάτες «στη μεριά των «μέσα», αυτών που έχουν εργασία
και είναι στην μεριά των «προνομιούχων»».
Η
λογική αυτή, που επαναπροσδιορίζει το κοινωνικό ζήτημα και από τις δυο
πλευρές – της Αριστεράς και της Δεξιάς – περισσότερο ως σύγκρουση μεταξύ
δυο τμημάτων του προλεταριάτου παρά ως σύγκρουση κεφαλαίου - εργασίας,
είναι κάτι που πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω. Από τη μεριά της Δεξιάς ο
στόχος είναι ο περιορισμός των κοινωνικών δικαιωμάτων του
«υπερπληθυσμού» μέσω της εναντίον του κινητοποίησης των εργατών, ενώ από
τη μεριά της Αριστεράς ο στόχος είναι η κινητοποίηση του
«υπερπληθυσμού» εναντίον της αστικοποίησης των «εργατών». Έτσι, και τα
δυο μέρη δέχονται τη σημασία που έχουν τα «αποκλεισμένα» από τη σταθερή
εργασία τμήματα της κοινωνίας εις βάρος των «εργατών».
Μπορούμε,
λοιπόν, να αναρωτηθούμε για το αν η διάκριση της Μάργκαρετ Θάτσερ
ανάμεσα σε «προστατευμένες» και «κακομαθημένες» «κατώτερες τάξεις» και
σε «αυτούς που εργάζονται» δεν ήταν παρά η αντίστροφη μορφή των θέσεων
του Φουκώ και του Γκορζ. Αυτή η νέα δόξα της συντηρητικής φιλελεύθερης
δεξιάς ουσιαστικά επιδιώκει, όπως λέει ο
Serge Halimi «τον επαναπροσδιορισμό του κοινωνικού ζητήματος με τέτοιον τρόπο όπου η γραμμή διαχωρισμού δεν θα αφορά πλέον τους πλούσιους και τους φτωχούς, το κεφάλαιο και την εργασία αλλά τα δυο τμήματα του «προλεταριάτου»: αυτό που πάσχει από την «ασθένεια της συμπόνιας» και αυτό που αντιπροσωπεύει το «κράτος πρόνοιας».
Προφανώς, το πολιτικό νόημα των επιχειρημάτων της Δεξιάς είναι πολύ διαφορετικό από αυτό αυτών των συγγραφέων του τέλους της δεκαετίας του 1970. Αλλά και για τις δυο μεριές, το πρόβλημα (ή η λύση) είναι οι «αποκλεισμένοι». Το κεντρικό πολιτικό υποκείμενο είναι πλέον ο πλεονάζων πληθυσμός και όχι η εργατική τάξη.
Πράγματι, πως γίνεται να μην παρατηρήσει κάποιος την περίεργη αντίφαση μεταξύ του «αταξικού» του Γκορζ και των «κατώτερων τάξεων» (*) που είναι τόσο προσφιλείς στον υπερσυντηρητικό ιδεολόγο
Charles Murray; Τόσο για τον Γκορζ όσο και για το νεοφιλελεύθερο κίνημα, το πρόβλημα δεν είναι πια τόσο το γεγονός εκμετάλλευσης όσο η σχέση που έχει κάποιος με την εργασία. Ο Γκορζ βλέπει τον τρόπο ζωής του πλεονάζοντος πληθυσμού ως «απελευθέρωση» από την εργασία ενώ η Θάτσερ ως ελάττωμα που πρέπει να αντιμετωπιστεί. Ο ένας ανυψώνει το «δικαίωμα στην τεμπελιά» σε αξία ενώ η άλλη το αντιλαμβάνεται ως αδικία που πρέπει να εκλείψει.
Αλλά, σε ένα δεύτερο επίπεδο, οι δυο αυτές θεωρήσεις έχουν την ίδια λογική. Έτσι, τόσο η Αριστερά όσο κι η Δεξιά θέλουν το πρόβλημα να είναι ο «πλεονάζοντας πληθυσμός» και με αυτόν τον τρόπο να υποσκελίσουν εκείνες τις παλιές, ξεπερασμένες και δογματικές απόψεις που έβαζαν την εκμετάλλευση στο επίκεντρο της κοινωνικής κριτικής.
Τόσο η Αριστερά όσο κι η Δεξιά θέλουν να βάλουν σε αντιπαράθεση τα δυο τμήματα του προλεταριάτου, τα οποία, με τη νεοφιλελεύθερη οικονομική μετεξέλιξη, έχουν ξεκινήσει έναν καταστρεπτικό ανταγωνισμό μεταξύ τους. Όπως το περιγράφει πολύ ωραία η μαρξίστρια φιλόσοφος Isabelle Garo, η μετατόπιση αυτή θα βοηθούσε «την αντικατάσταση της εκμετάλλευσης και της κριτικής σ΄αυτήν από το θύμα που αρνείται η δικαιοσύνη, το φυλακισμένο, το διαφωνούντα, τον ομοφυλόφιλο, τον πρόσφυγα, κλπ.
Jacobin: Στο βιβλίο του Modernes catacombes ο Ντεμπρέ γράφει πως ο επαναστάτης και ανατρεπτικός Φουκώ έχει γίνει ένα «καθεστωτικός φιλόσοφος». Πως εξηγείς αυτό το παράδοξο; Και πως εξηγείς το γεγονός ότι ο Φουκώ γοητεύει τόσο πολλούς του ριζοσπαστικού χώρου, οι οποίοι επιβεβαιώνουν εμφατικά ότι επιθυμούν να δώσουν ένα τέλος στη νεοφιλελεύθερη εποχή;
DZ: Αυτή είναι μια πολλή ενδιαφέρουσα ερώτηση για την οποία δεν έχω ικανοποιητική απάντηση. Θα έλεγε, ωστόσο, ότι αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη δομή του ακαδημαϊκού χώρου. Πρέπει αν επιστρέψεις στον Μπουρντιέ και στα πολύτιμα έργα του Louis Pinto για να κατανοήσεις καλύτερα αυτήν την κατάσταση. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η σύνδεση με μια «σχολή» ή η συσχέτιση με μια συγκεκριμένη θεωρητική οπτική σημαίνει και συσχέτιση με ένα χώρο της διανόησης, ένα χώρο όπου διεξάγεται έντονη μάχη για πρόσβαση στις κυρίαρχες θέσεις. Εν τέλει, το να αυτοαποκαλείσαι μαρξιστής στη Γαλλία της δεκαετίας του 1960 – όταν ,σε σημαντικό βαθμό, ο ακαδημαϊκός χώρος κυριαρχούνταν από αυτοπροσδιοριζόμενους ως μαρξιστές – δεν σήμαινε το ίδιο πράγμα με αυτό που σημαίνει το να είσαι μαρξιστής σήμερα.
Οι αρχές και οι συγγραφείς που ανήκουν στον κανόνα είναι, προφανώς, εργαλεία της διανόησης αλλά υπόκεινται και σε διάφορες στρατηγικές με τις οποίες προσπαθεί κανείς να εισχωρήσει στον ακαδημαϊκό χώρο και στις μάχες που διεξάγονται εντός του. Οι εξελίξεις στο χώρο της διανόησης καθορίζονται σε κάποιο βαθμό από τις σχέσεις εξουσίας που υπάρχουν εντός του.
Ακόμα, μου φαίνεται ότι οι σχέσεις εξουσίας εντός του ακαδημαϊκού χώρου έχουν αλλάξει σημαντικά από τα τέλη της δεκαετίας του 1970: μετά την παρακμή του μαρξισμού, ο Φουκώ κατέλαβε κεντρική θέση. Στην πραγματικότητα πρότεινε μια άνετη στάση που επέτρεπε την εισαγωγή λίγης ανατρεπτικότητας χωρίς στην ουσία να αμφισβητεί τους κώδικες του πανεπιστημίου. Η ενασχόληση με το έργο του Φουκώ απολαμβάνει μια σχετική εκτίμηση, δίνει συχνά τη δυνατότητα στους υπερασπιστές τους να δημοσιεύουν σε περίβλεπτα επιστημονικά περιοδικά, να συμμετέχουν σε ευρύτερα δίκτυα, να δημοσιεύουν βιβλία, κλπ.
Μεγάλο μέρος της διανόησης αναφέρει τον Φουκώ στο έργο της και τον αναφέρει να έχει πει κάτι για οτιδήποτε. Όπως και γις το αντίθετό του. Μπορεί να είσαι σύμβουλος της Medef και να επιμελείσαι τις διαλέξεις του. Θα έλεγα ότι ανοίγει πόρτες. Κάτι που δεν μπορείς να πεις σήμερα για τον Μαρξ.
Jacobin: Αυτή η κριτική των «περιθωρίων» ως κέντρου της πολιτικής διαμάχης θα μπορούσε να οδηγήσει σε ικανοποίηση των κάθε είδους αντεπαναστατών στη Γαλλία ή στο Βέλγιο. Δε φοβάστε μήπως παίζετε το παιχνίδι τους;
DZ: Νομίζω ότι υπάρχει μια «συντηρητική» κριτική στον Φουκώ – και γενικότερα σε ότι εκπροσωπεί ο Μάης του ’68 στην κοινωνική ιστορία της Γαλλίας. Η κριτική αυτή δεν είναι πλέον καθόλου περιθωριακή: μπορείς να τη βρεις σε στοχαστές της συντηρητικής δεξιάς όπως ο
Eric Zemmour ή στο Εθνικό Μέτωπο. Κριτικάρει ανοιχτά τη συνολική φεμινιστική, αντιρατσιστική και πολιτισμική του Μάη του ’68 ενώ έχει πολύ λιγότερα να πεί για τις οικονομικές καταστροφές του νεοφιλελευθερισμού. Για τους συντηρητικούς το πρόβλημα είναι ο πολιτικός φιλελευθερισμός που ήρθε στην επιφάνεια τη δεκαετία του 1980. Υποστηρίζουν ότι ο μόνος τρόπος για μια «δίκαιη κοινωνία» είναι να γυρίσουμε πιο πίσω, πριν την ανάδυση αυτών των φαινομένων.
Πολύ συχνά ακούει κάποιος το είδος σκέψης, σύμφωνα με το οποίο αυτό που επέτρεψε τη διάδοση του νεοφιλελευθερισμού ήταν η καταστροφή των οικογενειακών αξιών ή των κοινωνικού δεσμων της κοινότητας. Αν και υπάρχει ένας σπόρος αλήθειας σ΄αυτού του είδους τις αναλύσεις, οι συντηρητικοί εθελοτυφλούν όταν προτείνουν την επιστροφή σε πιο «παραδοσιακούς» τρόπους ζωής. Με την επιστροφή στις οικογενειακές αξίες, στη φαντασία της εθνικής κουλτούρας και στον παλιό καλό καπιταλισμό της πριν την παγκοσμιοποίηση εποχής, καθοδηγούμαστε σε ένα πολύ πιο αυταρχικό είδος φιλελευθερισμού
Όσο για τη σκέψη αν «παίζουμε το παιχνίδι τους», δε νομίζω ότι είναι αυτό το πρόβλημα. Αν υπάρχει κάποιο πρόβλημα με ορισμένες όψεις της κληρονομιάς του Μάη του ’68, ο ρόλος της Αριστεράς δεν είναι να κλείσει τα μάτια της επειδή αυτό λέγεται από την άκρα δεξιά αλλά, αντίθετα, να αναδείξει τη δική της θέση και να διαμορφώσει τη δική της κριτική ώστε να χάσει τελείως στην ιδεολογική μάχη. Αυτό είναι που πρέπει να κάνουμε ώστε να αναδείξουμε μια αριστερά που είναι ταυτόχρονα ριζοσπαστική και δημοφιλής.
(μτφρ. Crying wolf)
(*) Ο Θανάσης Αλεξίου μεταφράζει το underclass ως υποτάξη αλλά προσωπικά δεν μου αρέσει ο όρος. Αν και εδώ θα μπορούσε να αποδοθεί ως υποταξικό σε αντιδιαστολή με το αταξικό, μου φαίνεται πιο σαφές το κατώτερες τάξεις και το προτιμώ (βλ. Θανάσης Αλεξίου,
Από το μοντέλο των κοινωνικών τάξεων στο μοντέλο του κοινωνικού αποκλεισμού, Τεύχος 96, περίοδος: Ιούλιος - Σεπτέμβριος 2006.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου