Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΦΛΕΒΑΡΗ 1848 ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΧΡΗΜΑΤΙΚΗΣ ΑΡΙΣΤΟΚΡΑΤΙΑΣ*ΤΟΥ ΚΑΡΛ ΜΑΡΞ ("Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία, 1848-1850")
Στην εποχή του Λουδοβίκου Φιλίππου δεν κυριαρχούσε η γαλλική αστική τάξη, αλλά μόνο μια ομάδα της, τραπεζίτες, βασιλιάδες του χρηματιστηρίου, βασιλιάδες των σιδηροδρόμων, ιδιοκτήτες ορυχείων, κάρβουνου και σίδερου, ιδιοκτήτες δασών, ένα μέρος των τσιφλικάδων πού συνενώθηκαν μ' αυτούς—η λεγόμενη αριστοκρατία του χρήματος. Αυτή κάθισε στο θρόνο, αυτή υπαγόρευε τους νόμους στις βουλές, αυτή μοίραζε τις δημόσιες θέσεις, από το υπουργείο ως τα γραφεία των καπνών.
Η καθαυτό βιομηχανική αστική τάξη αποτελούσε ένα μέρος της επίσημης αντιπολίτευσης, δηλ. δεν αντιπροσωπευόταν στις βουλές παρά σα μειοψηφία. Η αντιπολίτευσή της πρόβαλλε τόσο πιο αποφασιστικά, όσο πιο ξεκάθαρα αναπτυσσόταν η αποκλειστική κυριαρχία της αριστοκρατίας του χρήματος κι όσο περισσότερο αυτή η ίδια θεωρούσε εξασφαλισμένη την κυριαρχία της πάνω στην εργατική τάξη ύστερα από τις πνιγμένες στο αίμα εξεγέρσεις του 1832, 1834 και 1839. Ο Γκραντέν, εργοστασιάρχης από τη Ρουέν, το πιο φανατικό όργανο της αστικής αντίδρασης, τόσο μέσα στη συνταχτική όσο και στη νομοθετική εθνοσυνέλευση, ήταν, μέσα στη βουλή, ο δριμύτερος αντίπαλος του Γκιζό. Ο Λεόν Φωσέ, γνωστός αργότερα για τις ανήμπορες προσπάθειές του να αναδειχθεί σε Γκιζό της γαλλικής αντεπανάστασης, έκανε στο τελευταίο διάστημα της βασιλείας του Λουδοβίκου Φίλιππου δημοσιογραφικό αγώνα υπέρ της βιομηχανίας, ενάντια στην κερδοσκοπία και στο τσιράκι της, τη κυβέρνηση. Ο Μπαστιά προπαγάνδιζε στο όνομα του Μπορντώ κι όλης της οινοπαραγωγικής Γαλλίας ενάντια στο σύστημα που κυριαρχούσε.
Αντίθετα, και η πιο παραμικρή δημοσιονομική μεταρρύθμιση ναυαγούσε μπροστά στην επιρροή των τραπεζιτών. Έτσι έγινε λ.χ. με την ταχυδρομική μεταρρύθμιση. Ο Ρότσιλντ διαμαρτυρήθηκε. Είχε το κράτος το δικαίωμα να περιορίζει πηγές εισοδήματος από τις οποίες έπρεπε να πληρώνει τους τόκους του ολοένα αυξανόμενου χρέος του;
Η μοναρχία του Ιούλη δεν ήταν τίποτα άλλο από μια μετοχική εταιρεία για την εκμετάλλευση του γαλλικού εθνικού πλούτου, που τα μερίσματά της μοιράζονταν ανάμεσα στους υπουργούς, τις βουλές, τους 240.000 εκλογείς και τα τσιράκια τους. Ο Λουδοβίκος Φίλιππος ήταν ο διευθυντής αυτής της εταιρίας: Ο Ροβέρτος Μακέρ στο θρόνο. (Σημ. Σύντ.: Robert Macaire. Τύπος διαβολεμένου επιχειρηματία που αποθανατίστηκε στις γελοιογραφίες του Ονορέ Ντομιέ. Η μορφή του Ροβέρτου Μακέρ ήταν μια τσουχτερή σάτιρα για την κυριαρχία της αριστοκρατίας του χρήματος στην περίοδο της μοναρχίας του Ιούλη) Το εμπόριο, η βιομηχανία, η γεωργία, η ναυτιλία, τα συμφέροντα της βιομηχανικής αστικής τάξης, δε μπορούσαν παρά να μπαίνουν σε κίνδυνο και να ζημιώνουν διαρκώς κάτω άπ' αυτό το σύστημα. Γι' αυτό, η βιομηχανική αστική τάξη στις μέρες του Ιούλη είχε γράψει στη σημαία της: Φτηνή κυβέρνηση (gouvernement à bon marché ).
Ενώ η αριστοκρατία του χρήματος έκανε τους νόμους, διεύθυνε το κράτος, είχε στη διάθεση της όλες τις οργανωμένες δημόσιες εξουσίες, και με βάση αυτά τα ίδια τα γεγονότα και με τον τύπο εξουσίαζε την κοινή γνώμη και ενώ σ' όλες τις σφαίρες από την αυλή ως το Café Borgne (Σημ. Συντ: έτσι ονομάζουν στο Παρίσι τα κακόφημα καφενεία και καπελειά) συνεχιζόταν η ίδια πορνεία, η ίδια ξετσίπωτη απάτη, η ίδια μανία πλουτισμού, όχι με την παραγωγή, αλλά με το επιτήδειο τσέπωμα του ετοίμου πλούτου των άλλων, ξέσπασαν, ιδιαίτερα στις κορυφές της αστικής κοινωνίας, και επικράτησαν αχαλίνωτα νοσηρές και έκλυτες ορέξεις πού κάθε στιγμή έρχονταν σε σύγκρουση με τους ίδιους τους αστικούς νόμους — ορέξεις όπου πλούτος που προερχόταν απ' το παιχνίδι γύρευε φυσικά την ικανοποίησή του εκεί που η απόλαυση γίνεται ακολασία, εκεί που γίνονται ένα το χρήμα, η βρωμιά και το αίμα. Η χρηματική αριστοκρατία, με τον τρόπο πλουτισμού της, όπως και με τις απολαύσεις της, δεν είναι τίποτα άλλο παρά η αναγέννηση του κουρελοπρολεταριάτου στα ανώτατα στρώματα της αστικής κοινωνίας.
Και οι ομάδες της γαλλικής αστικής τάξης που δε βρίσκονταν στην εξουσία, φώναζαν: «Διαφθορά!». Κι όταν το 1847, στις πιο υψηλές βαθμίδες της αστικής κοινωνίας παρουσιάζανε δημόσια τις ίδιες εκείνες σκηνές που οδηγούν κανονικά το κουρελοπρολεταριάτο στα πορνεία, στα φτωχοκομεία, στα τρελοκομεία, μπρος στο δικαστή, στα κάτεργα και στην κρεμάλα, ο λαός φώναζε: «Κάτω οι μεγάλοι κλέφτες, κάτω οι δολοφόνοι!». Η βιομηχανική αστική τάξη έβλεπε τα συμφέροντα της να κινδυνεύουν, η μικροαστική τάξη ήταν γεμάτη από ηθική αγανάχτηση, η λαϊκή φαντασία ήταν ξαναμμένη, το Παρίσι ήταν πλημμυρισμένο με λίβελους—«η δυναστεία των Ρότσιλντ», «οι τοκογλύφοι είναι βασιλιάδες της εποχής » κλπ— με τους οποίους, με περισσότερο ή λιγότερο πνεύμα, καταγγέλλανε και στιγματίζανε την κυριαρχία της αριστοκρατίας του χρήματος.
Ούτε πεντάρα για τη δόξα! Η δόξα δε φέρνει κανένα κέρδος. Ειρήνη παντού και πάντα! Ο πόλεμος κάνει να πέφτουν οι τρέχουσες τιμές των χρεωγράφων των 3 και των 4%! Να τί είχε γράψει στη σημαία της η Γαλλία των τοκογλύφων του χρηματιστηρίου. Γι αυτό η εξωτερική της πολιτική χαντακώθηκε μέσα σε μια σειρά από ταπεινώσεις του γαλλικού εθνικού αισθήματος, που αντέδρασε με τη μεγαλύτερη ζωηρότητα όταν η αρπαγή της Πολωνίας ολοκληρώθηκε με την προσάρτηση της Κρακοβίας από την Αυστρία και όταν ο Γκιζό προσχώρησε ενεργά στο πλευρό της Ιερής Συμμαχίας, στον ελβετικό πόλεμο του Ζόντερμπουντ. Η νίκη των Ελβετών φιλελεύθερων σ' αυτό τον ψευτοπόλεμο ανέβασε την αυτοπεποίθηση της αστικής αντιπολίτευσης στη Γαλλία, η αιματηρή εξέγερση του λαού στο Παλέρμο ενήργησε σαν ηλεκτρική εκκένωση πάνω στην παράλυτη λαϊκή μάζα και ξύπνησε τις μεγάλες επαναστατικές αναμνήσεις και τα επαναστατικά πάθη της.
Το ξέσπασμα της γενικής δυσφορίας επιταχύνθηκε τελικά και η δυσθυμία ωρίμασε σε στάση χάρη σε δυο παγκόσμια οικονομικά γεγονότα.
Η αρρώστια της πατάτας και οι κακές σοδιές του 1845 και του 1846 μεγάλωσαν το γενικό αναβρασμό στο λαό. Η ακρίβεια του 1847 προκάλεσε στη Γαλλία, όπως και στη λοιπή ηπειρωτική Ευρώπη αιματηρές συγκρούσεις. Μπρος στα αναίσχυντα όργια της αριστοκρατίας του χρήματος, είχαμε την πάλη του λαού για τα πιο στοιχειώδη τρόφιμα! Στο Μπυζανσέ εκτελούσαν τους εξεγερμένους από την πείνα, ενώ στο Παρίσι η βασιλική οικογένεια
αποσπούσε από τα δικαστήρια παραχορτάτους λωποδύτες.
ο δεύτερο μεγάλο οικονομικό γεγονός πού επέσπευσε το ξέσπασμα της επανάστασης ήταν μια γενική εμπορική και βιομηχανική κρίση στην Αγγλία. Η κρίση αυτή, -που την προμηνούσε ακόμα απ' το φθινόπωρο του 1845 η μαζική χρεωκοπία των κερδοσκόπων πάνω στις μετοχές των σιδηροδρόμων και αναχαιτίστηκε το 1846 από μια σειρά τυχαία περιστατικά, όπως από την επικείμενη κατάργηση των δασμών του σταριού- ξέσπασε τέλος το φθινόπωρο του 1847 με τις χρεοκοπίες των μεγαλεμπόρων αποικιακών προϊόντων του Λονδίνου, που τις ακολούθησαν κατά πόδας οι πτωχεύσεις των γεωργικών τραπεζών και το κλείσιμο των εργοστασίων στις εγγλέζικες βιομηχανικές περιοχές. Ο αντίχτυπος της κρίσης αυτής δεν είχε ακόμα εξαντληθεί στην ηπειρωτική Ευρώπη, όταν ξέσπασε η επανάσταση του Φλεβάρη.
Το ρήμαγμα του εμπορίου και της βιομηχανίας από την οικονομική επιδημία έκανε ακόμα πιο αφόρητη την αποκλειστική κυριαρχία της αριστοκρατίας του χρήματος. Η αντιπολιτευτική αστική τάξη ξεσήκωσε σ' όλη τη Γαλλία την εκστρατεία των συμποσίων για την εκλογική μεταρρύθμιση που θα της επέτρεπε να καταχτήσει την πλειοψηφία στις βουλές και να ανατρέψει την κυβέρνηση του χρηματιστηρίου. Στο Παρίσι η βιομηχανική κρίση είχε ακόμα σαν ειδική συνέπεια να ρίξει στο εσωτερικό εμπόριο ένα πλήθος εργοστασιάρχες και μεγαλέμπορους που, κάτω από τις συνθήκες της στιγμής εκείνης, δε μπορούσαν πια να κάνουν καμία επιχείρηση στην αγορά του εξωτερικού.
Ιδρύσανε μεγάλα καταστήματα που ο συναγωνισμός τους ρήμαζε κατά μάζες τους μπακάληδες και τους μαγαζάτορες. Έτσι εξηγούνται οι αναρίθμητες πτωχεύσεις στη μερίδα της παρισινής αστικής τάξης. Έτσι εξηγείται κι η επαναστατική εμφάνισή της το Φλεβάρη. Είναι γνωστό ότι ο Γκιζό και οι βουλές απάντησαν σ' αυτές τις προτάσεις για μεταρρύθμιση μια ξεκάθαρη πρόκληση (Σημ. Μτφρ: Σε όλες αυτές τις προτάσεις ο Πρωθυπουργός Γκιζό απαντούσε: «πλουτίστε για να γίνετε εκλογείς»), ότι ο Λουδοβίκος Φίλιππος πολύ αργά αποφάσισε να σχηματίσει την κυβέρνηση Μπαρρό, ότι φτάσανε τα πράματα ως τις συμπλοκές ανάμεσα στο λαό και στο στρατό, ότι ο στρατός αφοπλίστηκε χάρη στην παθητική στάση της εθνοφρουράς, ότι η μοναρχία του Ιούλη αναγκάστηκε να παραχωρήσει τη θέση της σε μια προσωρινή κυβέρνηση.
Η προσωρινή κυβέρνηση που πρόβαλε από τα οδοφράγματα του Φλεβάρη καθρέφτιζε αναγκαστικά στη σύνθεση της τα διάφορα κόμματα που μοιράστηκαν τη νίκη. Δε μπορούσε να είναι τίποτα άλλο παρά ένας συμβιβασμός ανάμεσα στις διάφορες τάξεις που μαζί είχαν ανατρέψει το θρόνο του Ιούλη, που τα συμφέροντα τους όμως συγκρούονταν. Τη μεγάλη πλειοψηφία της την αποτελούσαν αντιπρόσωποι της αστικής τάξης. Η δημοκρατική μικροαστική τάξη αντιπροσωπευόταν από τον Λεντρύ-Ρολλέν και το Φλοκόν, η δημοκρατική αστική τάξη από τους ανθρώπους της «Νασιονάλ» (Σημ. Συντ. «National»: Η εφημερίδα που έβγαινε στο Παρίσι στα 1830-1851, όργανο του αστικού δημοκρατικού κόμματος) η δυναστική αντιπολίτευση από τους Κρεμιέ, Ντυπόν ντε λ' Έρ κλπ.
Η εργατική τάξη είχε δυο μόνο αντιπροσώπους, τον Λουί Μπλάν και τον Αλμπέρ. Τέλος, η συμμετοχή του Λαμαρτίνου στην προσωρινή κυβέρνηση δεν υποστήριζε άμεσα κανένα πραγματικό συμφέρον, καμιά ορισμένη τάξη: ήταν η ίδια η επανάσταση του Φλεβάρη, η κοινή εξέγερση με τις αυταπάτες της, την ποίησή της, το χιμαιρικό περιεχόμενό της και τις φράσεις της. Κατά τ' αλλά, ο εκπρόσωπος της επανάστασης του Φλεβάρη, σύμφωνα με τη θέση του και τις απόψεις του, άνηκε στην αστική τάξη.
Αν το Παρίσι χάρη στον πολιτικό συγκεντρωτισμό εξουσιάζει τη Γαλλία, οι εργάτες, σε στιγμές επαναστατικών κλονισμών, εξουσιάζουν το Παρίσι. Η πρώτη πράξη της προσωρινής κυβέρνησης ήταν η προσπάθεια της ν' απαλλαγεί απ' αυτήν την συντριπτική επιρροή με μιαν έκκληση από το μεθυσμένο Παρίσι προς τη νηφάλια Γαλλία. Ο Λαμαρτίνος αμφισβήτησε στους μαχητές των οδοφραγμάτων το δικαίωμα ν' ανακηρύξουν τη δημοκρατία. Αρμόδια γι' αυτά, έλεγε, είναι μονάχα η πλειοψηφία των Γάλλων. Έπρεπε να περιμένουν την ψήφο της. Το παρισινό προλεταριάτο δεν έπρεπε να λερώσει τη νίκη του με ένα σφετερισμό. Η αστική τάξη επιτρέπει στο προλεταριάτο μονάχα ένα σφετερισμό—το σφετερισμό του αγώνα.
Το μεσημέρι της 25 του Φλεβάρη η δημοκρατία δεν είχε ακόμα ανακηρυχθεί, ενώ αντίθετα είχαν κιόλας μοιραστεί όλα τα υπουργεία ανάμεσα στα αστικά στοιχεία της προσωρινής κυβέρνησης κι ανάμεσα στους στρατηγούς, τους τραπεζίτες και τους δικηγόρους της «Νάσιοναλ». Οι εργάτες όμως τη φορά αυτή ήταν αποφασισμένοι να μην ανεχθούν καμιάν απάτη σαν εκείνη του Ιούλη του 1830. Ήταν έτοιμοι να ξαναρχίσουν τον αγώνα και να επιβάλουν τη δημοκρατία με τη βία των οπλών. Μ' αυτό το μήνυμα, ο Ρασπάιγ πήγε στο δημαρχείο. Στο όνομα του παρισινού προλεταριάτου πρόσταξε την προσωρινή κυβέρνηση να ανακηρύξει τη δημοκρατία. Αν δεν εκτελούσαν μέσα σε δυο ώρες την προσταγή αυτή του λαού, θα επέστρεφε επικεφαλής 200.000 ανδρών. Τα πτώματα αυτών που είχαν πέσει δεν είχαν καλά-καλά κρυώσει, τα οδοφράγματα δεν είχαν παραμεριστεί, οι εργάτες δεν είχαν αφοπλιστεί και η μοναδική δύναμη που μπορούσε να τους αντιμετωπίσει ήταν η εθνοφρουρά. Κάτω απ' αυτές τις συνθήκες εξαφανίστηκαν ξαφνικά οι σοφοί πολιτικοί δισταγμοί και οι νομικοί ενδοιασμοί της προσωρινής κυβέρνησης. Η δίωρη προθεσμία δεν είχε ακόμα λήξει και στους τοίχους του Παρισιού άστραφταν κιόλας οι γιγάντιες ιστορικές λέξεις:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου