του
Michael Roberts (μτφ.
crying wolf)
Όπως το έθεσε ο ίδιος:
«Θεμελιώδης υπόθεση των κεϋνσιανών οικονομικών είναι ότι η μακροοικονομία δεν αποτελεί ένα παιχνίδι ηθικής – ότι οι κρίσεις είναι στην ουσία μια τεχνική δυσλειτουργία του συστήματος. Είναι περίφημη η δήλωση που έκανε ο Κέυνς καθώς η Μεγάλη Κρίση βάθαινε:
«Έχουμε πρόβλημα με το μανιατό» [*], δηλ., τα προβλήματα της οικονομίας είναι παρόμοια με τα μικρά αλλά κρίσιμα προβλήματα που έχει το ηλεκτρικό σύστημα ενός αυτοκινήτου και η δουλειά των οικονομολόγων είναι να δώσουν λύσεις για την επιδιόρθωση του τεχνικού προβλήματος. Το βασικό έργο του Κέυνς, Η Γενική Θεωρία της Απασχόλησης, του Τόκου και του Χρήματος, είναι αξιοπρόσεκτο – και επαναστατικό – για το ότι δεν λέει σχεδόν τίποτε για το τι συμβαίνει κατά τις περιόδους οικονομικής ανάπτυξης. Οι προ-κεϋνσιανοί θεωρητικοί του επιχειρηματικού κύκλου αρέσκονταν να αναλύουν τα εντυπωσιακά πλεονάσματα που παράγονται στις καλές εποχές, ενώ είχαν λίγα να πουν πάνω στις αιτίες για τις οποίες οι περίοδοι οικονομικής ανάπτυξης ακολουθούνται από άσχημες εποχές ή για το τι έπρεπε να κάνει κάποιος όταν αυτές έρχονταν στο προσκήνιο. Ο Κέυνς αντέστρεψε τη θεώρηση: ολόκληρο σχεδόν το ενδιαφέρον του επικεντρώθηκε πάνω στο πώς οι οικονομίες υφίστανται κρίσεις και στο τι μπορούμε να κάνουμε για να μειώσουμε αυτήν την τάση τους».
Δύο είναι τα πράγματα που με εντυπωσιάζουν εδώ.
Πρώτον, ότι για τον Κρούγκμαν (και τον Κέυνς) οι υφέσεις και οι κρίσεις αποτελούν την ουσία μια «τεχνική δυσλειτουργία» σε μια, κατά τα άλλα, τέλεια λειτουργούσα οικονομία της αγοράς. Και ότι δουλειά των οικονομολόγων είναι, επομένως, απλά: «να δώσουν λύσεις για την επιδιόρθωση του τεχνικού προβλήματος».
Και δεύτερον, ότι ο Κρούγκμαν επιδοκιμάζει την αποτυχία του Κέυνς να δώσει εξηγήσεις για το τι συμβαίνει στις περιόδους οικονομικής ανάπτυξης.
Χωρίς μια εξήγηση των νόμων κίνησης του καπιταλισμού στις περιόδους ανάπτυξης, δεν μπορούμε να κατανοήσουμε τις κρίσεις – κάτι που δεν είναι απαραίτητο για τον Κέυνς ή τον Κρούγκμαν.
Αλλά αν τα κεϋσιανά οικονομικά είναι τόσο δυνατά στην εξήγηση των κρίσεων και των τρόπων αντιμετώπισής τους, γιατί οι κυβερνήσεις δεν τα λαμβάνουν υπόψη τους και επιμένουν σε αποτυχημένα μέτρα λιτότητας;
Σε ένα άλλο του πόστ στο blog του, ο Κρούγκμαν υποστήριξε πως ήταν ο ημι-μαρξιστής, μετα-κεϋνσιανός της δεκαετίας του 1940
Μιχάλ Καλέτσκι
«που έδωσε την απάντηση. Είμαστε σε μια κεϋνσιανή κρίση που απαιτεί κεϋνσιανές πολιτικές. Αλλά οι συντηρητικοί, για πολιτικούς λόγους, βλέπουν τόσο τη διάγνωση όσο και τη θεραπεία ως ανάθεμα. Ομολογώντας ότι η κυβέρνηση μπορεί και θα έπρεπε να δημιουργεί θέσεις εργασίας, θα απαξίωναν τη σημασία του να είσαι επιχειρηματίας και θα παραδέχονταν ότι η κυβέρνηση μπορεί να κάνει και καλά πράγματα. Έτσι η προφανής διάγνωση και θεραπεία δεν είναι αποδεκτές».
Έτσι ο λόγος που τα κεϋνσιανά οικονομικά δεν γίνονται αποδεκτά είναι ότι απειλούν τα συμφέροντα της καπιταλιστικής τάξης και τη μη ορθολογική ιδεολογική της εμμονή ότι η κυβέρνηση είναι κάτι το κακό ενώ η αγορά κάτι το καλό.
Παραθέτοντας τον Καλέτσκι ο Κρούγκμαν υποστηρίζει ότι οι ηγέτες της βιομηχανίας αντιτίθενται στις κεϋνσιανές λύσεις γιατί τέτοιες πολιτικές θα υπονόμευαν την πολιτική τους επιρροή.
«Έτσι, τα ελλείμματα του προϋπολογισμού που είναι απαραίτητα για την παρέμβαση της κυβέρνησης πρέπει να θεωρηθούν επικίνδυνα».
Ο Γουίλντον ενθουσιάζεται:
«Στην ουσία η θέση του Κρούγκμαν (και του Καλέτσκι) είναι ότι ενώ έχουμε τα μακροοικονομικά εργαλεία για να επανεκκινήσουμε την οικονομία σε γερές βάσεις και να μειώσουμε την ανεργία, αυτό δε γίνεται για πολιτικούς λόγους».
Ο Γουίλντον συνεχίζει παραθέτοντας διάφορους κορυφαίους κεϋνσιανούς οικονομολόγους που θεωρούν ότι η τεχνική δυσλειτουργία της καπιταλιστικής οικονομίας μπορεί εύκολα να διορθωθεί αλλά καμιά κυβέρνηση δεν το επιχειρεί. Καταλήγει στο ότι
«τα υποτιθέμενα μακροοικονομικά προβλήματα είναι διαχειρίσιμα και το πρόβλημα είναι πρόβλημα πολιτικής οικονομίας και όχι οικονομικών».
Αλλά είναι αλήθεια ότι οι κεϋνσιανές πολιτικές μπορούν να λύσουν το πρόβλημα των καπιταλιστικών κρίσεων και ότι οι λόγοι που τέτοιες πολιτικές δεν υιοθετούνται είναι καθαρά πολιτικοί; Αυτή η θέση είναι αδύναμη. Οι στρατηγοί των καπιταλιστών δεν είναι ανόητοι. Αν πίστευαν ότι οι πολιτικές αυτές θα λειτουργούσαν προς αποκατάσταση της καπιταλιστικής παραγωγής, είναι σίγουρο ότι θα τις υιοθετούσαν. Ο μόνος λόγος που δεν το κάνουνε είναι ότι αυτές οι πολιτικές δεν αποδίδουν – τουλάχιστον όσο αφορά την αποκατάσταση της κερδοφορίας της καπιταλιστικής παραγωγής, ακόμη κι αν μειώνουν πρόσκαιρα την ανεργία.
Όπως έχω υποστηρίξει σε
πολλά προηγούμενα
posts μου υπάρχει μια θεμελιώδης «δυσλειτουργία» στην θεωρία των Κέυνς – Καλέτσκι. Και αυτό γιατί, όταν επιχειρούν να εξηγήσουν την κίνηση της καπιταλιστικής παραγωγής, βασίζονται στα μεγέθη εθνικό εισόδημα – εθνικές δαπάνες και όχι στο κέρδος.
Για τους Κέυνς, Καλέτσκι, Κρούγκμαν και Γουίλντον, το κέρδος και το από πού προέρχεται δεν έχει σημασία. Η θεωρία της αξίας του Μαρξ, που βασίζεται στην αφηρημένη εργασία και στο κέρδος ως απλήρωτη εργασία της εργατικής τάξης, ήταν για τον Κέυνς
«άθλια, τόσο ως κοινωνική θέση όσο και ως οικονομική αρχή. Ήταν μια εξεζητημένη ανοησία».
Ο Κέυνς θεωρούσε ότι το Κεφάλαιο ήταν
«ένα απαρχαιωμένο οικονομικό κείμενο, το οποίο δεν ήταν μόνο επιστημονικώς εσφαλμένο αλλά και χωρίς νόημα ή εφαρμογή στο σύγχρονο κόσμο».
Οι ιδέες του Μαρξ ήταν
«απλώς, μια λογική πλάνη» και «ένα παράλογο και θολό δόγμα».
Ο Κέυνς δεν χρειαζόταν την θεωρία της αξίας του Μαρξ και το νόμο της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους για να εξηγήσει τις καπιταλιστικές κρίσεις. Αυτές ήταν απλές «τεχνικές δυσλειτουργίες» που είχαν την αιτία τους στον πιστωτικό τομέα της οικονομίας, στο «ραντιέρικο» τομέα, στη κατανομή του εισοδήματος σε μια οικονομία και σε καμιά περίπτωση στους παραγωγικούς τομείς της οικονομίας. Δεν υπήρχε τίποτε το λανθασμένο στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Πίστευε ότι ο καπιταλισμός θα έφερνε ευημερία σε όλους, περισσότερο ελεύθερο χρόνο και τελικά μια καλύτερη κοινωνία. Όλα αυτά τα υποστήριξε με ιδιαίτερη θέρμη στα μαθήματά του στο Κέιμπριτζ, στις αρχές τις δεκαετίας του 1930 όταν η Μεγάλη Κρίση ήταν στο αποκορύφωμα της και όταν έβλεπε ότι πολλοί από τους φοιτητές του είχαν «μολυνθεί» από
τις τρομερές και γελοίες ιδέες του μαρξισμού
Για τον Κέυνς οι κρίσεις έρχονται ως αποτέλεσμα της έλλειψης «αποτελεσματικής ζήτησης», δηλαδή από μια ανεξέλεγκτη πτώση στις επενδύσεις και την κατανάλωση που με τη σειρά τους προκαλούν πτώση στα κέρδη και τους μισθούς. Αν τα κέρδη μειώνονται, οι καπιταλιστές θα σταματήσουν να επενδύουν, οι εργαζόμενοι θα απολύονται, οι μισθοί και η κατανάλωση θα μειώνονται. Τότε εμφανίζεται έλλειμμα αποτελεσματικής ζήτησης, αλλά αυτό δεν οφείλεται σε έλλειμμα εμπιστοσύνης (όπως ακούμε πολλούς οικονομολόγους να παπαγαλίζουν) αλλά στην πτωτική τάση του κέρδους. Το πρόβλημα έγκειται στη φύση της καπιταλιστικής παραγωγής και όχι στη δραστηριότητα του πιστωτικού τομέα.
Η ιδέα των Κέυνς – Καλέτσκι ότι τα κέρδη εξαρτώνται από τη ζήτηση για επενδύσεις είναι μια αντιστροφή της πραγματικότητας. Για τους μαρξιστές, ισχύει ακριβώς το αντίθετο: οι επενδύσεις εξαρτώνται από το κέρδος – και το κέρδος εξαρτάται από την εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης και την οικειοποίηση της από το κεφάλαιο. Έτσι έχουμε μια αντικειμενική και αιτιώδη ανάλυση που βασίζεται σε μια συγκεκριμένη μορφή της ταξικής κοινωνίας και όχι μια μυστικιστική ψυχανάλυση της ατομικής ανθρώπινης συμπεριφοράς των κερδοσκόπων.
Αν, λοιπόν, οι επενδύσεις εξαρτώνται από τα κέρδη, και αν τα κέρδη μειώνονται, τότε θα μειώνονται και οι επενδύσεις. Και οι καπιταλιστικές επενδύσεις (δηλ., οι επενδύσεις για κέρδος) θα εξαρτώνται τώρα από τη μείωση της διοχέτευσης των κερδών στην καπιταλιστική κατανάλωση (μερίσματα) και/ή στον περιορισμό των μη καπιταλιστικών επενδύσεων (δημόσιες επενδύσεις). Κατά συνέπεια, ο καπιταλισμός χρειάζεται συγκράτηση των δημοσίων δαπανών και όχι αύξηση τους. Η λύση είναι ακριβώς η αντίθετη από τα συμπεράσματα της κεϋνσιανής πολιτικής. Οι δαπάνες της κυβέρνησης δεν θα απογειώσουν τα κέρδη αλλά ακριβώς το αντίθετο – και τα κέρδη είναι αυτό που μετράει στον καπιταλισμό. Επομένως, οι δαπάνες της κυβέρνησης είναι κάτι το αρνητικό για την καπιταλιστική επένδυση.
Για τους λόγους αυτούς, και αντίθετα με μερικούς της αριστεράς που, επικαλούμενοι τον Κέυνς, ζητούν μεγαλύτερους μισθούς για να ενισχυθεί η ζήτηση και έτσι να τερματιστεί η κρίση, πρέπει να επισημανθεί ότι ο Κέυνς, στο θέμα της επίλυσης της κρίσης, δεν ήταν με την πλευρά των εργατών.
Ο ίδιος ο Κέυνς σχολίασε πάνω στο ζήτημα της αύξησης των μισθών και στο κατά πόσο αυτή μπορεί να επιλύσει την κρίση:
«Γενικά, μια αύξηση της απασχόλησης μπορεί να επιτευχθεί μόνο με αντίστοιχη μείωση των πραγματικών μισθών».
Η μείωση, λοιπόν, των μισθών είναι μέρος της λύσης ακόμη και για τον Κέυνς. Και, πράγματι, στις περισσότερες καπιταλιστικές οικονομίες αυτή τη στιγμή, οι μισθοί μειώνονται.
Όπως βλέπουμε, οι πολιτικές λιτότητας που ακολουθούν οι περισσότερες κυβερνήσεις δεν είναι παρανοϊκές, όπως νομίζουν οι οπαδοί του Κέυνς. Οι πολιτικές αυτές είναι αποτέλεσμα της ανάγκης για μείωση του κόστους, ιδιαίτερα του μισθολογικού κόστους αλλά και του φορολογικού και του επενδυτικού κόστους, και η ανάγκη εξασθένισης του εργατικού κινήματος ώστε τα κέρδη να ανακάμψουν.
Είναι μια απόλυτα λογική πολιτική από την πλευρά του κεφαλαίου και είναι ο λόγος για τον οποίο οι κεϋνσιανές πολιτικές δεν υιοθετήθηκαν κατά την κρίση της δεκαετίας του 1930. Ο καπιταλισμός βγήκε από τη Μεγάλη Κρίση μόνο όταν η κερδοφορία πήρε τα πάνω της και αυτό έγινε μόνο όταν οι ΗΠΑ εισήλθαν σε οικονομία πολέμου, με έλεγχο μισθών και δαπανών και αύξηση των κερδών για τους κατασκευαστές όπλων και όλους τους άλλους που εμπλέκονταν στην πολεμική βιομηχανία.
Ο καπιταλισμός χρειάζεται πόλεμο και όχι τον Κέυνς.
Η ανάλυση του Μαρξ για την ανάπτυξη και την κρίση είναι κατά πολύ
ανώτερη από αυτήν των Κέυνς – Καλέτσκι. Η ανάλυσή του δείχνει ότι το
καπιταλιστικό σύστημα δεν υποφέρει από κάποια «τεχνική δυσλειτουργία»
του πιστωτικού του τομέα αλλά από εγγενείς αντιφάσεις του παραγωγικού
του τομέα, δηλαδή στα όρια ανάπτυξης που βάζει το ίδιο το κεφάλαιο.
Και
το συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι το καπιταλιστικό σύστημα δεν
μπορεί να «επιδιορθωθεί» έτσι ώστε να επιτύχουμε μόνιμη ανάπτυξη χωρίς
κρίσεις – πρέπει να αντικατασταθεί.
Αυτός είναι ο τελικός στόχος
της αριστεράς.
[*] Το μανιατό είναι γεννήτρια κινούμενη από τον
κινητήρα, κατασκευασμένη να δίνει υψηλή τάση πάνω από 30000 volt, για
την ανάφλεξη. Δεν χρησιμοποιείται στις μέρες μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου